Από τον Αθ. Κων/νο Οικονόμου
«Κενόδοξος» σημαίνει αυτός που δεν έχει ουσιαστικά στόχους στη ζωή του, ο κυνηγός εφήμερων και πρόσκαιρης δόξας, ενώ «ματαιόδοξος», αυτός που επιδιώκει να γίνεται αντικείμενο θαυμασμού, ο χαρακτηριζόμενος από έπαρση.
ΜΟΡΦΕΣ: Η κενοδοξία ή ματαιοδοξία ως πάθος, πηγή πολλών ψυχικών νόσων, εμφανίζεται με δύο μορφές-βαθμίδες. Η πρώτη αναφέρεται στην επινόηση τρόπων ανόδου του ατόμου με σκοπό την αποκόμιση ωφελημάτων, είτε η αλαζονική επίδειξη για αγαθά που πιστεύει ότι κατέχει. Εκδηλώνεται με την επιθυμία να αποσπά θαυμασμό, επαίνους, κολακείες. Ο ματαιόδοξος καυχάται για αγαθά που έχουν σαρκική και γήινη φύση. Από την κατοχή αυτών αναμένει την ανθρώπινη δόξα, όπως ένα παιδί καμαρώνει για καινούρια παπούτσια, ή ρούχα. Ο ματαιόδοξος καυχάται ακόμη για φυσικά χαρίσματά του, όπως ομορφιά, φωνή, παράστημα, μυώνες αλλα και ρούχα, κοσμήματα, κ.ά. Κενοδοξία δηλώνει ακόμη η επίδειξη νοητικών αρετών, (ευφυία, μνήμη, γνώση). Η κενοδοξία οδηγεί τον άνθρωπο σε έπαρση, ναρκισσισμό και επιθυμία επίτευξης κοινωνικής ανέλιξης.
Το δεύτερο είδος-στάδιο της κενοδοξίας τροφοδοτείται από επιθυμία φήμης για πνευματικά και «κρυμμένα» αγαθά. Ο ματαιόδοξος αυτοκαυχάται ή περιγράφει αρετές ή αγώνες, έχοντας σκοπό θαυμασμό και επαίνους. Ακόμη και όταν ο άνθρωπος μάχεται διάφορα πάθη, πολιορκείται από τη δεύτερη βαθμίδα της κενοδοξίας. «Πνεύμα κενοδοξίας χαίρει, ορών πληθυνομένην αρετήν» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος). Η κενοδοξία μπορεί να καταλαμβάνει μόνη της τη θέση όλων των υπόλοιπων παθών, διαθέτοντας ασυνήθιστη δύναμη, ενώ καθίστανται ιδιαίτερα δύσκολες η εντόπιση και η καταπολέμησή της. Καθετί είναι δυνατόν ν' αποτελέσει αφορμή ματαιοδοξίας. Υπό την επιρροή τής κενοδοξίας, η άσκηση αποδεικνύεται ανώφελη, ενώ οι εμφανιζόμενες αρετές είναι απατηλές και τα χαρίσματα φαινομενικά1. Ο άνθρωπος εισπράττει ηδονή από την κενοδοξία και η ηδονή τον προσκολλά ισχυρότερα στο πάθος. Για να εξακολουθήσει να τη λαμβάνει, πράττει οτιδήποτε. Οι Πατέρες θεωρούν την κενοδοξία μανιώδη νόσο. Ο Απόστολος Παύλος διδάσκει ότι η αυτοκαύχηση είναι αφροσύνη (Β' Κορ. ιβ’ 11), σημειώνοντας ότι ο δαίμονας της κενοδοξίας καταλαμβάνει την ψυχή, οδηγώντας το νου σε σύγχυση μέχρι παραφοράς.
ΠΑΘΟΣ: Η παθολογικότητα της κενοδοξίας, οφείλεται στη διαστροφή της φυσιολογικής στάσης με την εκτροπή από το «κατά φύσιν» στο «παρά φύσιν». Η τάση του ανθρώπου προς τη δόξα είναι θεόσδοτη, αλλά επρόκειτο για θεία καύχηση που προοριζόταν να λάβει μέσω της ένωσής του με το Θεό και όχι για «καύχησιν κατά σάρκα» (Β' Κορ. ια’ 18). «Φύσει τη ψυχή το δόξης επιθυμείν, αλλά της άνω», (Ιωάννης Σιναϊτης). Άλλωστε: «Ο καυχώμενος εν Κυρίω καυχάσθω» (Α' Κορ. α’ 31). Η δόξα-καύχηση που ο άνθρωπος δέχεται από το Θεό με μετοχή στη δόξα Του (Ωριγένης), αντιστοιχεί στον σκοπό της ανθρώπινης φύσης που ο Θεός μας προσέφερε. Με την απομάκρυνσή του από το Θεό, ο άνθρωπος σταμάτησε να τείνει προς την «εκ φύσεως» δόξα. Επιθυμεί τη δόξα, διεστραμμένη, στον αισθητό κόσμο, μετατρέποντάς τη σε «παρά φύσιν». Βρίσκει υποκατάστατα πνευματικής δόξας, που έχασε, στην κοσμική, «κατά σάρκα» δόξα. Όμως και αλλιώς η κενοδοξία συνιστά φυσική διαστροφή. Η «φύση» περιλαμβάνει όλα τ' αγαθά, που ο άνθρωπος έλαβε από το Θεό: έμφυτες ή επίκτητες ιδιότητές, αρετές, υλικά αγαθά. Χρησιμοποιώντας αυτά για τη δική του δόξα, αντί να τα θέτει στη διακονία της θείας δόξας, ο κενόδοξος, «νόθον την αρετήν καθίστησι» (Άγιος Μάξιμος).
ΨΕΥΔΗΣ ΕΙΚΟΝΑ: Η κενοδοξία, ως μανία, βυθίζει τον άνθρωπο σε απάτη, ψευδαίσθηση, παραλήρημα. Ο Νικήτας Στηθάτος, διαπιστώνει ότι αποκαλύπτει διακοπή πίστης στο Θεό και προσκόλληση στον κόσμο, διότι ο ματαιόδοξος πιστεύει στους ανθρώπους των οποίων επιζητεί εκτίμηση και επαίνους. Ο κενόδοξος αγνοεί την αληθινή αξία των πραγμάτων, αποδίδοντας σ' αυτά σημασία, που ουσιαστικά δεν έχουν. Το ίδιο το όνομα της κενοδοξίας φανερώνει το χαρακτήρα της: μάταιος, άδειος, άστατος, όπως ο κόσμος, που η μορφή του περνά και φεύγει (Β' Κορ. ζ’ 31). Η ματαιοδοξία από τον κόσμο αντλεί την τροφή της, ενώ ο προφήτης Ησαΐας τη χαρακτηρίζει άνθος του χόρτου (Ησ. Μ’ 6-7), ασταθές όνειρο χωρίς διάρκεια. «Τί εστι τα ανθρώπινα πράγματα; Τέφρα και κόνις, ωσεί χνους κατά πρόσωπον ανέμου, καπνός και σκιά, όναρ και μύθος, άνεμος και αήρ χαύνος απλώς διαρρέων, πτερόν ουχ ιστάμενον, ρεύμα παρατρέχον», (Ιωάννης Χρυσόστομος). Φαίνεται ότι ο κενόδοξος έχει αίσθηση για τον κόσμο αντίστροφη της πραγματικής, σαν τον κόσμο των ειδώλων, που περιγράφει ο Πλάτων, εκδηλώνοντας ψευδαισθητική αυτογνωσία, αποδίδοντας στον εαυτό του ανύπαρκτες αρετές, ενώ δε βλέπει πάθη, που τον έχουν καταλάβει. Αυταπατάται καυχώμενος για αρετές που ίσως διαθέτει, θεωρώντας τον εαυτό του πηγή και ιδιοκτήτη των αρετών. Όμως, μόλις ο άνθρωπος αρχίσει να καυχάται για αρετές του, παύει να είναι ενάρετος, εξαιτίας της καύχησης, ενώ αυτοεπαινείται για τον πνευματικό πλούτο που δεν κατέχει πλέον. Όσοι ενεργούν για να δοξασθούν από τους ανθρώπους έχουν ήδη λάβει την αμοιβή τους, λέγει ο Κύριος προσθέτοντας: «Ουαί όταν καλώς υμάς είπωσι πάντες οι άνθρωποι» (Λουκ. στ’ 26).
ΗΔΟΝΗ ΚΑΙ ΟΔΥΝΗ: Ο Αγιος Μάρκος ο Ερημίτης παρατηρεί: «Όταν ίδης λογισμόν, ανθρωπίνην σοι δόξαν υπαγορεύοντα, γίνωσκε σαφώς ότι αισχύνην σοι κατασκευάζει». Η τύρβη του κενόδοξου για επαίνους, πολλαπλασιάζεται όταν η κενοδοξία δεν ικανοποιείται. Τότε ο ματαιόδοξος, οδηγείται στο αντίθετο αποτέλεσμα. «Κενοδοξία αντί τιμής πολλάκις ατιμίας εγένετο πρόξενος» (Αγιος Ιωάννης Κλίμακος). Αντί επαίνων, ο κενόδοξος έλκει μίσος, φθόνο και ζήλεια, γεννά κριτικές και σαρκασμούς, ιδιαίτερα όταν η ματαιοδοξία του εκδηλώνεται με λόγια του. Τέτοια κατάσταση φέρνει στον άνθρωπο οδύνη, θλίψη στα όρια της κατάθλιψης και αγωνία στα όρια του άγχους, καθώς στερείται την αναμενόμενη ηδονή, ενώ αντιμετωπίζει και την επιθετικότητα άλλων. Με την έμπνευσή της κενοδοξίας, ο άνθρωπος φαντάζεται κάθε είδους ιδιότητες, αρετές, αγαθά, «οραματιζόμενος» τον εαυτό του μέτοχο νοερών καταστάσεων που αξίζουν εγκωμιαστικής αναγνώρισης. Παθολογική συνέπεια του γεγονότος αυτού είναι η απόσπασή του από την πραγματικότητα, ο περιορισμός της δράσης στα απαραίτητα και η παράλυση του δυναμισμού, ωσότου φτάσει η ψυχή του σε κατάσταση νάρκωσης. Η διαδικασία της φαντασίωσης προσφέρει ευνοϊκό έδαφος στο δαίμονα της κενοδοξίας, που συνηθίζει να επιτίθεται την ώρα της προσευχής, (Παλλάδιος). Τα αποτελέσματα της κενοδοξίας είναι πολλά. Οδηγεί στον πνευματικό θάνατο, τυφλώνει το νου (Μάρκος Ερημίτης), ταράσσει, καταστρέφει αρετές (Μακάριος Αιγύπτιος) καθιστώντας τις πνευματικές προσπάθειες άχρηστες. Η απώλεια των καρπών της άσκησης οδηγεί στη δημιουργία κατάστασης οδύνης, αντί ηδονής, στην ψυχή του. Αυτή, στερούμενη τα πολυτιμότερα αγαθά και την πνευματική απόλαυση, που εισέπραττε, βρίσκεται κενή, εγκαταλελειμμένη, ταραγμένη, βιώνοντας μόνιμα έλλειψη ικανοποίησης, γιατί, η ηδονή από την κενοδοξία προσφέρει παροδικό «γέμισμα», βυθίζοντάς τη στην απογοήτευση και την πικρία.
ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ: Η κενοδοξία γεννά την υπερηφάνεια, καθώς και άλλα αδελφά πάθη: βλασφημία, κατάκριση, φιλαρχία, σκληροκαρδία, μνησικακία και ζήλεια. Γεννιούνται επιπλέον από αυτή: υποκρισία, μωρολογία, φιλαργυρία, πλεονεξία, λύπη (Κλίμαξ), απιστία (Εφραίμ Σύρος). «Τα μετά ταραχής και κενοδοξίας γινόμενα των δαιμόνων εστί», λέει ο Άγιος Ιωάννης Γάζης. Εάν οι δαίμονες δεν την εισάγουν στην ψυχή, επωφελούνται ωστόσο από την παρουσία της στην ψυχή, ώστε να την υποδουλώσουν στην καταστροφική τους δράση. «Ώσπερ διά θυρίδος τινός σκοτεινής εισπηδώντες τας ψυχάς διαρπάζουσιν», (Διάδοχος Φωτικής). Όποιος δέχεται μέσα του το πάθος αυτό εκπληρώνει το θέλημα του διαβόλου, για να καταλήξει τελικά να γίνει σκλάβος και παιχνίδι του.
«Οπλο» του κενόδοξου στον αγώνα του για αυτοεπιβεβαίωση είναι συχνά ο σαρκασμός. Στο πάθος αυτό και στη σχέση του με το συγγενικό της ειρωνείας, θα αναφερθούμε, στο επόμενο άρθρο μας.
Ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου είναι δάσκαλος στο 32ο Δ. Σχ. Λάρισας - συγγραφέας
1Jean Claude Larchet, Θεραπευτική των πνευματικών νοσημάτων, Εκδόσεις "Αποστολική Διακονία Μετάφραση: ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΟΥΛΑΣ