* Από τον Βασίλη Γερογιάννη
Θεμέλιο για την ανάπτυξη μιας χώρας είναι το εκπαιδευτικό της σύστημα. Αν δεχθούμε αυτό ως αξίωμα, τότε ο «θεμέλιος λίθος» για την ανάπτυξη των πληροφορικής στην Ελλάδα τοποθετείται στο 1980, όταν ιδρύθηκε το Τμήμα Μηχανικών Ηλεκτρονικών Υπολογιστών και Πληροφορικής στο Παν/μιο Πατρών. Έκτοτε συστάθηκαν και μέχρι πρότινος λειτουργούσαν 45 τμήματα σε Παν/μια και ΤΕΙ με αντικείμενο τις Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ). Από φέτος, με την εφαρμογή του σχεδίου «ΑΘΗΝΑ», στον χάρτη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης περιλαμβάνονται 31 τμήματα που προσφέρουν προγράμματα σπουδών στις ΤΠΕ. Ο αριθμός των εισακτέων και των αποφοίτων προς και από τα τμήματα ΤΠΕ της χώρας μας ήταν, για πολλά χρόνια, σταθερά αυξανόμενος, ενώ τελευταία παρουσιάζει μια σταθεροποίηση και ίσως μια μικρή μείωση.
Με βάση λοιπόν μόνο αυτά τα στοιχεία, άμεσα θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς ότι η Ελλάδα διαθέτει «επαρκή ποσότητα» εξειδικευμένου επιστημονικού δυναμικού στις ΤΠΕ. Μάλιστα κάποιος παρατηρητής, μη γνώστης της πραγματικότητας, θα ανέμενε η αξιοποίηση του εξειδικευμένου επιστημονικού δυναμικού στις ΤΠΕ να συντελούσε στο να γίνει η χώρα μας μια “Silicon Valley” στη Νότιο-Ανατολιτική Ευρώπη, μια χώρα πρωτοπόρα σε δείκτες καινοτομίας και ανταγωνιστικότητας.
Αντιθέτως η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Για παράδειγμα, στον διεθνή δείκτη ηλεκτρονικής ετοιμότητας (Networked Readiness Index-NRI), τον δείκτη που καταδεικνύει κατά πόσο το επιχειρηματικό περιβάλλον μιας χώρας εκμεταλλεύεται τις δυνατότητες των ΤΠΕ, η Ελλάδα στην κατάταξη του 2013 βρίσκεται στην 64η θέση σε σύνολο 144 χωρών και είναι από τις τελευταίες στην Ευρώπη. Ενδιαφέρουσα πληροφορία που δίνει ο NRI είναι ότι στις πρώτες θέσεις της κατάταξης βρίσκονται σταθερά ευρωπαϊκές χώρες όπως η Φινλανδία, η Σουηδία, η Νορβηγία και η Δανία, χώρες με μεγάλη ανάπτυξη στις ΤΠΕ, που δίνουν ταυτόχρονα ιδιαίτερη σημασία στο να προσφέρουν ένα καλά οργανωμένο και υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης στις ΤΠΕ.
Στους διεθνείς δείκτες καινοτομίας (δείκτες που μετράνε τον βαθμό στον οποίο σε μια χώρα καινοτόμες ιδέες μπορούν να προωθηθούν στην αγορά, ώστε να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας, να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα και κατ’ επέκταση να επιτευχθεί βιώσιμη ανάπτυξη), η κατάταξη της Ελλάδας είναι χαμηλή, όχι μόνο στις μέρες μας, σε εποχή κρίσης, αλλά και διαχρονικά. Προσπαθώντας να αναζητήσουμε τα αίτια για τη χαμηλή θέση της χώρας μας στους δείκτες ηλεκτρονικής ετοιμότητας και καινοτομίας και, και κατ’ επέκταση σε επίπεδα ανταγωνιστικότητας και ανάπτυξης, ας επικεντρωθούμε στο εκπαιδευτικό μας σύστημα, βασιζόμενοι στην αλήθεια που διαχρονικά εκφράστηκε με τη ρήση του Σωκράτη ότι «η παιδεία, σαν την πλούσια χώρα, παράγει όλα τα αγαθά». Ποια είναι λοιπόν η σχέση μεταξύ του συστήματος εκπαίδευσης και του επιπέδου καινοτομίας μιας χώρας;
Πρόκειται για μια σχέση αιτίου - αιτιατού καθώς η εκπαίδευση είναι αυτή που ενισχύει τις γνώσεις και τις δεξιότητες των ατόμων, δημιουργεί πολίτες που είναι ικανοί να δημιουργούν καινοτόμες ιδέες, τις οποίες, όταν τις υλοποιούν, παράγουν προστιθέμενη αξία, ανάπτυξη και πλούτο. Βέβαια αυτό επιτυγχάνεται όταν η εκπαίδευση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την έρευνα και την παραγωγή. Η σχέση μεταξύ εκπαίδευσης και καινοτομίας αποδεικνύεται σε πολλές εμπειρικές μελέτες στην επιστημονική βιβλιογραφία, όσο και σε σειρά μελετών που εκπονούν διεθνείς οργανισμοί. Η ΕΕ έχει ορίσει ως στρατηγικούς στόχους για την ανάπτυξη της Ευρώπης, ήδη από το 2000 στη στρατηγική της Λισσαβόνας, τις κορυφές του «τριγώνου της γνώσης» (knowledge triangle), δηλαδή την εκπαίδευση (education), την έρευνα (research) και την καινοτομία (innovation). Οι τρεις αυτοί παράγοντες πρέπει να αλληλεπιδρούν θετικά προκειμένου μια χώρα να χαρακτηρίζεται από πρόοδο και βιώσιμη ανάπτυξη.
Εστιάζοντας στην εκπαίδευση που παρέχεται στις ΤΠΕ από τα πανεπιστημιακά τμήματα πληροφορικής χωρών που κατατάσσονται ψηλά στους δείκτες καινοτομίας, θα διαπιστώσουμε ότι παρατηρείται ένας επαναπροσδιορισμός των εκπαιδευτικών τους στόχων. Μελετώντας προγράμματα σπουδών τμημάτων ΤΠΕ καινοτόμων ευρωπαϊκών χωρών (π.χ. των Σκανδιναβικών χωρών) και των ΗΠΑ, παρατηρούμε ότι η παρεχόμενη εκπαίδευση στις τεχνολογίες λογισμικού (software engineering) θέτει ως στόχο να δώσει έμφαση, όχι μόνο στο πως παράγεται «ποιοτικό» λογισμικό, αλλά και στην ανάπτυξη δεξιοτήτων για τη δημιουργία καινοτομίας και τη διαχείριση της καινοτομίας μέσω του λογισμικού. Η ανάγκη για τον προσανατολισμό αυτό δημιουργείται λαμβάνοντας υπόψη τις εγγενείς ιδιαιτερότητες του λογισμικού (και κατ’ επέκταση των ιδιαιτεροτήτων της δημιουργίας καινοτομίας μέσω του λογισμικού) σε σχέση με άλλα βιομηχανικά/τεχνολογικά προϊόντα/υπηρεσίες αλλά και τις επιχειρηματικές ευκαιρίες που παρέχουν οι ΤΠΕ. Το όριο για να εισέλθει κανείς στην αγορά λογισμικού (δηλ. η απαιτούμενη αρχική επένδυση στην αρχή τουλάχιστον της ανάπτυξης ενός προϊόντος λογισμικού) είναι χαμηλό. Παραδείγματα κολοσσών όπως η Microsoft και η Google επιβεβαιώνουν τον κανόνα: «αρχικά απαιτείται μόνο ένα κομπιούτερ και ένα γκαράζ για να δημιουργηθεί μια πετυχημένη εταιρία πληροφορικής». Αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα στην εποχή μας καθώς στο διαδίκτυο αναδύονται νέα μοντέλα επιχειρηματικότητας. Το κόστος παραγωγής και διάθεσης λογισμικού στο διαδίκτυο είναι εξαιρετικά χαμηλό. Όμως δημιουργείται ένα διεθνές επιχειρηματικό περιβάλλον τεράστιου ανταγωνισμού όπου εμφανίζονται συνεχώς νέοι παίκτες-εταιρίες που έχουν να ανταγωνιστούν τόσο μεγάλους όσο και μικρούς παίκτες. Και αυτό απαιτεί επένδυση στη διά βίου εκπαίδευση και σε διαρκείς καινοτομίες από κάθε εταιρεία που αναπτύσσει εφαρμογές λογισμικού.
Η εκπαίδευση είναι πράγματι μοχλός για την ανάπτυξη της καινοτομίας σε μια χώρα όταν εφαρμόζεται μια εθνική στρατηγική για την παραγωγή γνώσης που διαχέεται στην οικονομία. Ενώ στην Ελλάδα, σε περίοδο κρίσης, ανοίγουν παντού καταστήματα (ταχείας) εστίασης, οι εξ ανατολών γείτονες αναπτύσσουν τα πανεπιστήμιά τους. Στο Πολυτεχνείο της Μέσης Ανατολής στην Άγκυρα, γνωστό ως METU, υπάρχει μια τεχνόπολη εντός του πανεπιστημιακού campus με 3500 ερευνητές που εργάζονται σε 240 καινοτόμες εταιρίες. Επίσης, ένα άλλο παράδειγμα χώρας που προσελκύει μεγάλες επενδύσεις στις ΤΠΕ είναι αυτό της Ινδίας. Στην Ινδία λειτουργούν το 55% των πιο «ώριμων» (τεχνολογικά και διαχειριστικά) εταιριών πληροφορικής στον κόσμο, και οι περισσότερες από αυτές έχουν την έδρα τους στo Bangalore, στην τεχνόπολη που αποτελεί το ινδικό “Silicon Valley”, ένα κεντρικό άξονα για την οικονομία της χώρας. Αν όμως τα παραδείγματα του τουρκικού παν/μίου και της ινδικής τεχνόπολης φαντάζουν ως «μη ευρωπαϊκά», ας παραδειγματιστούμε από την εθνική στρατηγική καινοτομίας και το εκπαιδευτικό σύστημα ευρωπαϊκών χωρών, όπως της Φινλανδίας, που επενδύει στρατηγικά, εδώ και μια δεκαετία τουλάχιστον, στη συστηματική αξιοποίηση της πληροφορικής, σε κάθε βαθμίδα του εκπαιδευτικού της συστήματος, ώστε να είναι μια από τις πιο καινοτόμες χώρες στον κόσμο.
* Ο Δρ. Βασίλης Χ. Γερογιάννης (gerogian@teilar.gr), είναι αναπληρωτής καθηγητής ΤΕΙ Θεσσαλίας, γενικός γραμματέας Τμήματος Πληροφορικής και Επικοινωνιών Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας