Του Ηλία Κανέλλη
Μερικές μέρες πριν από ακόμα μια εκλογική αναμέτρηση, την τρίτη μέσα στο 2015, και έχει κανείς την εντύπωση ότι η Ελλάδα έχει άπλετο χρόνο και πολλές δυνατότητες μπροστά της, για να διαχειριστεί οποιοδήποτε αποτέλεσμα - ακόμα και αν αυτό οδηγήσει σε μια κυβέρνηση με κορμό την Αριστερά, ή και την Αριστερά, που θα προσπαθεί, για τους δικούς της υπαρξιακούς λόγους, να αθετήσει τους όρους του Τρίτου Μνημονίου που η ίδια υπέγραψε.
Η πραγματικότητα είναι άλλη. Η χώρα είναι κατεστραμμένη. Οι τράπεζες, στην ουσία, απλώς συντηρούν μια οικονομική δραστηριότητα, η οποία σκιάζεται ακόμα από τα capital controls, την ανακεφαλαιοποίησή τους, την αδυναμία εκ μέρους τους στήριξης οποιουδήποτε σοβαρού επενδυτικού έργου. Το ΕΣΠΑ, από το οποίο περνά η όποια επενδυτική δυνατότητα στη χώρα, επί της ουσίας τελεί σε αναστολή. Η ανεργία, η απλήρωτη εργασία ή οι ελαστικές μορφές της τείνει να είναι ο κανόνας της ιδιωτικής οικονομίας. Τα έσοδα του κράτους, εκ των πραγμάτων, θα τείνουν να λιγοστεύουν, όχι μόνο λόγω της συνεχιζόμενης φοροδιαφυγής, αλλά και λόγω της αδυναμίας των φορολογούμενων να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Οι συντάξεις ήδη έχουν αρχίσει να συρρικνώνονται, το επόμενο διάστημα θα συρρικνωθούν περισσότερο - για ορισμένες κατηγορίες συνταξιούχων, μάλιστα, που θα στερηθούν μεγάλο μέρος ή και το σύνολο της επικουρικής σύνταξής τους, τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα. Η ανεργία προβλέπεται να αυξηθεί. Επίσης, η σχέση του πολίτη με το Δημόσιο θα δυσχερανθεί ακόμα περισσότερο: τα νοσοκομεία, οι δημόσιες υπηρεσίες, τα σχολεία ήδη λειτουργούν με ελλείψεις και προβλήματα.
Όλα αυτά τα προβλήματα θα χρειαστεί να αντιμετωπιστούν και, βαθμιαία, να αντιστραφούν. Θα χρειαστεί, δηλαδή, πρώτα να ανακεφαλαιοποιηθούν οι τράπεζες, να δουλέψει η ιδιωτική οικονομία, να εκταμιευθούν τα ΕΣΠΑ και, ταυτόχρονα, να προχωρούν οι μεταρρυθμίσεις στον δημόσιο τομέα, στα κλειστά επαγγέλματα, στην αναδιοργάνωση του κράτους, χωρίς να αναβιώσουν οι διαλυτικές για την πορεία της χώρας διαδηλώσεις, οι εξτρεμιστικές βιαιότητες, οι εκδηλώσεις ανομίας στο όνομα της δήθεν περήφανης ανάδελφης χώρας (που από το 2010, περισσότερα από πέντε χρόνια, μας οδήγησαν στο μη περαιτέρω).
***
Την περιγραφή αυτή της κατάστασης δεν την κάνει, προφανώς, ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος προσπαθεί να κερδίσει την εξουσία, όχι βάσει μιας διακηρυγμένης δέσμευσής του να υλοποιήσει το Μνημόνιο που υπέγραψε, αλλά υποσχόμενος να υπονομεύσει την υπογραφή του. Ο μνημονιακός αντιμνημονιασμός, κατά την έκφραση του Ευάγγελου Βενιζέλου, στην ουσία υποκρύπτει την προσπάθεια υπεξαίρεσης ακόμα μια φορά της ψήφου των πολιτών, προκειμένου ο Αλέξης Τσίπρας να έχει την πλειοψηφία (που, επιτέλους, δηλώνει ότι τη διεκδικεί, μόνος ή με τα γνωστά δεκανίκια, τους πρώην συντρόφους του, της ΛΑΕ του Παναγιώτη Λαφαζάνη και της Ζωής Κωνσταντοπούλου, τους πρώην συγκυβερνήτες του, των ακροδεξιών ΑΝΕΛ, και πιθανόν με sui generis πολιτικούς που θα βρεθούν σε τυχαία κόμματα τύπου Λεβέντη, αν αυτό βρεθεί εντός της Βουλής).
Δυστυχώς, την περιγραφή της κατάστασης δεν την κάνουν ούτε τα κόμματα του ευρωπαϊκού μετώπου: ούτε η ΝΔ, ούτε το ΠΑΣΟΚ, ούτε το Ποτάμι. Αρκούνται σε γενικότητες και σε υποσχέσεις διαχείρισης της μετεκλογικής πραγματικότητας, σε μια κατεύθυνση που μάλλον επιχειρεί να χρυσώσει το χάπι στους ψηφοφόρους παρά να τους προσφέρει ένα χρονοδιάγραμμα προς την ανάταξη της οικονομίας και, τελικά, της ζωής τους - της ζωής μας.
Απέναντι σε αυτή την παρελκυστική τακτική, ένας παλαιός και έμπειρος πολιτικός παρενέβη, χθες, με άρθρο του στην «Καθημερινή», διεκδικώντας μια κυβερνητική λύση με προοπτική όχι τη διαιώνιση του κομματισμού, αλλά την αντιμετώπιση των συγκεκριμένων προβλημάτων και τις συγκεκριμένες πολιτικές για την ανάταξη της χώρας. Είναι ο Κώστας Σημίτης, και οι προτάσεις του δεν προσπερνώνται εύκολα:
Ο πρώην πρωθυπουργός ζητεί η νέα κυβέρνηση να μην αποτελέσει έκτακτη λύση. Δεν χρειάζεται οικουμενική κυβέρνηση, δεν χρειάζεται κυβέρνηση «εθνικής ενότητας», λέει, επειδή αυτού του τύπου τα σχήματα έχουν περιορισμένη θητεία και υπόκεινται στις πιέσεις και στα συμφέροντα των κομμάτων που τις απαρτίζουν. Αντίθετα, λέει, η χώρα «χρειάζεται μια κανονική κυβέρνηση με τις ελευθερίες και τις δυνατότητες κάθε κυβέρνησης. Μία κυβέρνηση με υπουργικό συμβούλιο και κυβερνητική επιτροπή που δεν θα παίζουν δευτερεύοντα ρόλο σε σχέση με διακομματικά όργανα συνεννόησης, με πρωθυπουργό που δεν θα είναι υποχρεωμένος πριν από κάθε απόφασή του να επιζητεί τη συναίνεση των αρχηγών των κομμάτων».
Η αποστολή της κυβέρνησης αυτής, άλλωστε, λέει ο κ. Σημίτης, είναι δεσμευτικά προσδιορισμένη για όλους. Είναι η εφαρμογή της Συμφωνίας και η έξοδος της χώρας από την κρίση. Λειτουργεί ελεύθερα κατά την κρίση της και βέβαια δίνει λόγο στη Βουλή για τις ενέργειές της. Η κυβέρνηση αυτή θα πρέπει πέρα από την πραγματοποίηση της Συμφωνίας να επιδιώξει την αναγκαία ρύθμιση του χρέους που εκκρεμεί, την προσαρμογή κανόνων της Συμφωνίας που αποδεικνύονται ανεφάρμοστοι ή υπερβολικοί για τις δυνατότητες της χώρας και την αντιμετώπιση αρνητικών κοινωνικών επιπτώσεων της οικονομικής σταθεροποίησης. Η επιλογή των στελεχών της είναι θέμα του πρωθυπουργού και των κομμάτων. Δεν καθορίζεται οπωσδήποτε από κομματικές ποσοστώσεις, κομματικές ιδιότητες, δεν περιορίζεται μόνο σε βουλευτές και δεν ακολουθεί τοπικιστικά κριτήρια».
***
Ο Κώστας Σημίτης μιλάει ωμά. Ξέρει ότι δεν υπάρχει χρόνος για άλλους πειραματισμούς - και διεκδικεί πολιτικούς που θα μιλήσουν στον λαό την αλήθεια. Σαν νέοι Τσόρτσιλ, θα μιλήσουν για «αίμα, δάκρυα κι ιδρώτα». Υπάρχουν; Όσοι ψηφίζουμε όχι με γνώμονα ιδεοληψίες ή προσωπικές ιδιοτέλειες, οφείλουμε να τους αναζητήσουμε.