Ένα δροσερό αεράκι φυσούσε, μετά από τον ατελείωτο καύσωνα όλου του καλοκαιριού.
Λίγα σύννεφα στον ουρανό έστειλαν μια σιγανή ψιχάλα, που έσταζε πάνω στα φύλλα των δέντρων -όσα είχαν απομείνει, γιατί τα περισσότερα ήταν κιτρινισμένα και πεσμένα κάτω στο έδαφος-, έφερνε ένα σιγανό ψιθύρισμα και μια ευχάριστη ανατριχίλα.
Ένα σπουργιτάκι πετούσε από κλαδί σε κλαδί ψάχνοντας την τροφή του.
Τα χελιδόνια είχαν προ πολλού ταξιδέψει σε νότιες χώρες.
Η Μαρίνα σηκώθηκε πρωί – ο άντρας της είχε φύγει πριν ξημερώσει για το εργοστάσιο. Βγήκε στην πίσω βεράντα του διώροφου σπιτιού τους να απολαύσει τα παραπάνω και να σκεφθεί. Ζούσαν στην ίδια οικοδομή με τους γονείς.
Κάθισε σε μια πλαστική πολυθρόνα και έκλεισε τα μάτια. Εκείνες τις ημέρες βρισκόταν σε ένα αδιέξοδο, σε ένα σοβαρό δίλημμα.
Παντρεύτηκε πριν από έναν χρόνο με έναν άντρα που δεν ήταν ερωτευμένη. Θα ρωτούσε κάποιος: «Τότε γιατί τον παντρεύτηκε».
Σωστή η ερώτηση, αλλά δεν έχει… απάντηση. Κάποιες φορές αφήνουμε τους άλλους να καθορίσουν τη ζωή μας απερίσκεπτα. Στη σημερινή εποχή, βέβαια, δε συμβαίνουν συχνά αυτά, οι νέοι από πολύ νωρίς, απ’ την εφηβεία θα έλεγα, παίρνουν τη ζωή στα χέρια τους.
Όμως, εδώ τα πράγματα έγιναν αλλιώς. Η Μαρίνα ήταν ένα πολύ ωραίο κορίτσι, μετρίου αναστήματος, με τέλειες αναλογίες και ένα σπινθηροβόλο σκούρο βλέμμα. Όμως, ήταν πολύ δεμένη με τη μάνα της, που ήταν πολύ αυταρχική εκείνη και… εξουδετέρωσε, θα λέγαμε, την προσωπικότητα του κοριτσιού της.
Γιατρός ο πατέρας της, με πολύ πελατεία στο ιατρείο του, λόγω γνωστού ονόματος, και φαρμακοποιός η μάνα της, με ένα μεγάλο φαρμακείο στο κέντρο μιας πόλης της Θεσσαλίας. Η Μαρίνα σπούδασε κι αυτή φαρμακοποιός και μπήκε στο φαρμακείο.
Ήταν όλα εύκολα, δεν υπήρχε πρόβλημα για το πού θα βρει δουλειά, όπως οι πιο πολλοί νέοι αυτόν τον καιρό. Παίρνουν το πτυχίο, το κορνιζώνουν, το κρεμάνε στον τοίχο και περιμένουν… «Το μάννα εξ ουρανού…».
Όλα αυτά τα χρόνια, τα σχολικά και τα φοιτητικά, η Μαρίνα δεν έκανε κανέναν σοβαρό δεσμό.
Το μέλλον της, λοιπόν, ήταν εξασφαλισμένο από απόψεως δουλειάς και περίμενε τον… μεγάλο έρωτα για να φτιάξει τη ζωή της.
Έβγαινε συχνά με φιλικές παρέες τα βράδια για ένα ποτό ή για φαγητό, αλλά τίποτα το ιδιαίτερο.
Κάπου-κάπου βρισκόταν στην παρέα και ο Θάνος, γιος ενός μεγάλου επιχειρηματία της πόλης, όταν είχε χρόνο, γιατί ήταν πολύ απασχολημένος, ο πατέρας του είχε πεθάνει όταν ο Θάνος ήταν στο Πανεπιστήμιο από εγκεφαλικό και τώρα όλα είχαν πέσει επάνω του.
Άλλα αδέρφια δεν είχε. Οικονομικό Πανεπιστήμιο τελείωσε και μπήκε στην επιχείρηση της οικογένειας.
Τον Θάνο η Μαρίνα τον αγαπούσε πολύ, σαν φίλο. Όμως, η φιλία με τον έρωτα δεν έχουν καμία σχέση.
Έβγαιναν κάποια βράδια οι δυο τους. Η μάνα της χοροπηδούσε απ’ τη χαρά της και περίμενε την εξέλιξη. Αυτή, όμως, αργούσε και η μάνα πήρε την κατάσταση στα χέρια της. Τα κουβέντιασε και με τη μάνα του Θάνου, και συμφωνούσαν και οι δύο ότι ήταν ένα… τέλειο ζευγάρι.
Έσπρωξαν τα παιδιά τους προς αυτήν την… κατεύθυνση. Και να την τώρα η Μαρίνα παντρεμένη με τον Θάνο, να σκέφτεται τον… χωρισμό.
Ναι, δεν πήγαινε άλλο. Εκείνος ήταν όλη μέρα στο εργοστάσιο και ερχόταν αργά το βράδυ, κατάκοπος και προβληματισμένος. Εκείνη στο φαρμακείο με τη μάνα της. Δεν είχε αλλάξει τίποτα στη ζωή της. Δεν μπορούσε να απολαύσει ένα Σαββατοκύριακο με τον άντρα της στη θάλασσα με τον καύσωνα ή μια εκδρομή σ’ ένα απ’ τα ωραία νησιά της χώρας. Η ρουτίνα την είχε τσακίσει.
Εκείνο το πρωινό του φθινοπώρου, εκεί στην πίσω βεράντα του μεγάλου διαμερίσματός της, πήρε μια απόφαση. Θα χώριζε. Μπήκε στο σπίτι πήρε το κινητό της και σχημάτισε το νούμερο του Θάνου…
«Θάνο, καλημέρα. Θα έρθεις καθόλου σήμερα στο σπίτι…; Θέλω να συζητήσουμε κάτι, πολύ σοβαρό».
«Θα έρθω αργά Μαρίνα, όταν θα κοιμάσαι, πες μου τώρα τι θέλεις…!».
Την έπιασε μια ταραχή, έβαλε τα κλάματα… «Θάνο όταν θα έρθεις… δε θα με βρεις στο σπίτι… Χωρίζουμε…!!!». Και έκλεισε το τηλέφωνο…