Πρώτη κίνηση είναι να μιλήσει για «συμμαχία των προθύμων» και να προσπαθήσει να ταυτίσει το ΠΑΣΟΚ με τα άλλα κόμματα της αριστερότερης αντιπολίτευσης.
Η στρατηγική του Μαξίμου (ευσεβής πόθος, καλύτερα) είναι να αναδείξει (ή, πάντως, να πλησιάζει) στις δημοσκοπήσεις ως δεύτερο κόμμα το κόμμα της Ζωής Κωνσταντοπούλου, ώστε να φέρει στις επόμενες εκλογές τους πολίτες μπροστά στο δίλημμα: Μητσοτάκης ή Κωνσταντοπούλου; Ή: Μητσοτάκης ή χάος; Και να είναι απολύτως σίγουρος ότι ο περισσότερος κόσμος θα επιλέξει αναγκαστικά τον Μητσοτάκη. Αυτό, όμως, γίνεται μία φορά. Και η ιστορία επαναλαμβάνεται την πρώτη φορά ως τραγωδία και τη δεύτερη ως φάρσα, όπως είπε ο Μαρξ.
Για να καταφέρει να εκλεγεί για τρίτη φορά, ψάχνει να εφεύρει ξανά έναν κίνδυνο ενός άλλου Τσίπρα. Και αυτό γιατί όσο αξιωματική αντιπολίτευση και δεύτερο κόμμα στις δημοσκοπήσεις είναι το ΠΑΣΟΚ, ένα προοδευτικό, αλλά σοβαρό κόμμα, οι πολίτες που θέλουν αλλαγή και κυβερνησιμότητα έχουν επιλογή: Το ΠΑΣΟΚ. Αυτή η μονομαχία με τον Νίκο Ανδρουλάκη είναι που θέλει να αποφύγει ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Ειδικότερα μετά τις τελευταίες μονομαχίες τους στη Βουλή. Το δίπολο αυτό ο πρωθυπουργός δεν μπορεί να το αντέξει.
Δεν επιτρέπεται, όμως, ο πρωθυπουργός να παίζει την τύχη της χώρας στα ζάρια, ποντάροντας στη λογική του Τραμπ. Ακόμη και το (απολύτως κατακριτέο, σχεδόν απίστευτο) επεισόδιο στη Βουλή σε βάρος της Κωνσταντοπούλου, με πρωταγωνιστή τον βουλευτή Κυριαζίδη, εξυπηρετεί απολύτως τα σχέδια του Μαξίμου. Διότι εκτρέπει τη συζήτηση από την πρόταση δυσπιστίας. Και ηρωοποιεί την εκλεκτή για αντίπαλό του Ζωή Κωνσταντοπούλου.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι διαχρονικά ίσως ο πιο τυχερός πολιτικός. Έγινε πρωθυπουργός το 2019, γιατί είχε τη μοναδική τύχη να έχει απέναντί του τον Αλέξη Τσίπρα ως απερχόμενο πρωθυπουργό.
Η νίκη του στις εκλογές του 2019 ήταν εύκολη και πρακτικά αυτονόητη, γιατί η κοινωνία φοβήθηκε μην επανεκλεγεί ο Τσίπρας. Ομοίως, το 2023 επανεκλέχθηκε το ίδιο εύκολα, γιατί ο κόσμος φοβήθηκε μήπως κατά λάθος ξαναέρθει ο Τσίπρας και καμία «δεύτερη φορά αριστερά».
Τώρα, όμως, δεν υπάρχει Τσίπρας. Έλεγε ο Σωκράτης «και αν δεν υπάρχει θεός, πρέπει να εφεύρουμε έναν». Αυτό ακριβώς σχεδιάζει ο Κ. Μητσοτάκης με τη Ζωή Κωνσταντοπούλου.
Η μόνη, λοιπόν, πιθανότητα να επανεκλεγεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης περνάει μέσα από το να εφεύρει ένα νέο φάντασμα σαν αυτό του Τσίπρα.
Αυτό το σχέδιο εξυπηρετείται τέλεια στο πρόσωπο της Ζωής Κωνσταντοπούλου. Με το δικό της εκρηκτικό προφίλ, αλλά και σχέσεις με κατεστημένα συμφέροντα, λειτουργεί ένα ιδιόκτητο κόμμα διαμαρτυρίας, το οποίο λίγοι θυμούνται ότι λέγεται «Πλεύση Ελευθερίας». Είναι συνεχώς στο προσκήνιο, ενίοτε καπηλευόμενη, την (τεράστιας σημασίας) υπόθεση των Τεμπών και προκαλεί εντάσεις στα κανάλια και στη Βουλή.
Και βεβαίως κανένας σχεδόν πολίτης δεν μπορεί ούτε και θέλει να τη φανταστεί ως πρωθυπουργό της χώρας. Μπορεί να τη δει ή να την ανεχτεί ως πρόεδρο κόμματος διαμαρτυρίας, ως τηλεοπτική περσόνα και ως δικηγόρο. Έστω, ως εκεί.
Η χώρα δεν κυβερνιέται από ένα κόμμα διαμαρτυρίας ή, έστω, κόμμα των Τεμπών. Χρειάζεται πρόγραμμα και σοβαρότητα. Και αυτό το ξέρουν οι πολίτες. Και ξέρει ότι το ξέρουν και ο Κυρ. Μητσοτάκης. Και εκεί ποντάρει. Γι’ αυτό δε θέλει απέναντί του το ΠΑΣΟΚ.
Το κόλπο είναι παλιό. Το εφάρμοσε πρώτος η «αλεπού της πολιτικής» Ζακ Σιράκ στις προεδρικές εκλογές του 2002 με ένα άλλο κόμμα διαμαρτυρίας, ακροδεξιό εκείνη τη φορά. Το πέρασμα του Ζαν-Μαρί Λεπέν στον δεύτερο γύρο οδήγησε σε επανεκλογή του Σιράκ με το ιστορικό 82,2% έναντι 17,8% του Λεπέν. Αρκετοί, μάλιστα, ισχυρίζονται ότι με τον τρόπο του ο Σιράκ ευνόησε την πρόκριση του Λεπέν στον δεύτερο γύρο. Έτσι, όμως, ουσιαστικά ανέδειξε την άκρα δεξιά ως τον «άλλο πόλο» του συστήματος. Αυτό το δίπολο εμφανίστηκε ήδη σε άλλες δύο προεδρικές εκλογές στη Γαλλία με τη Μαρίν Λεπέν, κόρη και διάδοχο του Ζαν-Μαρί Λεπέν, να περνά στον δεύτερο γύρο και τα ποσοστά της πλέον να ξεπερνούν το 40%. Και το τόξο των ακραίων «αντισυστημικών» έχει πλέον ευκολότερη κινητικότητα ψηφοφόρων, όπως έδειξαν οι τελευταίες γαλλικές εκλογές με αριστερούς να ψηφίζουν εύκολα στον δεύτερο γύρο τη Λεπέν.
Αυτή, όμως, δεν είναι η μόνη ζημιά που θα έχει κάνει η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη στο πολίτευμα. Είναι μία από τις πολλές. Μαζί με την απώλεια της εμπιστοσύνης των πολιτών προς την πολιτική, τους θεσμούς και τη δικαιοσύνη.