* Από τον Δημήτρη Νούλα
Στη διάρκεια του πρόσφατου προεκλογικού αγώνα παρακολουθήσαμε, σε πολλές τηλεοπτικές ή ραδιοφωνικές εκπομπές, την άγονη αντιπαράθεση των υποψηφίων που σπανίως εξελίσσονταν σε αντιπαράθεση επιχειρημάτων. Προφανώς τις εντυπώσεις κέρδιζαν, όπως ήταν φυσικό, οι έμπειροι παλαιοκομματικοί υποψήφιοι ή οι ποικιλώνυμοι αστέρες των πάνελ (δημοσιογράφοι, καλλιτέχνες κ.α.). Έτσι το τηλεοπτικό κοινό (ψηφοφόροι), με βάση τις πρόσκαιρες εντυπώσεις, ψήφισε για το ευρωκοινοβούλιο είτε χαριτόβρυτες κυρίες ευνοούμενες των ηγεσιών είτε διάσημους ποδοσφαιριστές και λιγότερο ανθρώπους με (πολιτικό) νου και γνώση.
Εν τούτοις, ειδικώς στην πρώιμη μεταπολιτευτική περίοδο, το ελληνικό κοινοβούλιο κόσμησαν αξιόλογοι πνευματικοί άνθρωποι και πολλοί σοβαροί πολιτικοί άνδρες με εμπειρία και ικανότητες. Έγιναν εκεί διάλογοι υψηλού επιπέδου που καθήλωναν τους βουλευτές αλλά και το κοινό που διψούσε για ποιοτικό πολιτικό λόγο. Το κοινό αυτό ήταν ζυμωμένο με αντιχουντικά αισθήματα και εξιδανίκευε τη Δημοκρατία. Αγόραζε βιβλία με πολιτικό και κοινωνικό περιεχόμενο, πήγαινε θέατρο και κινηματογράφο για να προβληματιστεί και επιζητούσε ελευθερίες και δικαιώματα.
Τι συνέβη λοιπόν και άρχισε η βαθμιαία «μετάλλαξη» της εθνικής μας εκπροσώπησης σε πιο λάϊτ εκδοχές με βουλευτές «υπάκουους» σε λομπίστες των μίντια και του χρήματος; Γιατί σταδιακά χάθηκε η εμπιστοσύνη στους πολιτικούς και στην πολιτική και φτάσαμε στο σημερινό ναδίρ; Τι συνέβη στον ελληνικό λαό και από το μοντέλο της λιτής και κοπιώδους διαβίωσης «μεταλλάχτηκε» επίσης και εξέπεσε στα «εύκολα» και στη βουλιμία για καταναλωτισμό; Τι έφταιξε;
Ο πρώτος και βασικότερος λόγος κατά τη γνώμη μας ήταν η ακόρεστη φιλοδοξία και η με κάθε τρόπο επιδίωξη των πολιτικών αρχηγών να άρχουν, να εξουσιάζουν τον τόπο και το λαό. Όλοι, σχεδόν, έπασχαν από αυτό το σύνδρομο εξουσίας άλλος περισσότερο και άλλος λιγότερο πράγμα που ήταν δηλωτικό του ελλειμματικού τους ΕΓΩ όπως θα έλεγε και ο Στέλιος Ράμφος. Ήσαν δηλαδή λόγω μεν δημοκράτες έργω δε αντιδημοκρατικής νοοτροπίας. Για να κερδίσουν ή για να διατηρήσουν την εξουσία έφταναν να χρησιμοποιούν σχεδόν κάθε μέσο. Τέτοια μέσα ήταν (και είναι) η ακραία πόλωση ή οι «υπόγειες» χρηματοδοτήσεις που δημιουργούσαν δεσμούς εξάρτησης με το «μαύρο» χρήμα.
Ο δεύτερος αλλά όχι λιγότερο σοβαρός λόγος που συνδέεται με τον πρώτο ήταν ο τρόπος οργάνωσης και λειτουργίας των κομμάτων. Τα μεγάλα κυβερνητικά κόμματα της πολιτικής μας σκηνής ήταν προσωποπαγή, «μεσσιανικού» τύπου με την «φράξια» του Προέδρου-Ηγέτη να κυριαρχεί και να τα ελέγχει απολύτως, με οργανώσεις σε όλη την επικράτεια. Οι εντεταλμένοι κομματικοί «τοπάρχες» θεωρούσαν σχεδόν φυσιολογικό να ρυθμίζουν τις τοπικές εξελίξεις και να παίζουν σημαίνοντα ρόλο στη στελέχωση με ημετέρους του κρατικού μηχανισμού αλλά και των ΔΕΚΟ μέσω των διαβόητων γραφείων αλληλεγγύης. Έτσι καλλιεργήθηκε η νοοτροπία του κρατισμού και η κυριαρχία των μετρίων έγινε καθεστώς. Έννοιες όπως η ΔΙΑΚΡΙΣΗ, η ΑΡΙΣΤΕΙΑ, η ΑΞΙΟΚΡΑΤΙΑ δεν έχαιραν καμιάς εκτίμησης
Την περίοδο αυτή, λοιπόν, άνθισε ο κομματισμός και καλλιεργήθηκε ο έντονος «οπαδισμός». Το σαράκι του κομματισμού-οπαδισμού ως ιδεοληπτική πίστη και ως ιδιοτελής πρακτική εισχώρησε σε κάθε έκφανση της κοινωνικής ζωής. Ήρθε δηλαδή και επικάθισε ως λαϊκή-και όχι μόνο- κουλτούρα στους κοινωνικούς αρμούς μιας βαλκάνιας χώρας και την καθόρισε. Τα Πανεπιστήμια και οι χαμηλότερες βαθμίδες εκπαίδευσης, ο συνδικαλισμός, τα σώματα ασφαλείας, οι ένοπλες δυνάμεις και η Δημόσια Διοίκηση αλώθηκαν κυριολεκτικώς από τις κομματικές πελατειακές λογικές και από συμφεροντολογικές συσπειρώσεις κάθε χρώματος.
Ως γνωστόν, δίδυμος αδελφός του κομματισμού είναι ο λαϊκισμός. Από κοινού μπορούν να εξουδετερώσουν πλήρως κάθε έννοια λογικής και σωφροσύνης. Σε ακραίες μάλιστα περιπτώσεις οι συγκλίνουσες δυνάμεις της ματαιοδοξίας, του κομματισμού, του λαϊκισμού και του διχασμού σε συνδυασμό με μεθοδεύσεις του εξωτερικού παράγοντα μπορούν να οδηγήσουν κάθε χώρα ακόμη και στον όλεθρο όπως συνέβη π.χ. με τη μικρασιατική καταστροφή. Φυσικά υπάρχουν και στην μεταπολιτευτική περίοδο πολλά παραδείγματα έντονου λαϊκισμού που δημιούργησαν τις προϋποθέσεις και έθεσαν τα θεμέλια για τη σημερινή οικονομική καταστροφή.
Ο κομματισμός και ο λαϊκισμός, λοιπόν, που καλλιέργησαν οι ηγεσίες ήρθαν και έδεσαν με τον γρήγορο πλουτισμό αρκετών συμπατριωτών μας καθώς αυτοί με την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ καρπώθηκαν εύκολο χρήμα που άλλαξε τις προτεραιότητές τους, τους «άλλαξε». Δηλαδή σημαντικό τμήμα των ευρωπαϊκών πακέτων διανεμήθηκε με όρους πελατειακών δικτύων και δημιούργησε νεόπλουτους που «απελευθερώθηκαν» και αντικατέστησαν τη σύνεση και την κοινή λογική με τον ασυγκράτητο καταναλωτισμού, το λάϊφ στάϊλ και την επιδειξιομανία. Επιπροσθέτως οι εξουσίες που παρέχει ο πλούτος χωρίς την αναγκαία ωριμότητα, δηλαδή δίχως καλλιέργεια και παιδεία, για τη σωστή διαχείρισή του δημιούργησε και καταλυτικά αρνητικά παραδείγματα για τα ευρέα κοινωνικά στρώματα.
Τι πρέπει, όμως, να γίνει τώρα;
Σήμερα, η διεθνής οικονομική κρίση και οι γενικότερες συνθήκες, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, επιβάλλουν ορθολογικές επιλογές, καλύτερη οργάνωση και εκσυγχρονισμό σε όλα τα επίπεδα. Τα τέκνα του κομματισμού και του λαϊκισμού δηλαδή τα εκφυλιστικά φαινόμενα όπως: η οικογενειοκρατία, ο φαβοριτισμός, οι φαύλες διοικήσεις, η αδιαφάνεια, η έλλειψη αξιοκρατίας και τόσα άλλα θα πρέπει να εκλείψουν διότι είναι ζήτημα επιβίωσης για την χώρα. Καταστάσεις «παράγκας» δεν είναι συμβατές πια με τις ανάγκες του παρόντος και του μέλλοντός της.
Γι’ αυτό το λόγο-όπως ξαναγράψαμε- «θα ήταν "επαναστατική πράξη" και μεγάλη προσφορά στην ελληνική κοινωνία αν τα κόμματα, ως αναγκαίοι θεσμοί του πολιτεύματος, λειτουργούσαν μόνο μέσα στο κοινοβούλιο και αποφάσιζαν να αποσύρουν τους «στρατούς» τους τόσο από την εκπαίδευση όσο και από τη Δημόσια Διοίκηση και τις άλλες κρατικές λειτουργίες, σε ένα διακομματικό consensus, ώστε να αποκατασταθεί η νομιμότητα και οι εύρυθμες λειτουργίες τους. Προϋπόθεση όμως γι’ αυτό αποτελεί η επικράτηση της κοινής λογικής ως εργαλείου της καθημερινότητας. Κάτι που ολοφάνερα απουσιάζει από την ελληνική πολιτικοκοινωνική ζωή. Κι αυτό γίνεται ακόμη φανερότερο στις ημέρες μας τόσο από τη στροφή της κυβέρνησης, μέσω του ανασχηματισμού, προς τις δυνάμεις του λαϊκισμού όσο και από την, για πολλοστή φορά, «αποκάλυψη» των ευρωπαίων εταίρων ότι η ελληνική οικονομική ελίτ (π.χ. εφοπλιστές) δεν αποδίδουν τους αναλογούντες φόρους.
Ενώ δηλαδή οι συνθήκες απαιτούν μια συγκλονιστική προσπάθεια «αντιμετάλλαξης» λαού και ηγεσίας με τον οριστικό «θάνατο» του κομματισμού, του λαϊκισμού και των συμπαρομαρτούντων τους, ενώ είναι κατεπείγουσα η απελευθέρωση θετικών και δημιουργικών δυνάμεων που θα προσδώσουν στην ελληνική κοινωνία δυναμική και εξωστρέφεια η κυβέρνηση, δυστυχώς, στις πρώτες εκλογικές δυσκολίες επιστρέφει στις παλιές κακές συνήθειες θύμα των οποίων υπήρξε άλλωστε και ο τ. Γενικός Γραμματέας Εσόδων.
Έτσι όμως πληγώνουμε περισσότερο την Δημοκρατία και επαυξάνουμε την κρίση εμπιστοσύνης στην Πολιτική.
Ο Δημήτρης Νούλας, χημικός