Από τον δρ. Αργύρη Ντόβα
Το κακόηθες μελάνωμα (ΚΜ) είναι ένας κακοήθης όγκος (καρκίνος) του δέρματος, που προέρχεται από τα μελανοκύτταρα, τα κύτταρα δηλαδή, που παράγουν τη χρωστική του δέρματος μελανίνη.
Σε αντίθεση με τα καρκινώματα του δέρματος, που προέρχονται από τα κερατινοκύτταρα με βραδεία τάση ανάπτυξης και καλή πρόγνωση, το μελάνωμα έχει επιθετική βιολογική συμπεριφορά, η οποία μπορεί να αποβεί μοιραία για τη ζωή του πάσχοντα, αν η διάγνωση δεν γίνει έγκαιρα.
Το μελάνωμα είναι ένας πολύ επιθετικός καρκίνος γιατί δίνει εύκολα μεταστάσεις σε άλλα όργανα του σώματος, κυρίως μέσω του λεμφικού συστήματος, αλλά και μέσω του αίματος (αιματογενής διασπορά). Τα καρκινικά κύτταρα αποσπώνται από τον πρωτοπαθή όγκο και δια μέσου της λέμφου ή της αιματικής κυκλοφορίας φτάνουν στους λεμφαδένες (ομάδες λεμφαδένων υπάρχουν στις μασχάλες, στον λαιμό, στις βουβωνικές χώρες και στην κοιλιά) ή και σε άλλα όργανα του σώματος.
Επιδημιολογικά στοιχεία: Τις τελευταίες δεκαετίες, σημειώνεται ετήσια αύξηση της τάξεως του 3% έως 7% στη συχνότητα διάγνωσης νέων περιπτώσεων μελανώματος. Μόνο στην Ευρώπη καταγράφονται ετησίως 60.000 νέες περιπτώσεις της νόσου και περίπου 14.000 θάνατοι, ενώ σε παγκόσμιο επίπεδο καταγράφονται περισσότερες από 130.000 νέες περιπτώσεις ετησίως και, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, οι θάνατοι ξεπερνούν τις 40.000. Στην Ελλάδα, εκτιμάται ότι κάθε χρόνο οι νέες περιπτώσεις μελανώματος ξεπερνούν τις πεντακόσιες και υπολογίζεται ότι στις 100.000 πληθυσμού, 2.8 άνδρες και 3.9 γυναίκες εμφανίζουν μελάνωμα.
Αιτιολογία: Τα αίτια για τη συνεχή αύξηση των κρουσμάτων, κυρίως στον Δυτικό Κόσμο, εντοπίζονται στις περιβαλλοντικές αλλαγές και στην αλόγιστη έκθεση στον ήλιο.
Είναι γνωστό, ότι η υπεριώδης ακτινοβολία είναι ένας παράγοντας κινδύνου, που αυξάνει την πιθανότητα προσβολής του ανθρώπου από μελάνωμα. Ο κίνδυνος για την ανάπτυξη μελανώματος αυξάνεται σημαντικά αν συντρέχουν κάποιες από τις παρακάτω προϋποθέσεις: 1) Ανοιχτό χρώμα δέρματος, ιδιαίτερα αν συνυπάρχει με γαλανά μάτια και ξανθά μαλλιά. 2) Ύπαρξη ατομικού ή οικογενειακού ιστορικού ΚΜ (σε ένα ποσοστό 10 % περίπου υπάρχει κληρονομικότητα). 3) Μεγάλος αριθμός σπίλων στο δέρμα και ιδιαίτερα κάποιων ξεχωριστών σπίλων (δυσπλαστικών ή άτυπων σπίλων). 4) Παρατεταμένη και αλόγιστη έκθεση στον ήλιο και κυρίως συχνή εμφάνιση πολλών ηλιακών εγκαυμάτων. 5) Εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα, λόγω: άλλων κακοήθων ασθενειών, ανοσοκαταλταλτικών φαρμάκων (π.χ. μεταμοσχευμένοι ασθενείς) ή άλλων καταστάσεων (π.χ. λοίμωξη HIV/AIDS).
Ένδειξη ανάπτυξης μελανώματος: Συχνά, η πρώτη ένδειξη ανάπτυξης μελανώματος είναι η αλλαγή: στο μέγεθος, στο σχήμα ή στο χρώμα ενός σπίλου (ελιάς). Φυσιολογικά, ένας σπίλος είναι ένα σημάδι στο δέρμα, χρώματος καφέ, σκούρου ή μαύρου. Το σημάδι αυτό μπορεί να είναι επίπεδο ή επηρμένο, σχήματος στρογγυλού ή «οβάλ». Οι σπίλοι συνήθως είναι μικροί, διαμέτρου < 0.5 εκατοστών.
Διάγνωση του μελανώματος: Η έγκαιρη διάγνωση του μελανώματος είναι πρωταρχικής σημασίας. Η βιοψία είναι αυτή που θα θέσει την οριστική διάγνωση. Ο όγκος αφαιρείται χειρουργικά, μαζί με ένα μέρος υγιούς δέρματος πέριξ αυτού. Στη συνέχεια ακολουθεί η ιστολογική εξέταση του όγκου από παθολογοανατόμο.
Το επόμενο βήμα είναι ο καθορισμός της έκτασης ή του σταδίου του όγκου, με τη μέτρηση του πάχους και του βάθους του στο δέρμα, καθώς και η διερεύνηση για το ενδεχόμενο τυχόν μεταστάσεων στους παρακείμενους λεμφαδένες ή σε άλλα όργανα του σώματος. Μετά τη σταδιοποίηση της νόσου, ακολουθεί ο σχεδιασμός της θεραπευτικής αντιμετώπισης, λαμβανομένης πάντα υπόψη και της ηλικίας και της γενικής κατάστασης του ασθενούς.
Αντιμετώπιση: Ποιο είναι το μέλλον για κάποιον που πάσχει από κακόηθες μελάνωμα; Καταρχήν, υπάρχει μεγάλη και δικαιολογημένη ανησυχία στους πάσχοντες για το ενδεχόμενο κακής εξέλιξης. Παρ’ όλα αυτά, όταν το ΚΜ είναι λεπτό (δεν έχει βάθος μέσα στο δέρμα) και βρίσκεται στην αρχή του, η χειρουργική αφαίρεση φέρνει τις περισσότερες φορές την πλήρη ίαση.
Γι’ αυτό, γίνεται σαφές ότι, όσο πιο πρώιμη είναι η διάγνωση τόσο καλύτερα είναι τα αποτελέσματα. Ως εκ τούτου, η πρώιμη διάγνωση αποτελεί το καλύτερο όπλο στην αντιμετώπιση του ΚΜ.
Μία σημαντική πρόοδος στην αντιμετώπιση της νόσου είναι ο έλεγχος του λεμφαδένα «φρουρού», δηλαδή του λεμφαδένα στον οποίο καταλήγουν τα λεμφαγγεία της περιοχής του μελανώματος. Ο έλεγχος του λεμφαδένα «φρουρού» γίνεται με απλό τρόπο και καθορίζει στη συνέχεια τη μορφή της πρόσθετης θεραπείας, μετά τη χειρουργική εκτομή του όγκου.
Στο σύγχρονο οπλοστάσιο για την αντιμετώπιση του ΚΜ, ιδιαίτερα των πιο προχωρημένων μορφών του, έχουν προστεθεί αρκετά φάρμακα και θεραπευτικές μέθοδοι (ανοσοθεραπεία, χημειοθεραπεία).
Η ανοσοθεραπεία, δηλαδή η θεραπεία με φάρμακα, που δρουν στο ανοσοποιητικό σύστημα του ασθενούς, έχει χρησιμοποιηθεί με σχετική επιτυχία. Η πιο συνηθισμένη μορφή ανοσοθεραπείας είναι οι ενέσεις interferon (INF) alpha 2b. Η εν λόγω θεραπεία, βάσει μελετών, έχει θετική ανταπόκριση στο 10 - 16 % των ασθενών με προχωρημένο ΚΜ, ενώ σε ένα ποσοστό 60 % συντελεί σε σημαντική επιμήκυνση της επιβίωσης.
Σε ερευνητικό στάδιο βρίσκεται η στοχευμένη ανοσοθεραπεία για την αντιμετώπιση προχωρημένων μορφών ΚΜ, με κύριους εκπροσώπους τις ουσίες ipilimumab και imatinib, η οποία έχει εκπέμψει αισιόδοξα μηνύματα.
Μία άλλη μορφή ανοσοθεραπείας είναι τα εμβόλια, καθώς επίσης και η πολύ σύγχρονη γονιδιακή θεραπεία. που όμως βρίσκονται ακόμη στο στάδιο της έρευνας,
Προληπτικά μέτρα: α) Αποφυγή υπερβολικής έκθεσης στον ήλιο. β) Το καλοκαίρι, αποφυγή έκθεσης στον ήλιο από τις 11 μέχρι τις 16.00. γ) Αποφυγή υπερβολικής έκθεσης στον ήλιο βρεφών και παιδιών ηλικίας μέχρι 3 ετών. δ) Χρήση αντηλιακών υψηλής προστασίας, ανάλογα με την εποχή και το είδος του δέρματος.
* Ο Δρ. Αργύρης Β. Ντόβας είναι τ. Διευθυντής Β΄ Παθολογικής Κλινικής Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας και Παθολογικής Κλινικής ΕΣΥ Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Λάρισας.