Του Κώστα Γιαννούλα
Το μάτιασμα ή βασκανία, το να προκαλεί δηλαδή κάποιος κακό σε κάποιον άλλο με το κοίταγμα και μόνο, ούτε αποτελεί ελάττωμα όλων των ανθρώπων ούτε ματιάζονται οι πάντες. Ματιάζουν, κατά κανόνα, οι κακόβουλοι και ζηλόφθονοι και υφίστανται τις συνέπειες του ματιάσματος, όσοι ξεχωρίζουν και είναι λαχταριστοί για τα χαρίσματα και τα προσόντα τους, χωρίς να εξαιρούνται τα ζώα.
Το κακό, που προκαλείται, συνίσταται στο ότι στα καλά καθούμενα ο ματιασμένος νιώθει κατά περίπτωση αδιαθεσία, έντονους πονοκεφάλους, σκοτοδίνη και τάση για εμετό, ακόμη και μυική παράλυση, για όσο χρόνο τελεί υπό την επήρεια του κακού ματιού και πάντα ανάλογα με τον βαθμό του ματιάσματος.
Ως προληπτικό μέτρο προστασίας βρεφών και νηπίων εφαρμόζεται, συνήθως, η αποφυγή ανθρώπων, γνωστών για την κακότητα και ζηλοφθονία τους. Επειδή, όμως, κάτι τέτοιο δεν είναι δεοντολογικά σωστό και ούτε πάντα μπορετό, συνηθίζεται το κρέμασμα ενός τεχνητού ματιού είτε στο κρεβατάκι είτε στο στήθος του παιδιού. Αλλά και το φυλακτό στο στήθος ή το τριπλό φτύσιμο θεωρείται ότι μπορεί ν’ αποτελέσουν ασπίδα προστασίας και να αποτρέψουν το κακό, ενώ παλιότερα υπήρχε η δοξασία ότι κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί είτε φορώντας ένα εσώρουχο ανάποδα είτε κουβαλώντας πάνω τους μια σκελίδα σκόρδο.
Αν, ωστόσο, παρά τις προφυλάξεις το κακό συμβεί, τότε ή πρέπει να βρεθεί ο βάσκανος, να φτύσει τρεις φορές το θύμα του και να το λυτρώσει απ’ τις συνέπειες του ματιάσματος ή να εφαρμοστούν άλλοι τρόποι θεραπείας.
Οι χριστιανοί π.χ. προσφεύγουμε στον ιερέα της ενορίας μας, για να μας διαβάσει την ευχή κατά της βασκανίας, για να δούμε ανακούφιση.
Παλιότερα, μπορούσε να προσφύγει κανείς σε γιαγιάδες, οι οποίες ακολουθούσαν το παρακάτω τελετουργικό. Σταύρωναν καταρχήν τρεις φορές τον παθόντα. Έπαιρναν, κατόπιν, ένα ποτήρι με νερό ως τη μέση του και το σταύρωναν κι αυτό τρεις φορές. Στη συνέχεια, έπαιρναν από το αναμμένο τζάκι τρία κάρβουνα και τα έριχναν στο ποτήρι. Αν τα κάρβουνα επέπλεαν, καταλάβαιναν ότι ο παθών δεν έπασχε από μάτι αλλά από άλλο αίτιο. Αν, όμως, τα κάρβουνα βούλιαζαν στον πάτο του ποτηριού, καταλάβαιναν ότι επρόκειτο για μάτι, έδιναν στον παθόντα να πιει τρεις φορές από το νερό του ποτηριού και τότε αυτός ανακουφίζονταν. Σημειώνουμε, ότι οι συγκεκριμένες γιαγιάδες κατά τη διάρκεια της διαδικασίας κάτι ψιθύριζαν χαμηλοφώνως, δεν αποκάλυπταν, όμως, τα λόγια, γιατί πίστευαν ότι τότε θα έχαναν την ικανότητα του ξεματιάσματος, την οποία κληρονομούσαν από κάποια άλλη γιαγιά.
Κάτι ανάλογο έκαναν άλλες γιαγιάδες, όχι όμως με κάρβουνα αλλά χρησιμοποιώντας λάδι. Βουτούσαν, δηλ., ελαφρά ένα δάκτυλό τους μέσα σε λαδάκι και, αφού προηγουμένως έκαναν ό,τι και με τα κάρβουνα, άφηναν να γλιστρήσει μέσα στο ποτήρι τρεις σταγόνες λαδιού. Στην περίπτωση, που είχαμε μάτιασμα, οι σταγόνες διαλύονταν πάραυτα και το μάτιασμα έπαυε διαφορετικά οι σταγόνες δεν άπλωναν καθόλου και το πρόβλημα συνεχιζόταν, γιατί άλλη ήταν η αιτία του.
Επειδή, όμως, η Εκκλησία όλα τα προηγούμενα ξόρκια τα θεωρεί μαγγανείες, που σχετίζονται με τη μαγεία και την ειδωλολατρία και τα απορρίπτει, σήμερα, κάποιοι ξεματιάζουν με πάρα πολύ απλό τρόπο. Κάνουν τον σταυρό τους, σταυρώνουν τρεις φορές τον παθόντα, ψιθυρίζουν μια οποιαδήποτε προσευχή, όπως το «Πάτερ ημών...», και κατ’ αυτόν τον τρόπο λυτρώνουν κάποιον απ’ τις συνέπειες του ματιάσματος.
Αυτά με τους ανθρώπους, γιατί τα ζώα, εκτός από το φτύσιμο εκ του σύνεγγυς χρησιμοποιούσαν μπουκιά από ψωμί, την οποία έφτυνε, προηγουμένως, ο δράστης και κατόπιν την έδιναν στο ζώο, για να τη φάει, ή ουρούσε ο δράστης το ζώο, για να το λυτρώσει απ’ τα σεκλέτια και να σηκωθεί και πάλι όρθιο, αν ήταν πεσμένο.
Όσα περιέγραψα παραπάνω αποτελούν βιωματική εμπειρία και σαν τέτοια τα παρουσίασα, γιατί είναι κομμάτι από τη ζωή μας αλλά και από τη λαογραφία μας.