Αύγουστε καλέ μου μήνα, με της νιότης μου τα κρίνα, τα τραγούδια μου στα κλώνια και τα λιόχαρα τα χρόνια, κάθε μέρα σου και χρόνος, ένας κόσμος μαγικός, με ολόγιομα φεγγάρια, αβασίλευτα λυχνάρια, σ’ αστερόεσσες βραδιές με κροκάτες ροδαυγές…
Αλλοτινές μου εποχές, αλλοτινοί μου χρόνοι, αχ και να ερχόσαστε κάποια στιγμή, κάποια φορά που η καρδιά μου είναι μόνη, που ζει μ’ αυτές τις θύμησες, συχνά παρηγοργιέται, π’ απλώνουνε στη μνήμη μου, αυτό που δεν ξεχνιέται.
Αύγουστε με τα πλουμίδια, τ’ ακρογιάλια τα μελένια, που τα σπίτια, στο χωριό μου, γέμιζαν με μπερικέτια. Όλοι είχανε (θυμούμαι) πάντα κάτι να τρυγήσουν απ τ’ αμπελοχώραφά τους και την καρποφόρα γη, γεωργοί και κτηνοτρόφοι, όλοι οι συγχωριανοί. Όπως και στα ενδοχώρια, στα γειτονικά χωριά, του Ολύμπου ψωμοτόπια, οι χωριάτες περιμέναν να μαζέψουν μια σοδιά, να καρποσυλλέξουν κάτι, απ τ’ αλώνια της χρονιάς, τις πραμάτειες τις σπαρμένες στις πλαγιές τις γόνιμες, που γινόταν πανηγύρια, των σπιτιών τρανή χαρά, πριν το χάραμα μιλιούνια, δρόμο για τις θημωνιές, οικογένειες μεγάλες μ’ ανοιγμένες αγκαλιές και τη φτώχια ξεγελούσαν οι φωνές οι παιδικές.
Αλλοτινές μου εποχές, στις παιδικές μου μνήμες, όλες γεμάτες ομορφιές, με μουσικές και ρίμες, π’ αποθηκεύτηκαν γλυκά στο παιδικό μυαλό μου κι ολοζωής τις κουβαλώ σ’ αυτό τον εαυτό μου. Γιατί ο μήνας Αύγουστος, είναι ο δωροδότης, ο μεγαλύτερος θαρρώ, της γης ο καρποδότης. Στη χώρα μας, στον τόπο μας, στη λιμπιστεί Ελλάδα, έχει αρχαίες ομορφιές σαν τη θεά Παλλάδα, που όλοι οι Μεσόγαιοι κι απ’ όλες τις ηπείρους ζηλεύουν το ρωμαίικο κι αυτή τη ρωμιοσύνη, τη θέση μας, το κλίμα μας, τις θάλασσες, τη γη μας. Τα τρανά τα καλοκαίρια και τους ήπιους χειμώνες, τ’ ανοιξιάτικα λιβάδια, τα βουνά τα επικά έχουν φυσικά πλουμίδια θεϊκά, ιστορικά.
Όπως κάθε μας τραγούδι έχει και μια ιστορία που την λέμε, την ακούμε τραγουδώντας εδώ κι εκεί, έτσι και τα περασμένα χρόνια, ζωντανεύουμε φορές, με λογιών – λογιών εικόνες και μικρές αναφορές. Πως μπορώ για να ξεχάσω το αληθινό το χτες, απ’ τη μνήμη μου να φύγει ότι έζησα πριν χρόνια, όταν μέσα στο μυαλό μου κελαηδούσανε αηδόνια… Πώς να φύγουν τα τσαΐρια και τ’ αρώματα τα μύρια απ τη μέντα, το ζαρμπούνι, το βασιλικό της γλάστρας και τ’ αγιόκλημα της λάτρας, στ’ Αυγουστιάτικα τα χείλη το μοσχάτο το σταφύλι, απ τ’ αμπέλι στο προσήλιο της Ραψάνης το ευήλιο…
Ο χορός είναι μεγάλος στου μυαλού μου τις βραγιές απ’ τα παιδικά μου χρόνια και της νιότης μου το χτες… απ τις μέρες, απ τα χρόνια και τους μήνες, στην πρωτιά, είναι ο Αύγουστος ο μήνας που με πάει στα στερνά… και μπορώ να περιγράφω, ν’ αναφέρω τις στιγμές π’ όλοι μας τις νοσταλγούμε τις κρατούμε φυλαχτές, μες στου νου μας τα δρομάκια, σαν βουνίσια μονοπάτια, που ο Έλατος δεσπόζει με τη δασική οξιά, τα χιλιόχρονα πλατάνια στην πλατεία του χωριού, τα τρανά τα πανηγύρια που κρατούσαν μια βδομάδα και αυτό της Παναγίας της θεάς Υπεραγίας, κει στα μέσα αυτού του μήνα, δεκαπέντε του Αυγούστου για λέμε ακριβώς, με βιολιά και με κλαρίνα και ορχήστρες ξακουστές, με ντιζέζ τις ξελογιάστρες στολισμένες σαν τις γλάστρες, φορτωμένες με τα γούστα και τις κλαρωτές τη φούστες.
Στις πλαγιές, τα κορφοβούνια, γιδοπρόβατα βοσκούσαν και στις ράχες οι τσομπάνοι με μεράκι τραγουδούσαν, όλοι οι νέοι και οι νέες είχαν πρώτη τους σχολή, απ αυτά τα γεννοφάσκια είχαν τη βουκολική.
Τι τραγούδια Αύγουστέ μου, μας θυμίζεις απ’ τη νιότη, στους καλούς μας αναγνώστες και σε κάθε πατριώτη, ορεινό συγχωριανό, εκείνες τις δεκαετίες, τις ολάνθιστες γαζίες, του πενήντα, του εξήντα, σ’ όσους πιασαν τα εβδομήντα και τραβούν ολοταχώς για το τέρμα ευθαρσώς…
Αύγουστε καλέ μου μήνα, να σουν δυό φορές το χρόνο και στο γύρας ένας μάγος που να διώχνεις κάθε πόνο… Μία νότα να κρατήσω πριν σε αποχαιρετίσω, κι ως του χρόνου τέτοια μέρα υψωμένη την παντιέρα, και της ζήσης το τιμόνι να μας πάει στ’ ανοιχτά, στα πελάγιοι τα γαλάζια της Ελλάδας διαλεχτά.