Του Ηλία Κωτούλα
Κάποια ιδιαίτερη χαρά και συγκίνηση νιώθω κάθε χρόνο ετούτες τις μέρες που καλοδέχομαι τον μήνα του Μάρτη.
Θυμούμαι και αναπολώ με πόση λαχτάρα τον περιμέναμε παιδιά. Γέμιζε με χαρά και αισιοδοξία η ψυχή μας, όταν οι μανάδες μας, μας περνούσαν στο χέρι την ασπροκόκκινη κλωστή, τον Μάρτη που τη λέγαμε. Ελάτε να σας βάλω Μάρτη, έλεγε η συγχωρεμένη η μαμάνα, η γιαγιά μου. Ελάτε μη σας μαυρίσει ο ήλιος. Πού να βρω τα λόγια να περιγράψω τις στιγμές εκείνες. Πάει ο χειμώνας, λέγαμε, ήρθε ο Μάρτης. Ήρθε η άνοιξη. Έφυγε ο χειμώνας ο βαρύς, που περάσαμε. Στην αυλή της θείας μου της Σταμούλας ήταν μια κορομηλιά - τζερντζιλιά, που βιάζονταν κάθε χρόνο να προβάλλει τ’ άσπρα λουλουδάκια της, ποιυ τα καμάρωνε όπως οι νύφες τα στολίδια τους.
Μόλις τα βλέπαμε πετούσαμε απ’ τη χαρά μας και φωνάζαμε ο ένας τον άλλο... Γιώργο, άνθισε η τζερντζιλιά. Έλα να δεις, γέμισε λουλούδια και μπουμπούκια. Πολλές φορές ο Μάρτης έκανε τα καπρίτσια του. Κι έριχνε κανένα ψιλό χιονάκι και τότε αυθόρμητα έρχονταν στο νου μας τα λόγια του ποιητή: ...Σμίγουν ανθοί με χιόνια, θα ’ρθούν τα χελιδόνια. Πολλοί θα νόμιζαν πως κάηκαν τα λουλουδάκια, όμως έπεφταν έξω, γιατί όταν ερχόταν ο καιρός ήταν φορτωμένα με καρπό.
Πολλές φορές την εποχή αυτή μου ’ρχονται στο νου τα λόγια του ποιητή «Γλυκό του Μάρτη μήνυμα θ’ ανθίσει η πασχαλιά θα λιώσουνε τα χιόνια θα ’ρθούν τα χελιδόνια. Αχ, πόση ελπίδα και πόση παρηγοριά μου δίνουν τα λόγια αυτά.
«Θα λιώσουνε τα χιόνια, θα ’ρθούν τα χελιδόνια». Απέναντι απ’ τη βεράντα του σπιτιού μου είναι μια χελιδονοφωλιά, που χρόνια την παρακολουθώ. Όταν το φθινόπωρο φεύγουν τα πουλιά και επικρατεί μια ανυπόφορη ησυχία, τότε νιώθω βαθύτερα το νόημα του στίχου του ποιητή «...Και η φλύαρη χελιδονοφωλιά χορτάριασε παντέρημη και μόνη...».
Ίσως θα γελούσαν πολλοί, που σαν μικρό παιδί περιμένω κάθε άνοιξη τα πουλιά και με την αγωνία μου, αν θα ξανάρθουν, γιατί το ταξίδι τους είναι μακρινό και οι κίνδυνοι πολλοί στο δρόμο τους. Γιομίζει με χαρά και αισιοδοξία η ψυχή μου, όταν ξανάρχονται στη φωλιά τους και γιομάτα ζωντάνια φέρνονται σαν στο σπίτι τους, που λέμε.
Πρώτη τους φροντίδα να την περιποιηθούν τη φωλιά και να συμπληρώσουν όσα χάλασε η βαρυχειμωνιά.
Πολλές φορές βρίσκουν και κανένα ανεπιθύμητο νοικάρι. Κανέναν σπουργίτη που ξεχειμώνιασε μια χαρά και δεν του ’ρχεται καλά να φύγει, χωρίς να πληρώσει ούτε δεκάρα για το νοίκι τόσων μηνών.
Αφού την επισκευάσουν και τακτοποιηθούν ετοιμάζονται να γεννήσουν τ’ αυγά τους. Είναι να τα καμαρώνεις και να ζηλεύεις για την αγάπη και την τρυφερότητα που δείχνουν μεταξύ τους, τόση που θα τη ζήλευαν τα περισσότερα από τα νιόπαντρα ζευγάρια μας. Μόλις γεννήσουν τ’ αυγά το θηλυκό κάθεται να τα κλωτσήσει και το αρσενικό του φέρνει τροφή και το ταΐζει στο στόμα. Όταν κουραστεί για να ξεμουδιάσει βγαίνει απ’ τη φωλιά, τη θέση του παίρνει το αρσενικό, χωρίς κανένα δισταγμό και βαρυγκόμηση. Όταν βγουν τα χελιδονάκια, ακούραστο το ζευγάρι κουβαλάει κάθε μέρα τροφή, μέχρι να μεγαλώσουν.
Έγραψα και σε άλλο σημείωμά μου για την αγάπη αυτή των πουλιών με τον τίτλο «Δεν ζουν τα περιστέρια χωρισμένα» κι έλεγα πόσο θα πρέπει να παραδειγματισθούν τα νιόπαντρα ζευγάρια απ’ τη συμπεριφορά αυτή των πουλιών, που ο λαός μας πρόσεξε από παλιά και συχνά λέει: αυτό το ζευγάρι αγαπιέται σαν τα τρυγόνια - σαν τα περιστέρια.
Όπως κάθε χρόνο, περιμένω και φέτος τα αγαπημένα μου χελιδόνια και κοιτάζω συνέχεια πότε θα γυρίσουν, για να γεμίσουν την ψυχή μου με χαρά και να δώσουν κουράγιο και αισιοδοξία στη ζωή που μ’ απόμεινε.