Του Ηλία Κανέλλη
Όταν, την εβδομάδα που πέρασε, δόθηκε στη δημοσιότητα η δημοσκόπηση της Alco, που επιβεβαίωνε άλλες προϋπάρξασες δημοσκοπήσεις, ότι το «Ποτάμι», το νεοσύστατο κόμμα υπό τον δημοσιογράφο Σταύρο Θεοδωράκη, είναι τρίτο στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων, η πρώτη αντίδραση, ασφαλώς, είναι πως πρόκειται για μεθοδολογικό λάθος. Πώς μπορεί να μετρηθεί ένα κόμμα από το οποίο γνωρίζουμε μόνο τον αρχηγό του και, ίσως, μερικά στελέχη του;
Όπως και να ’χει, πάντως, οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν κατ' επανάληψη μια μόνιμη τάση: οι πολίτες συνεχίζουν να μην εμπιστεύονται το παλιό πολιτικό σύστημα αλλά, ταυτόχρονα, αρνούνται να ακολουθήσουν το άρμα και των δυνάμεων που καταγράφηκαν ως αντισυστημικές, καρπούμενες τη διαμαρτυρία. Η δημοσκοπική καθήλωση και η κάμψη του ΣΥΡΙΖΑ δείχνει καχυποψία από το μεγαλύτερο μέρος των ψηφοφόρων, ενώ είναι μόνιμη η προσδοκία ανασύστασης μιας μεγάλης κεντρώας πολιτικής δύναμης που θα εργάζεται για τη στήριξη των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας, την ενίσχυση (όσο είναι δυνατόν) του κοινωνικού κράτους, την εμβάθυνση του ευρωπαϊκού προσανατολισμού και τη συνέχιση των δειλών μεταρρυθμίσεων στον Δημόσιο Τομέα, στην Παιδεία, στην Υγεία, στην απελευθέρωση της αγοράς από συντεχνιακές δυνάμεις κρδοσκόπων και στη δημιουργία ενός δικαιότερου φορολογικού συστήματος... Ο χώρος αυτός φάνηκε ότι μπορούσε να καταληφθεί από τη δυναμική των «58», που όμως σκόνταψαν στο παλαιοκομματικό τείχος και την απόπειρα αυτοσυντήρησης του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ. Το «Ποτάμι» εκφράζει μεγάλο μέρος της δυναμικής που είχε στην αρχή η κίνηση των «58». Ασφαλώς, όμως, είναι ισχυρότερη, για τρεις κυρίως λόγους:
α) επειδή ο αρχηγός είναι προσωπικότητα της τηλεόρασης, με πασίγνωστη και δημοφιλή δημόσια εικόνα, αυτή του ανθρώπου της διπλανής πόρτας,
β) επειδή από την αρχή έκανε γνωστό ότι θέλει να εκφράσει το «νέο» κι ότι, για ακριβώς αυτό τον λόγο, έχουν αποκλειστεί οι συμμαχίες και οι συστρατεύσεις με πρόσωπα και κόμματα του συστήματος που οδήγησε τη χώρα στη χρεοκοπία,
γ) επειδή, μολονότι δεν υπάρχει ακόμα οργανωτική δομή και διείσδυση του κόμματος στην κοινωνία, δραστηριοποιούνται με διάφορους τρόπους και σε διαφορετικά επίπεδα πρόσωπα που έχουν διακριτό στίγμα στα δημόσια πράγματα και κύρος από τις ανεξάρτητες παρεμβάσεις τους.
Σε μια συζήτηση με παλαίμαχο έμπειρο δημοσιογράφο και αναλυτή της δημόσιας ζωής για το «Ποτάμι», μου επισήμανε ότι δεν μπορεί να πει τίποτα για το κόμμα επειδή το μόνο δεδομένο που έχει είναι ο αρχηγός του. Όσο γι' αυτόν, μου τόνισε ότι είναι δέσμιος σε μεγάλο βαθμό της επικοινωνιακής στρατηγικής του. «Ένα κόμμα που τείνει να ταυτιστεί με τον αρχηγό του, η δημόσια εικόνα του οποίου είναι ενός πενηντάρη καλοδιατηρημένου που αναζητά την περιπέτεια, κυκλοφορώντας διαρκώς με ένα σακίδιο στον ώμο, πολύ σύντομα θα αντιμετωπίσει πρόβλημα ταυτότητας», επισήμανε ο συνομιλητής μου. Για να προσθέσει:
«Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα μυθιστορήματα της μεταπολεμικής Ελλάδας είναι το «Κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου. Στο πρώτο αφηγηματικό επίπεδο, είναι η ιστορία μιας ομάδας αριστερών ανταρτών τα χρόνια του εμφυλίου που πρέπει να μεταφέρουν ένα κιβώτιο, καταδιωκόμενοι και μέσα από αντίξοες συνθήκες, στο αρχηγείο των ανταρτών, στα βουνά. Έπειτα από μεγάλες περιπέτειες, το κιβώτιο παραδόθηκε χάρη στην αυταπάρνηση του ενός επιβιώσαντος της ομάδας - αλλά προς έκπληξή του ήταν άδειο. Πολύ φοβάμαι ότι η ιστορία του μυθιστορήματος μπορεί να γίνει πραγματικότητα στη ζωή και το σακίδιο του Σταύρου Θεοδωράκη να αποδειχθεί άδειο».
Η μικρή αυτή παραβολή θα μπορούσε να έχει ακριβώς αυτή την κατάληξη - οπότε η εκκρεμότητα για τις δυνάμεις που θα καλύψουν τον χώρο του Κέντρου θα συνεχίζεται και θα επιτείνει τη δυσλειτουργία του πολιτικού συστήματος και τα αδιέξοδα των ψηφοφόρων. Μπορεί όμως και να μην οδηγηθούν τα πράγματα στην αποτυχία. Τρεις λόγοι μπορεί να είναι καθοριστικοί για την εξέλιξη του εγχειρήματος του Ποταμιού:
α) Ο Θεοδωράκης είναι μεν ένας επιτυχημένος τηλεοπτικός δημοσιογράφος, αλλά δεν είναι φτιαγμένος με τα υλικά του Μπέπε Γκρίλο. Είναι από τα ελάχιστα πρόσωπα της ελληνικής τηλεόρασης με απήχηση στα λαϊκά στρώματα που δεν αναπαρήγε τη ρητορική της λεγόμενης «αντιμνημονιακής» διαμαρτυρίας. Επιπλέον, είναι αυτός που «έχτισε» μια δημοφιλή ιστοσελίδα, το protagon.gr, με υλικά που προσέφεραν ορισμένες από τις πιο αναλυτικές φωνές του ελληνικού δημόσιου λόγου: αίρεση, κεφάτη και διεισδυτική γραφή, ανάλυση, δημοκρατική προσήλωση στο διάλογο.
β) Η αποφυγή ακόμα και καλημέρας (που λέει ο λόγος) με εκπροσώπους «του παλιού κόσμου» δεν σημαίνει ότι οι άνθρωποι του νέου κόμματος ήρθαν από τον ουρανό. Ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Σταύρος Τσακυράκης, π.χ., που εκπροσώπησε το «Ποτάμι» την περασμένη εβδομάδα στη Δημόσια Τηλεόραση, είναι μια προσωπικότητα με θητεία δεκαετιών στον χώρο της Ανανεωτικής Αριστεράς ενώ η επιστημονική του δεινότητα στη διεκδίκηση της ελευθερίας της έκφρασης, του έχουν εξασφαλίσει διεθνή αναγνώριση. Ο Νίκος Μαραντζίδης, επίσης, καθηγητής Νεότερης Ιστορίας και επίσης με οργανωτική θητεία στην Ανανεωτική Αριστερά στη νεότητά του, είναι ένα από τα πρόσωπα που συγκρούστηκε κατ’ επανάληψη επειδή καταγράφηκε ως «αναθεωρητής» μιας κυρίαρχης στο Πανεπιστήμιο, «αριστερής» ανάγνωσης του Εμφυλίου, στην οποία κυριαρχούσαν ο ηρωισμός των ηττημένων και η θυματοποίησή τους.
γ) Η άρνηση παρουσίασης συνολικότερου προγράμματος, αποσαφήνισης μιας πολιτικής στρατηγικής και συνολικότερης τοποθέτησης σε ιδεολογικό πλαίσιο δεν είναι κατ' ανάγκην μειονέκτημα. Σε ένα ρευστό πεδίο, όπου τα προγράμματα των κομμάτων χρησίμευσαν τα περασμένα χρόνια μόνο ως χάρτες συσπείρωσης οπαδών, το «Ποτάμι» επιλέγει μια στρατηγική χαλαρής ιδεολογικοποίησης της πολιτικής διαμάχης, δίνοντας έμφαση στο πλαίσιο των προσδοκιών όσο το δυνατόν ευρύτερων δυνάμεων. Είναι πιο ρεαλιστικό, ωστόσο, να λες ότι στόχος είναι να ζήσουμε ως δυτικοί άνθρωποι και να αντιμετωπίσουμε τα άμεσα προβλήματα μιας κοινωνίας σε απόγνωση, πώς και πού θα βρούμε δουλειά δηλαδή, παρά να υπόσχεσαι πολιτικές ανατροπής και σύγκρουσης και μια μόνιμη περιπέτεια. Ο κόσμος είναι κουρασμένος - αλλά κανένα κόμμα έως σήμερα δεν το παραδέχεται.
Πριν από λίγους μήνες, σε μια εκδήλωση στο βιβλιοπωλείο Free Thinking Zone, στο κέντρο της Αθήνας, ο καθηγητής Νίκος Μαραντζίδης υποστήριξε ότι, σε περιόδους όπου κυριαρχούν ο αντισυστημικός λαϊκισμός και η όξυνση του συγκρουσιακού πολιτικού λόγου, δεν μπορεί να μην καταφύγει σε έναν ήπιο λαϊκισμό και η πλευρά που υποστηρίζει τη διόρθωση της πορείας της χώρας και την έξοδο από την κρίση με ήπιες μεταρρυθμίσεις και χωρίς να αλλάξει ο βασικός ιδεολογικοπολιτικός προσανατολισμός της. Η προσπάθεια του «Ποταμιού», έχω την αίσθηση, είναι ακριβώς αυτό: μια κίνηση που απευθύνεται στα ευρύτερα στρώματα όχι αποκλειστικά στο όνομα της λογικής αλλά και ως lifestyle, ως υπόσχεση, ως άνοιγμα προοπτικής.
Αυτή η πολιτική έχει ένα καλό και ένα κακό. Το καλό: μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να γιγαντώσει γρήγορα έναν πολιτικό σχηματισμό, που υπόσχεται επιστροφή σε έναν τύπο κανονικότητας χωρίς την αβεβαιότητα μελλοντικών ανατροπών (που διακηρύσσει η Αριστερά, αλλά και υποκρύπτει η πολιτική πορεία των ΑΝΕΛ και της Χρυσής Αυγής), αλλά και χωρίς τη διαφθορά, το πελατειακό σύστημα και τις δουλείες και τα φθαρμένα πρόσωπα που βαρύνουν τα κατεστημένα κόμματα εξουσίας - τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ.
Το κακό: μια σύντομη γιγάντωση ενός τέτοιου σχήματος εύκολα μπορεί να φέρει στο προσκήνιο πρόσωπα και πολιτικές που, προφανώς, δεν είναι στις σημερινές προθέσεις του αρχηγού: ακραίους λαϊκισμούς, εξουσιομανία, διαφθορά. Όσο είσαι μικρό σχήμα μπορείς να ελέγχεις τα πράγματα. Όσο μεγαλώνεις, όλο και πιο πολλά πρόσωπα δημιουργούν δεδομένα ερήμην σου.
Το σακίδιο του Σταύρου Θεοδωράκη, δηλαδή, δεν είναι άδειο. Έχει διάφορα μέσα, ατάκτως ερριμμένα. Το θέμα είναι τι θα γίνει όταν, κάποια στιγμή, χρειαστεί να μπει τάξη. Και αν, στην επόμενη φάση, ο ήπιος λαϊκισμός μπορεί να ελεγχθεί.