Από μικρή είμαι ανήσυχος και περίεργος χαρακτήρας, μου αρέσουν οι περιπέτειες, έχω δίψα για να μαζεύω όλο και περισσότερες εμπειρίες ζωής, παντού χώνω τη μύτη μου και δεν μπαίνω σε καλούπια.
Εδώ και 16 χρόνια που έχω αποκτήσει την ελληνική υπηκοότητα και έχω το δικαίωμα να ψηφίζω, θέλω να ψηφίζω πάντα με πλήρη γνώση και συνείδηση, άλλωστε αυτό είναι χρέος μου απέναντι σε αυτή τη θαυμάσια χώρα που με φιλοξενεί και με τιμά με όλα τα δικαιώματα των Ελλήνων.
Οτιδήποτε εκλογές και να είναι, διαβάζω τα προγράμματα, μελετάω τις ιδέες των υποψηφίων, αλλά πέρα από αυτό μου αρέσει να περνάω από τα εκλογικά κέντρα για να γνωρίσω προσωπικά του υποψηφίους και να τους κάνω αρκετά δύσκολες και ασυνήθιστες ερωτήσεις. Βέβαια αυτό το «σπορ» που κάνω, δεν είναι καθόλου συνηθισμένο από ό,τι κατάλαβα. Κανένας δεν πιστεύει ότι δεν θέλω να ζητήσω ρουσφέτια – που τόσο σιχαίνομαι – ούτε ανήκω σε κανένα κόμμα, ούτε σε καμιά παράταξη, δεν εξυπηρετώ κανέναν μονάχα την περιέργειά μου! Έχω διαφορετική νοοτροπία ως ξένη. Και γι αυτό το λόγο πολλές φορές βρίσκω τον μπελά μου. Θα μπορούσα να γεμίσω όλη την εφημερίδα με ιστορίες για το πώς μου φερθήκανε διάφοροι υποψήφιοι βουλευτές, δήμαρχοι και δημοτικοί σύμβουλοι. Ιστορίες για γέλια και για κλάματα, ακόμα και περιστατικά που σοκάρουν.
Στις Δημοτικές εκλογές, οι αγαπημένες μου ερωτήσεις αφορούν την ιστορία της Λάρισας και τις θρησκευτικές και δογματικές μειονότητες. Θυμάμαι πριν από τέσσερα χρόνια ρώτησα έναν υποψήφιο δημοτικό σύμβουλο, από ποια χρονική περίοδο υπολογίζει να υπάρχουν τα πρώτα εβραϊκά ευρήματα της πόλης. «Τι με νοιάζει αυτό εμένα κυρά μου; Εβραία είσαι που με ρωτάς τέτοιες αηδίες; Ουστ από δω, ακούς εκεί! Να μας τρελάνει μια ξένη!» ήταν η «ευγενική» του απάντηση και έφυγα γρήγορα από το εκλογικό κέντρο για να σώσω τη γούνα μου. «Πρώτα φεύγει η ψυχή και μετά το χούι» και την καθόλου ακίνδυνη συνήθειά μου, ούτε φέτος μπορώ να κόψω. Ακόμα δεν άνοιξαν όλα τα εκλογικά κέντρα, εγώ ήδη πέρασα από ένα – προ ημερών – που έχουν εγκαινιάσει: Στην αρχή ευγενέστατος ήταν μαζί μου ο υποψήφιος δήμαρχος, (ο οποίος έλεγε στην πρώτη του ομιλία ότι θέλει να γίνει «δήμαρχος όλων των Λαρισαίων, πλούσιων και φτωχών»), μου ζήτησε όμως την ταυτότητά μου, καθώς άκουσε την προφορά μου. Του την έδωσα για να δει ότι όντως μπορώ να ψηφίσω και δεν του τρώω τζάμπα τον χρόνο του. Θα ήθελα να τον ρωτήσω αν συμφωνούσε να αποκτήσουν με τη βοήθεια του Δήμου ένα μόνιμο λατρευτικό χώρο οι Μουσουλμάνοι που ζουν στη Λάρισα, αλλά δεν πρόλαβα να τελειώσω την ερώτησή μου και με διέκοψε. Με ρώτησε αν είμαι ορθόδοξη και του απάντησα όχι είμαι καθολική. Με την σειρά μου τον ρώτησα και εγώ αν γνωρίζει που βρίσκεται η καθολική εκκλησία της Λάρισας. Δεν ήξερε, φαίνεται έχει πολλά χρόνια να περάσει από την οδό Σεφέρη, αλλά καμάρωνε πως ξέρει που βρίσκεται η καθολική εκκλησία της Θεσσαλονίκης. «Τους καθολικούς τους θέλουμε» μου είπε ο υποψήφιος δήμαρχος και μου πρότεινε να γίνω υποψήφια δημοτική σύμβουλος για να μαζέψω ψήφους από τους καθολικούς. Αρνήθηκα βέβαια και όταν είπα ότι μόνο ερωτήσεις θέλω να κάνω για να έχω μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για τους υποψήφιους, άρχισε να αγριεύει. Ήταν φανερό ότι ανέβηκε και η πίεσή του, όταν ρώτησα αν ξέρει που βρίσκεται η ευαγγελική εκκλησία στη Λάρισα (υπάρχουν δύο κι όλας). «Δεν ασχολούμαι με αιρετικούς και τι με νοιάζει εμένα, φώναζε ο κύριος. «Μα και οι ευαγγελικοί δεν είναι ψηφοφόροι; Δεν είναι κάτοικοι της πόλης;» αναρωτήθηκα εγώ.
«Δεν θέλω ψήφο από αυτούς, τι είστε εσείς ιεχωβού; Είστε τρελή ή σας έστειλε κάποιο κόμμα; Ξέρετε τους χρυσαυγίτες; Εκεί να πάτε. Να περάσετε έξω από το γραφείο μου!» Και αναγκαστικά αποχώρησα πολύ αναστατωμένη και ταπεινωμένη.
Ο ρατσισμός, δυστυχώς, καλά κρατεί – αγαπητέ αναγνώστη – και δεν είναι η πρώτη φορά που το διαπιστώνω, με πολύ λύπη, στην Ελλάδα που τόσο αγαπώ. Σε μια δημοκρατική χώρα και οι υποψήφιοι δήμαρχοι πρέπει να σέβονται τους κατοίκους της πόλης, όπου κι αν ανήκουν ιδεολογικά, θρησκευτικά ή δογματικά. Εγώ πριν 16 χρόνια ορκίστηκα ότι σέβομαι το Σύνταγμα και τους Νόμους της Ελλάδας. Όσοι είναι ασεβείς, ας διαβάσουν το Σύνταγμα της Ελλάδας τι γράφει για τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα στο άρθρο 5.
Ο κύριος υποψήφιος δήμαρχος με έδιωξε από το γραφείο του, αλλά εγώ προσωπικά τον συγχωρώ και ας είναι καλά και εύχομαι να τον φωτίζει ο Θεός. Με ανησυχεί όμως βαθύτατα ότι είναι δημοτικός σύμβουλος και θα είναι πάλι, αν δεν θα εκλεγεί δήμαρχος. Αναρωτιέμαι αν ο ίδιος ήταν υποψήφιος στην Κατερίνη, τι θα έκανε; Εκεί βρίσκεται μια ολόκληρη και πλέον ιστορική συνοικία, τα λεγόμενα «Ευαγγελικά» που χιλιάδες ευαγγελικοί πιστοί – ποντιακής καταγωγής – ζουν αρμονικά με τους ορθόδοξους κατοίκους. Θα τους έλεγε να μην τον ψηφίζουν επειδή είναι αιρετικοί;
Ο κύριος αυτός δεν μου έδωσε την ευκαιρία να του πω ότι είμαι ευγνώμων στο Θεό που γνώρισα πολλούς σπουδαίους και ευλογημένους ανθρώπους στη ζωή μου. Και όλοι έχουν μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου: Τον Phol και τον Sind που είναι ινδουιστές, τον Ali που είναι μουσουλμάνος. Αυτοί οι τρεις άντρες μας βοήθησαν να βρούμε σπίτι και δουλειά κάποτε στην Γερμανία, όταν βρεθήκαμε στον δρόμο με τον σύζυγό μου. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τους πολυαγαπημένους ορθόδοξους φίλους μου, που με στήριξαν όλα τα χρόνια που είμαι στην Ελλάδα. Δεν ξεχνάω την εβραία φίλη μου την Betty, η οποία πάντα έχει τον τρόπο της να με ανεβάζει και για μένα δεν είναι μόνο φίλη, αλλά μια πραγματική αδελφή. Δεν ξεχνάω ποτέ τον πάτερ Laszlo, τον καθολικό ιερέα, ο οποίος με δίδαξε να αγαπάω όλους τους ανθρώπους της γης και να συγχωρώ αυτούς που με πληγώνουν. Δεν ξεχνάω την Ίλντα και την Δέσποινα, οι οποίες ανήκουν στην ευαγγελική εκκλησία και προσεύχονται για μένα, για να γιατρευτώ από την ανίατη πάθησή μου. Δεν ξεχνώ την φίλη μου την Στέλλα, η οποία είναι μάρτυρας του Ιεχωβά και μου έκανε δώρο το πιο όμορφο φυτό που έχω στο σπίτι μου: το «αγκάθι του Χριστού» που είναι γεμάτο μπουμπούκια και μέχρι το Πάσχα σίγουρα θα ανθίσει. Και δεν ξεχνώ τον αγαπημένο μου συγγραφέα τον αλβανό Gazmend Kaplani ο οποίος δηλώνει ότι είναι αθεϊστής. Αυτόν τον άνθρωπο τον έχω πρότυπο, γιατί με την πέννα του παλεύει για τα ανθρώπινα δικαιώματα των μεταναστών που ζουν στην Ελλάδα και τολμάει να γράφει εκεί όπου οι Έλληνες σιωπούν.
Margherita Kakany