Του Κώστα Γιαννούλα
Για να γράψω και να δημοσιεύσω την παρούσα επιστολή, προβληματίστηκα, ομολογουμένως, πολύ και επί ένα χρόνο περίπου. Έκρινα, όμως, εν τέλει, ότι έπρεπε, έστω και καθυστερημένα, να μιλήσω προς γνώση και, ενδεχομένως, προς συμμόρφωση ορισμένων.
Συγκεκριμένα, λίγο πριν τις βουλευτικές εκλογές του 2009, στο πλαίσιο εθελοντικής προσφοράς και με απόφαση του τότε υπουργού Παιδείας προσφέρθηκα ν’ αναλάβω τα καθήκοντα του προέδρου της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Λάρισας, που τότε στεγαζόταν επί χρόνια σε ενοικιαζόμενο επί της Παπακυριαζή κτίριο με διευθυντή τον αείμνηστο Γ. Λιακόπουλο. Η θητεία προβλεπόταν να είναι τριετής. Αξίζει, μάλιστα, να σημειωθεί ότι την εποχή εκείνη είχε παύσει προ πολλού να λειτουργεί εποπτικό συμβούλιο και δεν έγινε παραλαβή και παράδοση.
Ένα χρόνο μετά, εντελώς ξαφνικά, απεβίωσε ο διευθυντής, οπότε για ένα διάστημα και μέχρι να ορισθεί αντικαταστάτης του κάλυψα και το κενό του βοηθούμενος απ’ τους συνεργάτες μου στο εποπτικό συμβούλιο και απ’ τους εργαζόμενους στη βιβλιοθήκη.
Σ’ αυτό το μεταξύ αλλά και μετά τον ορισμό διευθύντριας γνώρισα σε βάθος τα προβλήματα, που κουβαλούσε επί χρόνια η βιβλιοθήκη, ενημερώσαμε, κατόπιν, και ενοχλήσαμε επανειλημμένα γι’ αυτά τους αρμόδιους στο Υπουργείο, το οποίο, σημειωτέον, είχε παύσει προ πολλού να την καλύπτει οικονομικά ακόμη και για την αντιμετώπιση ανελαστικών λειτουργικών δαπανών, με συνεντεύξεις και δημοσιεύματα κάναμε γνωστά τα προβλήματα στους Λαρισαίους και πήραμε πρωτοβουλίες, προκειμένου εκτός των άλλων να επανασυνδέσει η ΔΕΠΑ Θεσσαλίας το φυσικό αέριο, αφού προηγουμένως ξεπαγιάσαμε επί μήνες, να συντηρηθεί και να κινηθεί και πάλι το αυτοκίνητο της κινητής βιβλιοθήκης, που σκούριαζε απ’ την ακινησία, αφού προηγήθηκε υπογραφή τριετούς σύμβασης συνεργασίας μεταξύ βιβλιοθήκης και Δήμου Λαρισαίων, που παραμένει σε ισχύ.
Παράλληλα, σε συνεργασία με την Περιφερειακή Διεύθυνση Εκπαίδευσης Θεσσαλίας υποβάλαμε προτάσεις, για να ολοκληρωθούν οι εργασίες και να παραδοθεί προς χρήση το ιδιόκτητο κτίριο επί της οδού 28ης Οκτωβρίου. Προς τον σκοπό αυτό αλλά και για άλλα θέματα, εκτός απ’ τις συχνές τηλεφωνικές επαφές και την πυκνή αλληλογραφία, επισκεφθήκαμε ιδίαις δαπάναις δύο φορές τον αρμόδιο Διευθυντή Βιβλιοθηκών και άλλους παράγοντες στην Αθήνα, αρμόδιους για την κατασκευή του έργου, και ασκήσαμε πίεση, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί και να επισπευθούν οι εργασίες για παράδοση και παραλαβή του. Αυτό κατέστη δυνατόν στα τέλη του 2012 αλλά με ημιτελή το 2ο όροφο, που παραμένει τέτοιος μέχρι και σήμερα.
Στις αρχές του 2013, παρά την ελλιπή χρηματοδότηση και τις πολλές ελλείψεις, εποπτικό συμβούλιο, διευθύντρια και εργαζόμενοι πήραμε την απόφαση να μετακομίσουμε στο νέο κτίριο, κάτι που έγινε εφικτό χάρις στο φιλότιμο της Διεύθυνσης και κυρίως των εργαζομένων στη Βιβλιοθήκη, που κυριολεκτικά ξεπατώθηκαν.
Την ίδια περίοδο, μια που είχε, εν τω μεταξύ, λήξει η τριετής θητεία των μελών του εποπτικού συμβουλίου, ζητήθηκε απ’ το Υπουργείο να υποβληθούν νέες αιτήσεις από όσους ενδιαφέρονται. Υπέβαλα αίτηση και εγώ εξηγώντας εγγράφως τους λόγους, για τους οποίους ζητούσα την ανανέωση της θητείας μου ως προέδρου, εκ των οποίων ο πιο σημαντικός ήταν να μου δοθεί η δυνατότητα να ολοκληρώσω αυτό, που είχα ήδη ξεκινήσει, και να δω επί προεδρίας μου τη βιβλιοθήκη να λειτουργεί υπό κανονικές συνθήκες στο νέο της κτίριο. Άλλωστε, η προσφορά μου ήταν σε εθελοντική βάση και χωρίς την παραμικρή αποζημίωση.
Ως εδώ, ουδέν επιλήψιμο. Λίγο καιρό αργότερα, όμως, και συγκεκριμένα τον περασμένο Μάρτιο είδα δημοσιευμένη τη σύνθεση του νέου εποπτικού συμβουλίου και το όνομά μου όχι στη θέση, που επιθυμούσα, αλλά του αναπληρωματικού μιας εκ των τακτικών μελών του! Ομολογώ, ότι δεν το πίστευαν τα μάτια μου, γιατί θεώρησα, αν μη τι άλλο, μειωτική την αντιμετώπιση, μια που εκτός των άλλων μέχρι και σήμερα δεν βρέθηκε κανείς απ’ τους αρμόδιους να μου εξηγήσει προς τι αυτού του είδους η συμπεριφορά. Αξιολογήθηκα, τάχα, και θεωρήθηκε ότι απέτυχα; Τους έγινα στενός κορσές και κατά συνέπεια ενοχλητικός και δυσάρεστος; Συνέβη κάτι άλλο, που δεν έπεσε στην αντίληψή μου; Όλα αυτά αποτελούν αναπάντητα ερωτήματα.
Βεβαίως, κανείς δεν είναι αναντικατάστατος και, σίγουρα, δεν ήταν υποχρεωμένοι οι αρμόδιοι του Υπουργείου και όσοι άλλοι ασχολήθηκαν με την υπόθεση να σεβασθούν την επιθυμία μου. Για λόγους, όμως, δεοντολογίας και μόνο, θα μπορούσαν, κάλλιστα, να μην με συμπεριλάβουν καθόλου στη σύνθεση των μελών του συμβουλίου χάριν της ανανέωσης και να αρκεσθούν σ’ ένα απλό «ευχαριστούμε» για τη συνεργασία και όλα να τελειώσουν ομαλά. Κάτι τέτοιο, όμως, αποτελεί, φαίνεται, για κάποιους ψιλά γράμματα.
Ευτυχώς, ωστόσο, που παρέδωσα σ’ έναν γνωστό για την αξιοσύνη του και την προσφορά του στην πόλη, στον πολιτισμό και στην τοπική ιστορία Λαρισαίο γιατρό, στον κ. Νίκο Παπαθεοδώρου, στον οποίο, για μια ακόμη φορά, εύχομαι καλή επιτυχία στο έργο του, που τη θεωρώ δεδομένη και ξέρει, πώς το εννοώ.