Θα σας διηγηθώ μια ιστορία από τα καλιά, μια ιστορία από όλες τις άλλες που ήμουν πριν πολλά χρόνια στο εμπορικό ναυτικό το 1965 και μετά αυτή η ιστορία μου έμεινε στο μυαλό μου.
Όπου και αν πηγαίναμε την Ελληνική ομογένεια την εκτιμούσαν, γιατί ήμασταν περήφανος λαός, σε όλα τα κράτη της γης που πηγαίναμε μας υποδέχονταν με τον καλύτερο τρόπο και εμείς σαν ναυτικοί τους φερόμασταν με το παραπάνω λες και ήμασταν πρεσβευτές του Ελληνικού κράτους, ναι ήμασταν. Ήμασταν και περήφανοι που λεγόμασταν Έλληνες.
Να μπω σιγά - σιγά στο θέμα. Ταξιδεύαμε προς την Κίνα, ο επόμενος προορισμός νομίζω ήταν η Κορέα και συνέχεια στην Ιαπωνία, στην πόλη Οζάκα. Μόλις φτάσαμε στην Κίνα, δεν θυμάμαι την πόλη πώς λεγόταν, το απόγευμα θέλαμε να βγούμε έξω να πιούμε μια μπύρα και να γνωρίσουμε και την πόλη. Κάτι σουβενίρ πήραμε και από εκεί. Ήμουν εγώ κι ένας φίλος μου, Χιώτης. Θέλαμε ταξί, φτάνουμε στην πύλη με τα πόδια, βλέπουμε ταξί ποδήλατο χωρίς μηχανή. Περιμένω το ταξί. Παίρνουμε τον πρώτο, ένα κοντούλη γεροντάκο, τον λυπηθήκαμε να μας χαιρετά και να υποκλίνεται, δεν ήξερε οτι ήμασταν Έλληνες. Ανεβαίνουμε στο ταξί, του λέμε: "σε ένα μπαρ να πιούμε μια μπύρα", όλα αυτά με χειρονομίες, μας κουνούσε το κεφάλι, κατάλαβε όπως προχωρούσαμε. Βλέπουμε στα 100 μέτρα περίπου μια ανηφόρα και από κάτω ήταν μια σιδηροδρομική γραμμή, μόλις πλησιάζαμε λέγαμε θα μας βγάλει κοντά στη μέση της ανηφόρας, καταλαβαίνουμε ότι δυσκολεύεται, το φωνάζω και του λέω: "στοπ", τον λυπηθήκαμε, όλα αυτά με νοήματα, δεν ξέραμε Κινέζικα.
Κατέβηκα να σπρώξω, ο φίλος μου ήταν στο ταξί και μου λέει το γεροντάκι στα κινέζικα με νοήματα «όχι μου λέει εγώ πληρώνομαι», δεν με άφησε να σπρώξω. Ξαναμπήκα στο ταξί δεν καθίσαμε αναπαυτικά, τα σώματα μας τα βάζαμε μπροστά, νομίζαμε ότι τον βοηθούσαμε. Δύσκολη η ανηφόρα μας ανέβασε τελικά. Μόλις φτάσαμε στο τέλος της διαδρομής κατάλαβε το γεροντάκι πως ήμασταν Έλληνες. Έπρεπε να ήξερε καμία λέξη Ελληνικά. Μας λέει στο τέλος γκρέκο γκρέκο; Ναι γκρέκο! του είπαμε. «Πόσο θέλεις;» μας είπε το ποσό μας φάνηκαν δεκάρες. Με την καρδιά μας του δώσαμε τα πενταπλάσια. Μας χαιρέτησε υποκλίνονταν με χαμόγελο πολλές φορές, ποιός ξέρει αυτό το γεροντάκι να είχε άλλο μεροκάματο εκείνη την εποχή, γι' αυτό μας εκτιμούσαν όλα τα κράτη, ήμασταν περήφανος λαός και ακόμη είμαστε δεν υποκύπτουμε. Μέχρι και στην μακρινή Τζαμάικα στο Κίγκστον τα ίδια ταξί είχανε, μας δέχονταν άψογα, γι' αυτό ήμασταν και θα είμαστε πρεσβευτές του Ελληνικού κράτους.
Όπου κι αν πηγαίναμε ήμασταν σαν δεύτερη Ελλάδα. Να τους εκτιμάτε τους Έλληνες ναυτικούς, γιατί ήταν η δεύτερη πατρίδα σε όλα τα κράτη, ήμασταν περήφανοι και το αξίζουμε μέχρι σήμερα, σταματώ εδώ. Τους εύχομαι καλά ταξίδια και γαλήνιες θάλασσες, σε όλους τους ναυτικούς ανεξαρτήτως χρώματος, γιατί και αυτοί έχουνε οικογένειες μακριά από τις πατρίδες τους.
Γρηγόρης Ντάφης Αγιόκαμπος Αγιάς Λάρισας