Του Νίκου Ι. Μεγαδούκα
Οι εξελίξεις του τελευταίου διαστήματος, ειδικά μετά το «μαύρο» στην ΕΡΤ, το συνεπακόλουθο κυβερνητικό κλονισμό και την αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ από το τρικομματικό μνημονιακό σχήμα, πάνω δε απ’ όλα το θόλωμα του περιβόητου (και ανύπαρκτου) success story (στο οποίο παρά ταύτα επιμένει η κυβέρνηση) είναι βέβαιο ότι χάλασαν την επικοινωνιακή φιέστα που προετοίμαζε το γαλάζιο προπαγανδιστικό επιτελείο, προκειμένου το 9ο Συνέδριο της ΝΔ να δώσει την εντύπωση ενός νέου ξεκινήματος για τη συντηρητική παράταξη, άρα δε και για τη χώρα.
Παρά το γεγονός ότι τίποτε, στο οικονομικό και το κοινωνικό πεδίο, δεν εξελίσσεται σύμφωνα με τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς, οι δε πιέσεις και οι εκβιασμοί των δανειστών συνεχίζονται (και αυτό προκαλεί ανησυχία για τη βιωσιμότητα του σημερινού δικομματικού σχήματος ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, ανησυχία που ενισχύεται από τις αντιδράσεις των εργαζομένων στο κύμα μαζικών απολύσεων που επίκεινται) εντούτοις ο Αντώνης Σαμαράς έδωσε ένα σαφές πολιτικό και ιδεολογικό στίγμα για το πώς προσεγγίζει το «αύριο» της χώρας και της παρατάξεως της οποίας ηγείται, ένα στίγμα το οποίο φραστικά «αναφέρεται» σε μια «Νέα Ελλάδα» και σε ένα φιλοευρωπαϊκό κεντροδεξιό πολιτικό σχήμα, αλλά αποκρύπτει ότι ουσιαστικά σημαίνει επάνοδο της ΝΔ (σε επίπεδο πολιτικής και ιδεολογίας) στις ρίζες της σκληρής μετεμφυλιακής αυταρχικής Δεξιάς.
Ο δε σημερινός πρωθυπουργός ίσως να προσδοκά για τον εαυτό του να διαδραματίσει το ρόλο ενός νέου (στρατάρχη) Παπάγου της δεκαετίας του ’50 (άλλωστε, εκεί έχουν γυρίσει τη χώρα τα Μνημόνια) έναν ρόλο τον οποίο θέλουν να του προσδώσουν τα στελέχη του σκληρού περί αυτόν κλειστού κυκλώματος εξουσίας, με το οποίο κυβερνά τον τόπο (ερήμην ακόμη και των εταίρων του - προ ολίγου καιρού της ΔΗΜΑΡ και του ΠΑΣΟΚ και σήμερα του ΠΑΣΟΚ του Ευ. Βενιζέλου).
Τα δύο αυτά στοιχεία που εμπεριέχουν περαιτέρω κλιμάκωση του αυταρχισμού και (ακρο)δεξιά προσέγγιση των πραγμάτων, γίνονται ανεκτά και ουσιαστικά στηρίζονται (για εμφανείς προσωπικούς και πρωτίστως υπαρξιακούς λόγους) από τον σημερινό αρχηγό του ευρισκομένου εν διαλύσει ΠΑΣΟΚ, αλλά τα οποία δεν μπόρεσε πλέον ανεχτεί (και κατ’ επέκταση να στηρίξει) ο αρχηγός της ΔΗΜΑΡ Φώτης Κουβέλης, ο οποίος, με πρόσχημα τη -σύμφωνα με τον Προκόπη Παυλόπουλο- «θεσμική ανωμαλία» με την ΕΡΤ, επέλεξε να αποχωρήσει από την τρικομματική κυβέρνηση, αν κι αυτή η αποχώρηση δεν σημαίνει ότι αθωώνεται για τη μέχρι πρότινος ανεκτική και υποστηρικτική του στάση απέναντι στην αυταρχική και τη μνημονιακή κατολίσθηση της χώρας και της κοινωνίας.
Αυτός δε ο αυταρχισμός, η (ακρο)δεξιά προσέγγιση (με ταυτόχρονη αντιαριστερή επίθεση) καθώς και η μνημονιακή κατολίσθηση (που στηρίζονται από τα κυρίαρχα ΜΜΕ – για εμφανείς λόγους που αφορούν στους ιδιοκτήτες και στα συμφέροντά τους) επιβεβαιώθηκαν σε όλες τους τις διαστάσεις, τόσο στο Συνέδριο της ΝΔ (και στα όσα επακολούθησαν) όσο και στις τελευταίες «διαπραγματεύσεις» με την Τρόικα, η οποία επέβαλε και πάλι τις απαιτήσεις της στους κυβερνώντες, απαιτήσεις που σημαίνουν επίταση της βαρβαρότητας στην κοινωνία και τους πολίτες, με νέα βάρη και νέες απολύσεις.
Ο πρωθυπουργός με τα πολιτικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά των παρεμβάσεών του στο εν λόγω Συνέδριο, επιβεβαίωσε ότι επιδιώκει να επαναφέρει στη δεξιά κοίτη τους συντηρητικούς πολίτες που επέλεξαν να ενισχύσουν (και συνεχίσουν να το πράττουν) τη ναζιστική «Χρυσή Αυγή» και τους δεξιούς «Ανεξάρτητους Έλληνες» και φυσικά να ωραιοποιήσει τη σκληρή μνημονιακή πραγματικότητα, από δε το δίλημμα «Μνημόνιο ή Αντιμνημόνιο» να αναδείξει ένα άλλο, παλαιάς κοπής, δηλαδή το «Δεξιά ή Αριστερά».
Και αυτό το επιχειρεί με την εμμονή του στο ανύπαρκτο success story, το οποίο παρουσιάζει μια εικονική πραγματικότητα και με κινδυνολογικό τρόπο εμφανίζει τα Μνημόνια ως μονόδρομο για τη «σωτηρία της πατρίδας», «σωτηρία» για την οποία (υποτίθεται ότι) μοχθεί η δικομματική κυβέρνηση, ένας μονόδρομος στον οποίο (υποτίθεται ότι) δεν υπάρχει εναλλακτική πρόταση (αν και σ’ αυτό βοηθά η ασάφεια των θέσεων της μείζονος αντιπολιτεύσεως) και σε τελευταία ανάλυση ότι δεν υπάρχει δίλημμα «Μνημόνιο ή Αντιμνημόνιο».
Και επίσης το επιχειρεί όταν, εκτός από τον αυταρχισμό που επιδεικνύεται σε βάρος της κοινωνίας και των αγώνων της, ο Α. Σαμαράς προσπαθεί «να φορτώσει» όλα τα δεινά της χώρας στην Αριστερά και στις λαϊκές κινητοποιήσεις και φυσικά να αθωώσει (στο μέτρο που αυτό μπορεί να γίνει πιστευτό) τα δύο σήμερα συγκυβερνώντα κόμματα για τις εγκληματικές ευθύνες που έχουν, καθώς είναι αυτά που «έστησαν» το μεταπολιτευτικό ελληνικό πελατειακό κράτος.
«ΜΝΗΜΟΝΙΟ- ΑΝΤΙΜΝΗΜΟΝΙΟ»
Ειδικότερα, ο πρωθυπουργός μιλώντας στο Συνέδριο της ΝΔ προσπάθησε να παρακάμψει τα Μνημόνια, λέγοντας ότι «η αντίθεση μνημόνιο - αντιμνημόνιο ξεπεράστηκε οριστικά».
Πώς ξεπεράστηκε;
Σύμφωνα με τον Αντώνη Σαμαρά, με την προσπάθεια να βγούμε από τα Μνημόνια, «να πιάσουμε επιτέλους πρωτογενή πλεονάσματα» και αυτό είναι το πρώτο στάδιο για τη «Νέα Ελλάδα», ένα στάδιο το οποίο, όμως, αντιμετωπίζει τους πολίτες ως αυγά για ομελέτα, τα οποία η σημερινή κυβέρνηση έσπασε προκειμένου να προχωρήσει αυτό που αποκαλεί μεταρρυθμίσεις.
«Ωστόσο, πλανάται πλάνην οικτρά. Προφανώς θέλει να ξεχάσει τις (μόλις πριν από έναν χρόνο) προεκλογικές υποσχέσεις του ότι η «αναδιαπραγμάτευση των όρων του Μνημονίου είναι ζήτημα εθνικής επιβίωσης για τη χώρα». Αλλά, η Ελλάδα βρίσκεται σε πόλεμο και η κοινωνία στην κόλαση. Η χώρα παραμένει πλήρως εξαρτημένη από τις αποφάσεις της Τρόικας και τις δόσεις των Μνημονίων για να καλυφθούν οι «μαύρες» τρύπες. Το λεκτικό πυροτέχνημα της «νέας Ελλάδας» απλώς μου θυμίζει τη γνωστή ρήση του Σαρτρ, «η Κόλαση είναι οι άλλοι», έγραψε η Ζέζα Ζήκου στην φιλοκυβερνητική «Καθημερινή».
Η αρθρογράφος πρόσθεσε ότι «η χρεοκοπημένη Ελλάς, με χαίνουσες πληγές από την πτώχευση του Δημοσίου και την κοινωνική απελπισία, κλυδωνίζεται επώδυνα μέσα σε περιβάλλον που διαμορφώνει μείζονες γεωπολιτικές ανακατατάξεις. Κακά τα ψέματα, το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό οικοδόμημα έχει εισαχθεί και παραμένει σε τροχιά κατάρρευσης. Προφανώς και βιώνουμε μία κρίση μετάβασης σε μια κοινωνία διαφορετική, σε μια άλλη διάταξη των παγκόσμιων δυνάμεων και σχέσεων. Ούτε καν το μέλλον της Ελλάδας ως ευρωπαϊκής επαρχίας είναι εξασφαλισμένο. Όμως, η χώρα σαστισμένη συμπαρίσταται στην καταστροφή της, που οικοδομείται με βαρύγδουπα λόγια. Συμπαρίσταται στην αυτοκαταστροφή της, με το ακόμα πιο ωραίο όνομα της «σύνεσης» της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, που «ήρθε επιτέλους σε αυτόν τον τόπο». Δηλαδή, στην ύφεση, την ανεργία και τη φτώχεια».
ΕΠΙΤΑΣΗ ΤΟΥ ΑΥΤΑΡΧΙΣΜΟΥ
Κι επειδή, βεβαίως, το success story δεν πείθει κι επειδή ένα «ατύχημα» μπορεί να ευρίσκεται ακόμη και ante portas, εξαιτίας του πογκρόμ των απολύσεων, που προωθεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης, είναι βέβαιο ότι ο κυβερνητικός αυταρχισμός θα επιταθεί.
Ο Φώτης Κουβέλης, παρά τις ευθύνες που έχει για τον αυταρχισμό που ήδη βιώνει ο τόπος, επισήμανε ευθέως αυτήν την (ακρο)δεξιά διολίσθηση της χώρας, όταν δήλωνε προ ημερών (στην εκπομπή «Νέοι Φάκελοι») ότι οι περισσότερες πράξεις νομοθετικού περιεχομένου δεν θα έπρεπε να είχαν περάσει (υπονοώντας αντισυνταγματικότητα) άφησε δε να εννοηθεί ότι η ΝΔ δεν λειτουργεί ως δημοκρατικό κόμμα.
«Γύρω από τον πρωθυπουργό υπάρχει μια ομάδα ανθρώπων η οποία αποφασίζει και υποβάλλει απόψεις», δήλωσε και αναρωτήθηκε σκωπτικά αν το κλείσιμο της ΕΡΤ είχε την έγκριση οποιουδήποτε θεσμικού οργάνου της ΝΔ, πριν εξαγγελθεί από το Μέγαρο Μαξίμου. Στον ίδιο δε κύκλο ανθρώπων απέδωσε και την ιδέα η χώρα να οδηγηθεί σε διπλές εκλογές, με στόχο η ΝΔ να εκβιάσει την αυτοδυναμία.
Από τις στήλες της «Ε» έχουμε κατ’ επανάληψη επισημάνει τις αυταρχικές μεθοδεύσεις της κυβερνήσεως, το γεγονός ότι η χώρα κυβερνάται ερήμην του Κοινοβουλίου, στο οποίο σπανίως εμφανίζεται ο πρωθυπουργός (ο οποίος επί της ουσίας δεν αναγνωρίζει ούτε καν το θεσμικό ρόλο του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως, με τον οποίον δεν έχει διαύλους επικοινωνίας) και την απουσία συγκλήσεως των κυβερνητικών οργάνων.
Κι ακόμη έχουμε επισημάνει τη συνεχή επίδειξη δυνάμεως με το δόγμα «νόμος και τάξη», το γεγονός ότι δεν πέρασε το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, ότι καταργήθηκε ο νόμος Ραγκούση για την ιθαγένεια (παρά ταύτα, όμως, ο κ. Σαμαράς εμφανίσθηκε δίπλα στον αθλητή από τη Νιγηρία που θα αγωνιστεί στο NBA, παρακάμπτοντας το γεγονός ότι πήρε την ελληνική ιθαγένεια γιατί ήταν ο συγκεκριμένος αθλητής, όπως σημείωσε και ο Φώτης Κουβέλης) φυσικά δε και το «μαύρο» στην ΕΡΤ, το οποίο διέσυρε τη χώρα.
ΕΘΝΙΚΟΠΑΤΡΙΩΤΙΚΗ ΡΗΤΟΡΕΙΑ
Εξάλλου, στη λογική της δεξιάς στροφής και του ανοίγματος προς τους πολίτες που επιλέγουν τη ναζιστική «Χρυσή Αυγή» και τους «Ανεξάρτητους Έλληνες» και στο πλαίσιο της «μάχης των ιδεών» έναντι της Αριστεράς, εντάσσονται και οι εθνικοπατριωτικές κορώνες του Αντώνη Σαμαρά, στο Συνέδριο της ΝΔ.
Ο πρωθυπουργός μίλησε για τα οράματά του για τη «Νέα Ελλάδα το 2021, στην επέτειο των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση», δίχως φυσικά αναφορές στα Μνημόνια. Ωστόσο, η επέτειος της εθνεγερσίας που επικαλέστηκε ο κ. Σαμαράς - μαζί με τη σημαία και τις συνεχείς αναφορές στην Πατρίδα - συμπίπτει με την ολοκλήρωση των χρονοδιαγραμμάτων των Μνημονίων, εάν φυσικά δεν χρειαστούν και άλλα για να διορθωθούν οι αστοχίες των προηγούμενων.
«Τη βλέπετε τη σημαία μας; Αυτή την ενότητα η σημαία μας συμβολίζει. Δεν είναι ένα... πανί, όπως είπαν κάποτε κάποιοι ανόητοι. Είναι ένα σύμβολο ιερό. Σύμβολο αγώνων ελευθερίας. Σύμβολο πατρίδας. Αλλά είναι και σύμβολο ενότητας αυτής της πατρίδας», τόνισε ο πρωθυπουργός, ο οποίος, όμως, παρά τη ρητορεία του περί ενότητας, έσπευσε να χωρίσει τους Έλληνες.
Απηύθυνε προσκλητήριο για την ενότητα της Κεντροδεξιάς, αλλά κι άλλο ένα πιο ευρύ για την«Νέα Ελλάδα», αλλά από αυτό το προσκλητήριο, είχε προηγουμένως εξαιρέσει την Αριστερά και τις κοινωνικές ομάδες που έχουν πληγεί και εξακολουθούν να πλήττονται από την πολιτική του, καθώς όσοι επικρίνουν την κυβέρνηση εκπροσωπούν «τους χειρότερους εφιάλτες τού χθες, δεν έχουν απόψεις και έχουν μόνον εμμονές».
«Και βέβαια, όπως κάθε μεγάλος αγώνας, ο αγώνας αυτός (για τη «Νέα Ελλάδα») έχει και αντιπάλους. Κι οι αντίπαλοί μας είναι τριών ειδών: Πρώτον, όσοι είναι κολλημένοι στα ιδεολογήματα του χθες. Δεύτερον, όσοι θέλουν να προστατέψουν εκείνα ακριβώς που εμείς θέλουμε να αλλάξουμε. Και τρίτον, οι αθεράπευτα λαϊκιστές: όσοι, δηλαδή, κερδοσκοπούν πάνω στις δοκιμασίες του λαού μας, όσοι βάζουν στοίχημα για την αποτυχία της χώρας μας, όσοι κηρύσσουν το μίσος, την ώρα που απαιτείται ενότητα. Αυτοί είναι οι αντίπαλοί μας. Οι κάθε είδους ακραίοι. Οι φανατικοί τού χθες. Αλλά εμείς παλεύουμε για το αύριο», σημείωσε, με σαφή τον υπαινιγμό για την αξιωματική αντιπολίτευση.
ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΕΞΙΑ ΔΙΟΛΙΣΘΗΣΗ
Υπό το πρίσμα αυτό, δεν ήταν τυχαίο ότι πριν το Συνέδριο ο εξ απορρήτων του πρωθυπουργού κ. Τάκης Μπαλτάκος και μετά από αυτό ο κ. Βύρων Πολύδωρας έπαιξαν το χαρτί της συνεργασίας ακόμη και με τη ναζιστική «Χρυσή Αυγή» (αν κι ο ίδιος ο πρωθυπουργός «στοχεύει» στους συντηρητικούς ψηφοφόρους που επιλέγουν το κόμμα του Νίκου Μιχαλολιάκου και του Πάνου Καμμένου) ο δε Μάκης Βορίδης έπαιξε το χαρτί του αντιπαπανδρεϊσμού, το οποίο, αν και εμμέσως αποδοκιμάστηκε, είναι συμβατό με την αντιαριστερή τακτική και ρητορική του Αντώνη Σαμαρά.
Ο κ. Τάκης Μπαλτάκος, σύμφωνα με σχετικό δημοσίευμα που δεν διαψεύσθηκε, σε συζητήσεις που είχε με δημοσιογράφους φέρεται να είπε ότι «είναι απευκταίο, αλλά όχι απίθανο ενδεχόμενο» η ΝΔ να υποχρεωθεί να κυβερνήσει μετά τις επόμενες εκλογές με τη συνεργασία της «Χρυσής Αυγής».
Ο δε πρώην πρόεδρος της Βουλής Βύρων Πολύδωρας ζήτησε ούτε λίγο ούτε πολύ τη συνεργασία της ΝΔ με τη «Χρυσή Αυγή»:
«Βεβαίως. Μας έπιασε η ευαισθησία για τη «Χρυσή Αυγή» η οποία είναι ψηφισμένη από 600 χιλιάδες κόσμο, θα ψηφιστεί από 1 εκατ. και εμείς θα κάνουμε αναμνήσεις του Συντάγματος της Βαϊμάρης».
Κάλεσε μάλιστα όσους αντιτίθενται στη συνεργασία να προσφύγουν στον Άρειο Πάγο, προκειμένου να τη θέσουν εκτός νόμου, «όπως είπε ο κ. Βενιζέλος», για να λάβει μια επικριτική, αλλά μάλλον χλιαρή απάντηση από την εκπρόσωπο της ΝΔ πως «είναι αυτονόητο ότι η ΝΔ δεν θα μπορούσε ποτέ να συνεργαστεί με τους νεοναζί».
Ωστόσο, η δήλωση της κ. Ασημακοπούλου, έχει την ίδια αξία που είχε κι η προεκλογική δήλωση του Αντώνη Σαμαρά ότι δεν πρόκειται να συνεργαστεί με το ΠΑΣΟΚ, ενώ Ευρωπαίος παράγων σε συνομιλία με την «Ε» τόνιζε πως θα είναι πάρα πολύ δύσκολο να αποδεχθούν οι εταίροι στην ΕΕ μία κυβερνητική συνεργασία στην Ελλάδα με τους νεοναζί.