Από Αχιλλέα Πιτσίλκα, διδάκτορα Θεολογίας
Η αγία Ελένη, που χαρακτηρίσθηκε μαζί με το γιό της, το Μ. Κωνσταντίνο, ως ισαπόστολος, δοκίμασε στη ζωή της πολλές θλίψεις και δοκιμασίες, που τη βοήθησαν, θα έλεγε κανένας, να φιλοσοφήσει στα της ζωής βαθύτερα και να αφιερώσει τον εαυτό της στο Θεό και στα έργα της χριστιανικής ευποιίας που μένουν «εις τον αιώνα». Οι κυριότερες δε από τις δοκιμασίες και τις θλίψεις, που σαν καμίνι καθάρισαν κάθε «σκουριά» της ψυχής της και την ανέδειξαν «θεοφιλούς βασιλέως θεοφιλή μητέρα», αγία και ισαπόστολο, ήταν οι πιο κάτω:
α) Ο χωρισμός από τον άντρα της και το γιο της ταυτόχρονα
Η αγία Ελένη, που γεννήθηκε κατά το 248 μ.Χ. στο Δρέπα¬νο της Βιθυνίας, παντρεύτηκε το 273 με το λεγεωνάριο του ρωμαϊκού στρατού Κωνστάντιο το Χλωρό, ενώ μετά το γάμο τns οδηγήθηκε στη Ναϊσσό (ή Νύσσα) τns Δακίας, όπου έφερε στον κόσμο το γιο της Κωνσταντίνο. Σε λίγο καιρό όμως, ο Κωνστάντιος αναγορεύθηκε Καίσαρας της Γαλατίας ενώ ο Αύγουστος της Δύσης Μαξιμιανός, του έδωσε ως σύζυγο τη νύφη του Θεοδώρα, η οποία πήρε τη θέση της άσημης Ελέvης. Με τον τρόπο δε αυτό η Ελένη παραμερίστηκε, ενώ ταυτόχρονα αποχωρίστηκε και από το μονάκριβο εκείνο γιο της, ο οποίος πέρασε σε λίγο στην κηδεμονία του Διοκλητιανού. Τη στιγμή, δηλαδή, εκείνη που νόμιζε ότι τα είχε όλα, τα έχασε, θα έλεγε κανείς, όλα στην ηλικία των 45 ετών. Για το λόγο αυτό η Ελένη πόνεσε στην περίσταση εκείνη πολύ, γιατί αγαπούσε τον άντρα της και γιατί λάτρευε τον πολυφίλητο γιο της.
Η χριστιανική πίστη της, όμως, βοήθησε την Ελένη να αντιμετωπίσει με ψυχραιμία το διπλό εκείνο χωρισμό, ενώ κατάλαβε πάρα πολύ καλά όλη τη ματαιότητα των αξιωμάτων του κόσμου αυτού, όσων «ουχ υπάρχουν μετά θάνατον». Δεν έπαψε δε ποτέ να προσεύχεται για τον εκχριστιανισμό του γιου εκείνου των ελπίδων της και να προσμένει ταυτόχρονα σύντομα να τον συναντήσει.
β) Οι φόβοι της για το μέλλον του Μ. Κωνσταντίνου
Για 13 ολόκληρα χρόνια η Ελένη, θα έλεγε κανείς, ψηνόταν στο καμίνι της θλίψης της, εξαιτίας του χωρισμού τns εκείνου από το γιο της, παρότι μάθαινε ότι ο νεαρός Κωνσταντίνος προόδευε στην αυλή του Διοκλητιανού, όπου ο αυτοκράτορας τον κρατούσε στην πραγματικότητα ως όμηρο, για να μην μπορεί να στραφεί ποτέ εναντίον του ο πατέρας του Κωνστάντιος ο Χλωρός. Παρόλο όμως που ο Διοκλητιανός είχε καταστήσει τον Κωνσταντίνο χιλίαρχο, η Ελένη φοβόταν, σαν μάνα, για την τύχη του παιδιού της, που κινδύνευε στην πραγματικότητα από τις παλιμβουλίες των αυτοκρατόρων. «Αλλά τη δοκιμασία της μητέρας Ελένης αναφέρεται για τούτο από ένα συγγραφέα της αδελφότητας «Ζωή» για την αγία Ελένη, την επιδείνωσαν και ανεξιχνίαστοι φόβοι που έπαιζαν επικίνδυνα παιχνίδια για το μέλλον του μονάκριβου γιου της» (Αγία Ελένη, μια εστεμμένη αγία, Αθήναι 1995,42-43).
Οι αγωνίες όμως και οι δοκιμασίες της αγίας, που μεγάλωναν ακόμη πιο πολύ με την έκδοση των διαταγμάτων του Διο¬κλητιανού και του Γαλερίου εναντίον των χριστιανών, υπήρξαν γι' αυτήν σωτήριες και καρποφόρες, γιατί την έστρεφαν σε εντατικότατες προσευχές και δεήσεις «προς τον δυνάμενον σώζειν» (Εβρ. 5, 7), όχι μονάχα την ίδια, αλλά και το γιο της «εκ θανάτου». Με τις προσευχές δε αυτές τις εντονότατες, που συνοδεύονταν και από δάκρυα πολλά και μελέτες πνευματικές ταυτόχρονα, η Ελένη τελειώθηκε πνευματικά, αποκτώντας αισθητήρια «γεγυμνασμένα προς διάκρισιν καλού τε και κακού» (Βλ. ΕΒρ. ε' 14) και γενικότερα τις αρετές της υπομονής και της ταπείνωσης.
γ) Τα οικογενειακά δράματα του Μ. Κωνσταντίνου.
Ύστερα από τη νίκη του Μ. Κωνσταντίνου εναντίον του Μαξεντίου, η Ελένη ξανασυνάντησε το γιο της στη Ρώμη το 312 μ.Χ., ενώ το 317 ανακηρύχθηκε από εκείνον Αυγούστα. Μετά όμως και από τις νίκες του Μ. Κωνσταντίνου εναντίον του Λικινίου το 322, ακολούθησαν και πολλά δράματα στην οικογένεια του Μ. Κωνσταντίνου, τα οποία πλήγωσαν κατάβαθα την αγία. Σε κάποια στιγμή δηλαδή, η σύζυγος του Μ. Κωνσταντίνου Φαύστα και τα παιδιά της κατηγόρησαν το γιο του Κρίσπο για υποκίνηση επανάστασης εναντίον του πατέρα του ή, κατά τις απόψεις άλλων, ότι έκανε ανήθικες προτάσεις στη θετή εκείνη μητέρα του, προκαλώντας την οργή του αυτοκράτορα. Αποτέλεσμα δε των συκοφαντιών αυτών ήταν η θανάτωση του Κρίσπου και της ίδιας της Φαύστας, που θεωρήθηκε τότε πρωταίτιος της συμφοράς.
Στην περίσταση ακριβώς αυτή η Ελένη, «τρελή από τον πόνο», έτρεξε τότε κοντά στο γιο της και τον ήλεγξε με δριμύ¬τητα για τη θανάτωση του Κρίσπου, που η ίδια υπεραγαπού¬σε. Ο θάνατος του Κρίσπου, σημειώθηκε για τούτο εύλογα, άνοιξε βαθύ τραύμα στην καρδιά της Αυγούστας «και ένεκα της στοργής ην ησθάνετο προς τον νέον τούτον και ένεκα της φρίκης, ην ενεποίησεν εις αυτήν, ως χριστιανήν και ως μητέρα, το ανοσιούργημα του Κωνσταντίνου» (όπ.π. 105). Για το λόγο ακριβώς αυτό έκλαψε η Ελένη γοερά μπροστά στο γιο τns, προκαλώντας τύψεις μεγάλες και μετάνοια στον βασιλιά, την οποία, κατά τον Παπαρρηγόπουλο, «πάντες ομολογούσι ότι ησθάνθη ο βασιλεύς, ακούων τους θρήνους της μητρός» (Ιστορία... τ. Β' 122). Ταυτόχρονα όμως η Αγία πήρε και μια μεγάλη απόφαση, να αναχωρήσει δηλαδή από την αρχαία πρωτεύουσα του κράτους, (δηλ. τη Ρώμη) και να κατευθυνθεί προς ανατολάς αφιερώνοντας στο εξής τη ζωή της στο Θεό και σε έργα χριστιανικής ευποιίας.
δ) Το προσκύνημα της στους Αγίους Τόπους
Ύστερα από τα πιο πάνω, η αγία, κατά τον ιστορικό Ευσέβιο, πραγματοποίησε ένα προσκυνηματικό ταξίδι στα τέλη του 326 στους Αγίους Τόπους, παρά τα 80 έτη στα οποία είχε φθά¬σει. Φτάνοντας δε στα Ιεροσόλυμα στις αρχές του 327, αναζή¬τησε τον Πανάγιο Τάφο του Σωτήρος. Κατόρθωσε δε να βρει, ύστερα από ανασκαφές στο λόφο του Γολγοθά, τους σταυρούς του Κυρίου και των δύο ληστών, των συσταυρωθέντων. Για τούτο ο υμνογράφος της Εκκλησίας έγραψε γι' αυτήν ότι:
«Το σωτήριον όπλον,
Το αρραγές τρόπαιον,
των χριστιανών την ελπίδα,
Σταυρόν τον Τίμιον,
φθόνω κρυπτόμενον,
συ εφανέρωσας
θείω φλεγομένη έρωτι,
θεομακάριστε».
Στον τάφο δε του Κυρίου ανήγειρε τότε τον περίλαμπρον ναό της Αναστάσεως. Ναούς όμως και άλλα ευαγή ιδρύματα ίδρυσε η αγία και στη Βηθλεέμ, στη Ρώμη και σε άλλα μέρη και μάλιστα στη Δρεπάνη της Βιθυνίας, την πατρίδα της, η οποία προς τιμήν της ονομάστηκε Ελενόπολη. Με τα κτίσματα δε αυτά, που αποτελούσαν οπωσδήποτε μνημεία χριστιανικής ζωής και ομολογίας, η αγία φανέρωσε όχι μονάχα το φιλόθεον του χαρακτήρα της, αλλά ταυτόχρονα και το φιλάνθρωπον. Για τούτο αναφέρεται από τους υμνογράφους ότι:
«Και τοις τρόποις φιλόθεος και ταις θείαις πράξεσιν αξιάγαστος, μακαρία εχρημάτισας. Δια τούτο πίστει σε δοξάζομεν».
ε) Το φιλανθρωπικό τns έργο
Πριν και μετά την επίσκεψη των Αγίων Τόπων η αγία Ελένη πάσχιζε «λόγοις και έργοις» να ζει σύμφωνα με τα παραγγέλ¬ματα του Κυρίου, γιατί δεν ξεχνούσε ποτέ ότι πάνω από κάθε τι στη ζωή ήταν πρωταρχικά χριστιανή. Για τούτο, κατά τον ιστορικό Σωζόμενο, έκανε μύριες δωρεές όχι μονάχα στους δήμους, αλλά και σε στρατιωτικά σώματα, που προκινδύνευαν για το κράτος, ενώ φρόντιζε ιδιαίτερα για τους πένητες και δυστυχισμένους οπουδήποτε τους συναντούσε. Σε άλλους δηλαδή από αυτούς πρόσφερε χρήματα πολλά, σε άλλους δε πάλι χορηγούσε άφθονα ενδύματα, ενώ πολλές φορές ενδια¬φερόταν για την απελευθέρωση αιχμαλωτισμένων και δού¬λων και την επαναφορά εξόριστων (Βλ. Εκ. Ιστορία α, 2, Μ. 67,933-936).
Το πιο μεγάλο καλό, όμως, που έκανε στη ζωή της η αγία, ήταν η επίδραση που άσκησε στον ίδιο το γιο της, το Μ. Κων¬σταντίνο, παραδειγματίζοντας αυτόν και συμβουλεύοντας, ώστε να διοικεί πάντοτε όχι μονάχα με δικαιοσύνη, αλλά και με φιλανθρωπία. Για τους πιο πάνω λόγους δίκαια εξυμνήθη¬κε από τον ιστορικό Ρουφίνο αργότερα για «την απαράμιλλη πίστη της, το φιλόθρησκο ήθος και τη σπάνια γενναιοδωρία της».
στ) Το οσιακό τέλος
Ύστερα από την προσκύνηση των Αγίων Τόπων και την ίδρυση πολλών ιερών ναών στην Παλαιστίνη, η αγία Ελένη παρέλαβε ένα «μέρος του Τιμίου και ζωοποιού Σταυρού» και τους ήλους (τα καρφιά), αφήνοντας το υπόλοιπο στον επί¬σκοπο των Ιεροσολύμων Μακάριο, και έσπευσε να συναντή¬σει το γιο της και βασιλιά στη Νικομήδεια, για να του παρα¬δώσει τα πολυτιμότερα στον κόσμο εκείνα ευρήματα της, στα οποία η ίδια έδειχνε άκρα ευλάβεια. Μια παρόμοια όμως ευλάβεια ήθελε η αγία να μεταδώσει και σε όλους τους χριστιανούς, προς τους οποίους κάθε τόσο έλεγε με ιερό ενθου¬σιασμό το «δεύτε προσκυνήσωμεν εις τον τόπον, ου έστησαν οι πόδες Αυτού» (ψαλ. 131,7). Με τον τρόπο δε αυτό «της οικείας ευσέβειας καρπόν και τοις μετέπειτα παραχρήμα κατελίμπανεν». Κληροδοτούσε δηλαδή στο γιο της και σε όλους τους μετέπειτα τη δική της ευσέβεια και τη βαθιά της ταπείνω¬ση.
Ύστερα από τα πιο πάνω, η αγία Ελένη, που είχε φθάσει ήδη στην ηλικία των 80 ετών, «κατέλυσε τον βίον» στα χέρια του γιου της και αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, που τη φρόντι¬ζε, ενώ όλοι πίστευαν ότι δεν πέθανε, αλλά μετέστη προς τους ουρανούς «επί την άφθαρτον και αγγελικήν ουσίαν, προς τον αυτής αναλαμβανομένη Σωτήρα».
Κλείνοντας δε τις πιο πάνω σκέψεις, θα έλεγα ότι όλοι οι χριστιανοί πρέπει να μιμούμεθα την αγία Ελένη, όχι μονάχα στα έργα της αγάπης, αλλά και στην άκρα ευλάβεια της για τον Τίμιο Σταυρό του Κυρίου και τη βαθιά ταπείνωση, την περι¬φρόνηση προς κάθε επίδειξη και τη φλογερότατη επιθυμία να μιμείται πάντοτε το παράδειγμα του Χριστού, ώστε να αποβαί¬νει και η δική μας εκδημία από τον κόσμο αυτό μετάθεση προς τον Κύριο, χωρίς να ξεχνούμε ότι διά του Σταυρού (της κατάκτησης των αρετών) η ανάσταση στην αιώνια ζωή.