Πριν πολλά, πολλά χρόνια, κάποιος που άκουγε στο όνομα «Διογένης» έψαχνε μ’ ένα φανάρι στο χέρι να βρει έναν Άνθρωπο.
Σήμερα πρέπει να πάρουμε όλοι τα φανάρια και να ψάχνουμε μέρα νύχτα κι άνθρωπο να μη βρίσκουμε. Και κάποιες φορές, εκεί που νομίζουμε πως βρήκαμε κάποιον και εξουθενωμένοι ετοιμαζόμαστε να ξαποστάσουμε στον ίσκιο του, τότε ξαφνικά ανακαλύπτουμε πως κάνουμε λάθος και είμαστε υποχρεωμένοι να συνεχίσουμε, σαν τους οδοιπόρους της ερήμου, που απατήθηκαν απ’ τον αντικατοπτρισμό.
Αλήθεια, γιατί σπανίζει αυτό το είδος σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε; Τι έφταιξε και χάσαμε την ανθρωπιά, την ευαισθησία μας, τη λεπτότητα, τον αυθορμητισμό μας;
Απ’ τα πανάρχαια χρόνια, οι ανθρώπινες κοινωνίες προσπαθούσαν να τελειοποιηθούν, να λάμψουν. Έβλαψε λέτε αυτή η λάμψη;
Μήπως την ξεκινήσαμε απ’ έξω προς τα μέσα; Μήπως η καλλιέργεια δεν έφθασε ακόμη στην ψυχή μας; Μήπως σταματήσαμε την προσπάθεια γιατί θεωρήσαμε περιττό να συνεχίσουμε;
Σκεφτήκαμε ίσως, αφού λάμπουμε εξωτερικά και ξεγελάμε τους συνανθρώπους μας, δε χρειαζόμαστε τίποτα άλλο; Γιατί δε στοχαστήκαμε, όμως, πως πλησιάζοντάς μας θα απογοητευτούν οι άλλοι; Ίσως σκεφτήκαμε πως αυτοί οι άλλοι θ’ απογοητεύσουν κάποιους άλλους, που κι εκείνοι με τη σειρά τους άλλους… Και πάει λέγοντας και άκρη δε βρίσεις, όσο κι αν προσπαθήσεις.
Απογοητεύεις, απογοητεύεσαι, κλίνεσαι στον εαυτό σου, λες το γνωστό «η κοινωνία έγινε ζούγκλα, καλύτερα να πάρουμε τα βουνά». Κι όταν σου περάσει ξαναρχίζεις το ψάξιμο, γιατί βρίσκεις πως μόνος σου στο βουνό δεν μπορείς να ζήσεις.
Ποια είναι η κοινωνία αλήθεια; Αυτή που χάλασε και δε μας αρέσει; Δεν είμαστε όλοι εμείς; Εσείς, εγώ, ο γείτονας; Κι αφού είναι έτσι, γιατί δεν προσπαθούμε όλοι να καλλιεργήσουμε την ψυχή μας, να τη μαλακώσουμε, να την κάνουμε πιο ευλύγιστη, να μπορεί να σκύβει στον πόνο του διπλανού, στο πρόβλημά του, στην ακεφιά του;
Γιατί μας έχει καταπιεί το «εγώ» μας και δε βλέπουμε γύρω παρά μόνο τα τοιχώματα του εαυτού μας; Ας σπάσουμε αυτόν τον εγωιστικό δακτύλιο, ας πλησιάσουμε τους συνανθρώπους μας με ειλικρίνεια, με αγάπη, με κατανόηση. Έτσι απλά, χωρίς επιτήδευση στη συμπεριφορά μας και προ πάντων χωρίς υποκρισία. Ανθρώπινα σκεπτόμενοι, πως όλοι είμαστε «ένα».
Όλοι είμαστε φτιαγμένοι από ψυχή, σάρκα και οστά. Όλοι έχουμε ανάγκη από έναν ειλικρινή φίλο, για ν’ ακουμπήσουμε πάνω του αν κάποια στιγμή χάσουμε την ισορροπία μας πάνω στο τεντωμένο σχοινί που ακροβατούμε στο «τσίρκο» της ζωής.
Μόνο που όλοι εμείς φροντίζουμε το σώμα μας (σάρκα και οστά) και στην ψυχή μας πολύ λίγη σημασία δίνουμε. Τι να το κάνουμε όταν το σώμα μας είναι τέλειο και η ψυχή μας είναι «άδεια»! Όταν αδιαφορούμε για τα προβλήματα του συνανθρώπου μας…;
Όταν η μόνη μας έννοια είναι πώς θα καλοπεράσουμε, αδιαφορώντας αν ένας συνάνθρωπος απλώνει το χέρι του στην εκκλησία ή στο πεζοδρόμιο, μέσα στην παγωνιά, για ένα νόμισμα.
Όσα καλά κι αν έχουμε συνάνθρωποι, η ψυχή μας δε γεμίζει με τίποτα. Θα γεμίσει και θα ευφρανθεί μόνο όταν αγκαλιάσουμε τη δυστυχία του διπλανού μας… Αυτό μας δίδαξε ο Χριστός.
Ας κάνουμε πράξη τα κηρύγματά του και τότε θα νιώσουμε γεμάτοι και ευτυχισμένοι.