Από τον δρ. Αργύρη Ντόβα
Απεργία πείνας, σύμφωνα με την Παγκόσμια Ιατρική Εταιρία (World Medical Association), είναι η εθελοντική ολική νηστεία (λαμβάνεται μόνο νερό, ενδεχομένως με αλάτι ή προσθήκη ζάχαρης) ενός πνευματικά υγιούς ατόμου, χρονικής διάρκειας πάνω από 72 ώρες, ως μορφή διαμαρτυρίας ή απαίτησης για υλοποίηση αιτημάτων του.
Αυτή η επικίνδυνη για την υγεία τακτική διαμαρτυρίας, κατά την οποία ένα άτομο αρνείται να φάει, σε μια προσπάθεια να τραβήξει την προσοχή της κοινωνίας και να επιφέρει αρνητική δημοσιότητα στις αρχές, σκοπό έχει τη γνωστοποίηση των αιτημάτων του, αφού προφανώς στερείται άλλων μέσων πίεσης. Η απεργία πείνας γίνεται υπό ποικίλες συνθήκες, αλλά κυρίως αναδεικνύει διλήμματα σε καταστάσεις, όπου οι άνθρωποι τελούν υπό κράτηση (φυλακές, σωφρονιστικά ιδρύματα, στρατόπεδα συγκέντρωσης κτλ).
Οι βραχείας διάρκειας ή προσποιητές αρνήσεις λήψης τροφής σπανίως εγείρουν ηθικά προβλήματα. Η πραγματική όμως και παρατεταμένη αποχή από τη σίτιση αποτελεί μία σοβαρή δοκιμασία για τον οργανισμό του ατόμου από το πρώτο κιόλας χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα να διακινδυνεύει το ενδεχόμενο του επερχόμενου θανάτου ή της πρόκλησης μη αναστρέψιμων (μόνιμων) βλαβών σε όργανα του σώματός του και να δημιουργεί στους θεράποντες ιατρούς, - οι οποίοι, σε κάθε περίπτωση πρέπει να επαγρυπνούν- μία σύγκρουση αξιών και έγερση σειράς ηθικών διλημμάτων, όπως π.χ. αν θα πρέπει ή όχι να παρέμβουν, παρά τη δηλωθείσα θέληση του απεργού πείνας, όταν κινδυνεύει η ζωή του.
Ιατρικές επιπτώσεις της απεργίας πείνας: Η κλινική πορεία της απεργίας πείνας είναι κάπως μεταβλητή σε κάθε άτομο, ανάλογα με το αρχικό βάρος και τη γενική του κατάσταση.
Αν το άτομο, που βρίσκεται σε απεργία πείνας, λαμβάνει υγρά, ο κίνδυνος βλάβης, εξ αιτίας της μη λήψης τροφής, είναι ελάχιστος τις πρώτες 48 - 72 ώρες. Πράγματι, σε ένα φυσιολογικό ενήλικο άτομο, η υγεία του δυνατόν να παραμένει σε καλή κατάσταση κατά τις πρώτες δέκα ημέρες. Τις πρώτες τρεις ημέρες, το σώμα εξακολουθεί να χρησιμοποιεί την ενέργεια, που παράγεται από τη γλυκόζη.
Στη συνέχεια και κατά τη διάρκεια της πρώτης εβδομάδας, ο οργανισμός χρησιμοποιεί ως πηγή ενέργειας το αποθηκευμένο γλυκογόνο στο ήπαρ και στους μυς. Ακολούθως, μετά την εξάντληση των αποθηκών του γλυκογόνου, χρησιμοποιούνται τα αμινοξέα των μυών. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, μετά πάροδο δέκα ημερών περίπου από την έναρξη της απεργίας πείνας, να παρατηρείται σημαντική μείωση της μυικής μάζας, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και το μυοκάρδιο.
Κατά το εν λόγω διάστημα εμφανίζονται ορισμένα υπογλυκαιμικά συμπτώματα και κλινικά «σημεία», όπως: εφιδρώσεις, ψυχρό δέρμα, υπνηλία, κόπωση, ζάλη, αδυναμία, ωχρότητα και ευερεθιστότητα. Επιπλέον, δυνατόν να εκδηλωθούν: διπλωπία και αλλαγές προσωπικότητας, που επίσης αποτελούν «σημεία» υπογλυκαιμίας. Βραδυκαρδία και πτώση της αρτηριακής πίεσης παρατηρούνται σχεδόν σε όλους τους ασθενείς από το πρώτο δεκαήμερο. Αρκετά νωρίς επίσης, μπορεί τα άτομα να εμφανίσουν κοιλιακά άλγη και γαστρεντερικές διαταραχές, με προεξάρχουσα τη δυσκοιλιότητα. Ακόμη, εμφανίζονται ηλεκτρολυτικές διαταραχές με ποικίλους μηχανισμούς.
Ορθοστατική υπόταση παρατηρείται σχεδόν σε όλους απεργούς πείνας μετά τις δύο πρώτες εβδομάδες. Σε ορισμένες σοβαρές περιπτώσεις, η έλλειψη συνεργασίας, η αποπληξία, ακόμη και το (υπογλυκαιμικό) κώμα, είναι πιθανά. Οι εν λόγω επιπλοκές δυνατόν να οδηγήσουν σε μόνιμες βλάβες του εγκεφάλου, οι οποίες τελικά μπορεί να οδηγήσουν στον θάνατο.
Ήδη, από τη 10η ημέρα της έναρξης της απεργίας πείνας, το ήπαρ αρχίζει να διασπά το λίπος για την παραγωγή ενέργειας. Κατά τη διάσπαση του λίπους, παράγονται τα κετονικά σώματα, τα οποία αποτελούν τοξικά υποπροϊόντα, που αποβάλλονται διά των ούρων και εν μέρει διά των πνευμόνων με την εκπνοή, υπό τη μορφή μιας συγκεκριμένης ποικιλίας αυτών, της ακετόνης. Η ακετόνη καθιστά την αναπνοή του απεργού πείνας να μυρίζει άσχημα. Η μεγάλη συσσώρευση κετονικών σωμάτων στο αίμα του ατόμου προκαλεί την κετοξέωση, που θεωρείται δυνητικά θανατηφόρα κατάσταση.
Η κατάσταση του απεργού πείνας θεωρείται κρίσιμη μετά την 20ή ημέρα, όταν το άτομο έχει χάσει πάνω από το 10% του σωματικού του βάρους. Στην εν λόγω φάση, όσοι μύες έχουν απομείνει, «προστατεύονται», ενώ συνεχίζεται η χρησιμοποίηση των αποθηκών του λιπώδους ιστού του οργανισμού για την παραγωγή ενέργειας. Όταν εξαντληθούν οι αποθήκες του λίπους, ακολουθεί καταστροφικός καταβολισμός πρωτεϊνών από τους υπολειπόμενους μυς, μηδέ του καρδιακού μυός εξαιρουμένου, που έχει ως αποτέλεσμα τη σοβαρή επιδείνωση των καρδιακών αρρυθμιών. Ο απεργός πείνας χάνει σταδιακά το αίσθημα της πείνας και το αίσθημα της δίψας, με αποτέλεσμα, αν δεν υπάρξει η κατάλληλη ιατρική βοήθεια και καθοδήγηση, να προκύψει σοβαρή αφυδάτωση.
Στο πλαίσιο της αντιρρόπησης της πείνας, εγκαθίσταται υπολειτουργία του θυρεοειδή αδένα. Αυτό, έχει ως τελική συνέπεια τη δραματική επιδείνωση του αισθήματος της εύκολης κόπωσης, των λιποθυμικών τάσεων, της ζάλης, της υποθερμίας και της δυσανεξίας στο ψύχος, ενώ ταυτόχρονα παρατηρείται αδυναμία έγερσης του απεργού από το κρεβάτι, καθώς και μείωση ή απώλεια της πνευματικής του διαύγειας.
Η έλλειψη βιταμινών (π.χ. Θειαμίνη ή βιταμίνη Β1), λόγω της ασιτίας, σε συνδυασμό με άλλους μηχανισμούς (π.χ. επαναλαμβανόμενες υπογλυκαιμικές κρίσεις), μπορεί να έχει μοιραίες συνέπειες για το κεντρικό νευρικό σύστημα (εγκατάσταση μη αναστρέψιμης εγκεφαλοπάθειας). Επιπλέον, δυνατόν να εκδηλωθούν: μη αναστρέψιμη πολυνευροπάθεια, κατάθλιψη, συναισθηματική αστάθεια, καθώς και μία κατάσταση που μοιάζει με το σύνδρομο του μετατραυματικού «stress».
Στα τελικά στάδια της ασιτίας, η έλλειψη βιταμινών συνήθως οδηγεί σε μία σειρά επιπλοκών, όπως π.χ. είναι η αιμορραγική διάθεση και η τύφλωση. Τέλος, επηρεάζεται καθοριστικά το ανοσοποιητικό σύστημα και μειώνεται δραματικά η άμυνα του οργανισμού, με αποτέλεσμα το άτομο να είναι εξαιρετικά ευάλωτο στις λοιμώξεις, λόγω της εγκατασταθείσας ανοσολογικής ανεπάρκειας.
- Πόσο μπορεί να αντέξει ένας άνθρωπος χωρίς τροφή; Η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχει προαποφασισμένο ασφαλές όριο επιβίωσης για όλους τους ανθρώπους. Ο χρόνος, από την έναρξη της απεργίας πείνας μέχρι την έλευση του θανάτου, ποικίλλει στον κάθε άνθρωπο και εξαρτάται, τόσο από τη γενική του κατάσταση, τα αποθέματα λίπους και τις εξωτερικές συνθήκες (π.χ. ψύχος) όσο και από τον βαθμό της ιατρικής βοήθειας που δέχεται. Σε κάθε περίπτωση, η επικινδυνότητα της παρατεταμένης ασιτίας των απεργών πείνας, για την υγεία και την ίδια τους τη ζωή, μπορεί να διαφέρει πάρα πολύ σε χρονική διάρκεια από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Ο Δρ. Αργύρης Β. Ντόβας είναι τ. διευθυντής Β’ Παθολογικής Κλινικής Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας, και Παθολογικής Κλινικής ΕΣΥ Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Λάρισας