Από τον Κων/νο Οικονόμου
Ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης γεννήθηκε στην Τσάδα Πάφου της μαρτυρικής Κύπρου μας στις 27/2/1938. Σαν μαθητής του Γυμνασίου από το 1950, έζησε τους δύσκολους καιρούς που περνούσε η Κύπρος στην προσπάθειά της να διώξει τον ζυγό του Άγγλου κατακτητή που δήλωνε απερίφραστα ότι ουδέποτε θα έδιδε την ελευθερία στους Κυπρίους, παρά το δημοψήφισμα υπέρ της Ένωσης με τη μητέρα πατρίδα. Πρέπει να σημειωθεί ότι καμιά άλλη εποχή της πολυτάραχης ιστορίας της Κύπρου δεν εμπνεύστηκαν τόσοι πολλοί και διαλεχτοί νέοι να αγωνιστούν και να πέσουν στον βωμό της ελευθερίας, γιατί το όραμα ήταν διπλό: Ελευθερία και Ένωση. Σ' αυτό το πνεύμα, ο Ευαγόρας έγινε ένας φλογερός αγωνιστής, ένας δυναμικός επαναστάτης, που με την προσωπικότητά του ενέπνεε τους συμμαθητές του, αλλά και όλους τους Έλληνες της Κύπρου. Ο έφηβος Ευαγόρας παθιασμένος για ελευθερία, έβρισκε διέξοδο στην ποίηση. Το ταλέντο και η αγνότητα της ψυχής του μας έδωσαν στίχους, που αντηχούν στις ψυχές όλων των αγωνιζόμενων Ελλήνων. Την 1η/6/1953 (15 ετών), παραμονή της στέψης της βασίλισσας των Άγγλων κατακτητών Ελισάβετ Β', και με αφορμή την ανάρτηση της αγγλικής σημαίας αντί της ελληνικής στο Γυμναστήριο Πάφου, οργανώθηκε μαθητική διαδήλωση διαμαρτυρίας. Ο Ευαγόρας αναρριχόμενος στον ιστό κατέβασε τη σημαία του κατακτητή. Τον Απρίλιο 1955 ορκίστηκε μέλος της Ε.Ο.Κ.Α., ενώ στις 19/6/1955 έλαβε μέρος στην ανατίναξη των δικαστηρίων της Πάφου. Στις 17/11/1955 συνελήφθηκε για την προσπάθειά του να προστατεύσει συμμαθητή του που δεμένο τον κτυπούσαν Άγγλοι στρατιώτες. Αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση μέχρι τη δίκη που θα γινόταν στις 6 Δεκεμβρίου. Όμως, μια μέρα πριν τη δίκη, στις 5/12/55 (17 ετών), ανέβηκε στα βουνά της Πάφου. Ήταν μια ενέργεια, σοβαρού προβληματισμού και έντονων αισθημάτων, για τους ανθρώπους που αγαπούσε, για τα ιδανικά του, για την πατρίδα, για τη λατρεία του για την ελευθερία. Αυτό φαίνεται από τους στίχους του ποιήματος “Λευτεριά”, που άφησε παρακαταθήκη στους συμμαθητές του:
“Θα πάρω μιαν ανηφοριά, Θα πάρω μονοπάτια, Να βρώ τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά. Θ' αφήσω αδέρφια, συγγενείς, τη Μάνα, τον Πατέρα, μες στα λαγκάδια πέρα, και τις βουνοπλαγιές. Ψάχνοντας για τη λευτεριά, θα ‘χω παρέα μόνη, κατάλευκο το χιόνι, βουνά και ρεματιές. Τώρα κι αν είναι χειμωνιά, θα ‘ρθει το καλοκαίρι, τη Λευτεριά να φέρει, σε πόλεις και χωριά. (...) Τα σκαλοπάτια θ' ανεβώ, θα μπω σ' ένα παλάτι, το ξέρω θα ‘ν' απάτη, δε θα ‘ναι αληθινό. Μες το παλάτι θα γυρνώ ώσπου να βρω το θρόνο, βασίλισσα μια μόνο θα κάθεται σ' αυτόν. Κόρη πανώρια, θα της πω, άνοιξε τα φτερά σου και πάρε με κοντά σου, Μονάχ' αυτό ζητώ.”
Το βάπτισμα του πυρός πήρε στην επίθεση κατά του Α. Σ. Δρούσειας λίγο πριν τα Χριστούγεννα 1955, και η δράση του συνεχίστηκε στα χωριά της Πάφου, στο Κτήμα, στη Λευκωσία, κ.α. Τη νύκτα της 18/12/56 (18ετής) συνελήφθηκε στη Λυσό Πάφου από Άγγλους μαζί με συντρόφους του μεταφέροντας οπλισμό. Στις 25/2/1957, όταν κατηγορήθηκε για μεταφορά όπλου, αψηφώντας τις επιπτώσεις, λεοντόκαρδα παραδέχτηκε ενοχή καταδικαζόμενος σε θάνατο. Ακολούθησαν πολλές διαμαρτυρίες από την Κύπρο και το εξωτερικό. Έγινε αίτηση χάριτος προς τη βασίλισσα των αποικιοκρατών, αλλά στην “καρδιά” της 30χρονης μητέρας (που γιόρτασε πέρσι το αδαμάντινο -60 έτη - ιωβηλαίο της στο θρόνο) Ελισσάβετ δεν υπήρχε ανθρωπιά και την απέρριψε. Βέβαια ο Ευαγόρας, η ψυχή της “διψασμένης” για Ελλάδα Κύπρου, ποτέ δεν θα άντεχε τον οίκτο του κατακτητή, την ντροπή της χάριτος. Ο Ευαγόρας απαγχονίστηκε τα μεσάνυχτα της 13ης προς 14η Μαρτίου 1957. Ήταν 19 ετών μα έγινε αθάνατος. Στο άκουσμα του θανάτου του ήρωα, ο Δωδεκανήσιος Φώτης Βαρέλης έγραψε ένα συγκλονιστικό ποίημα για τον Ευαγόρα. Ας το θυμηθούμε:
«Εψές πουρνό μεσάνυχτα στης φυλακής τη μάντρα
μες στης κρεμάλας τη θελιά σπαρτάραγε ο Βαγόρας.
Σπαρτάρησε, ξεψύχησε, δεν τ’ άκουσε κανένας.
Η μάνα του ήταν μακριά, ο κύρης τους δεμένος,
οι νιοι συμμαθητάδες του μαύρο όνειρο δεν είδαν,
η νια που τον ορμήνευε δεν είχε νυχτοπούλι.
Εψές πουρνό μεσάνυχτα θάψαν τον Ευαγόρα.
Σήμερα Σάββατο ταχιά όλη η ζωή σαν πρώτα.
(...)
Χτυπά κουδούνι, μπαίνουνε στην τάξη του ο καθένας.
Μπαίνει κι η πρώτη η άταχτη κι η Τρίτη που διαβάζει,
μπαίνει κι η Πέμπτη αμίλητη, η τάξη του Ευαγόρα.
- Παρόντες όλοι; - Κύριε, ο Ευαγόρας λείπει.
- Παρόντες, λέει ο δάσκαλος∙ και με φωνή που τρέμει:
- Σήκω Ευαγόρα, να μας πεις ελληνική ιστορία.
Ο δίπλα, ο πίσω, ο μπροστά, βουβοί και δακρυσμένοι,
αναρωτιούνται στην αρχή, ώσπου η σιωπή τους κάμνει
να πέσουν μ’ αναφιλητά ετούτοι κι όλη η τάξη.
- Παλληκαρίδη, άριστα, Βαγόρα, πάντα πρώτος,
στους πρώτους πρώτος, άγγελε πατρίδας δοξασμένης,
συ μέχρι χθες της μάνας σου ελπίδα κι αποκούμπι,
και του σχολειού μας σήμερα Δευτέρα Παρουσία.
Τα ‘πε κι απλώθηκε σιωπή πα’ στα κλαμένα νιάτα,
που μπρούμυτα γεμίζανε της τάξης τα θρανία,
έξω απ’ εκείνο τ’ αδειανό, παντοτινά γεμάτο!».
Τούτο το αριστούργημα περιεχόταν στο παλιό βιβλίο Γλώσσας της Στ΄ Δημοτικού, (γ΄ τεύχος). Δεν άρεσε στους ιθύνοντες της Παιδείας μας, που έπαψε να είναι Εθνική. Τους φάνηκε προφανώς «εθνικιστικό», γιατί μπερδεύουν, σκόπιμα, πατριωτισμό και εθνικισμό. Για ηρωισμούς θα μιλάμε τώρα στους μαθητές. Αίματα, κόκαλα, δημιουργούν ψυχολογικά προβλήματα στα παιδιά, δεν θα κοιμούνται, θα βλέπουν εφιάλτες. Άλλωστε τα ελληνόπουλα σήμερα καλούνται να αξιοποιήσουν τις “νέες δεξιότητες” της πολυπολιτισμικής, χρεοκοπημένης, γενικής, άνοστης και ανούσιας εκπαίδευσης που θα βγάλει ικανούς χλιαρούς πολίτες μιας παγκόσμιας “σούπας” πολιτισμών, μιας σούπας που δεν θα συνάδει με ηρωισμούς και επαναστάσεις. Ενώ «οι συνταγές μαγειρικής», «οι οδηγίες χρήσης καφετιέρας», «η Σόνια, η γάτα που έγινε ήρωας» και τόσα άλλα κεντρικά αναγνώσματα περισπούδαστης “λογοτεχνίας” στη σημερινή Στ’ τάξη του Δημοτικού, ανταποκρίνονται πλήρως στην υψηλή αποστολή της διά βίου… απαιδευσίας. Βγαίνει ο Παλληκαρίδης για να μπουν στη θέση του οδηγίες χρήσης κλιματιστικού. Αχ, πατρίδα «εκεί που κρεμούσαν οι καπεταναίοι τ’ άρματα, κρεμούν οι γύφτοι τα νταούλια». Στις κρίσιμες ώρες που περνάμε, κάτω από το μανδύα της οικονομικής κρίσης και μέσα στο κρυφό ροκάνισμα αξιών της πατρίδας μας, όσοι Έλληνες, πρέπει να βροντοφωνάξουμε: «Σήκω Βαγόρα, σήκω Λεωνίδα, σήκω Παλαιολόγε, σήκω Νικηταρά, Διάκο, Παύλε, Δαβάκη, να μας πείτε ελληνική ιστορία”.