Από την Καπερναούμ ο Κύριος με τους μαθητές του πέρασαν μια ημέρα στην απέναντι από τη λίμνη απόκρημνη ακτή των Γεργεσηνών ή Γαδαρηνών (Λουκ. 8) και άρχισαν να ανεβαίνουν στα απόκρημνα βράχια. Όταν δε έφθασαν στο πλάτωμα, ξεπετάχθηκε από το μνήμα ένας δαιμονισμένος γυμνός και άγριος, που όρμησε εναντίον τους για να τους καταξεσχίσει, σαν λυσσασμένο αγρίμι.
Ο άνθρωπος αυτός, που καταγόταν από τα Γέργεσσα και ήταν δαιμονισμένος, είχε σπάσει τις αλυσίδες, με τις οποίες τον είχαν δέσει, και απομακρύνθηκε από την πόλη εκείνη, βρίσκοντας καταφύγιο στα μνήματα της άγριας εκείνης ερημιάς, καταντώντας ο φόβος και ο τρόμος για όλους τους περαστικούς.
Από την όλη δε εμφάνιση και τις ενέργειες του δαιμονισμένου εκείνου, που ήταν άγριος και αναίσχυντος και επιθετικός, «έξω φρενός υπάρχων» (Κύριλλος Αλεξανδρείας), φαίνεται το πώς καταντά το άνθρωπος, όταν κυριαρχούν μέσα του τα πονηρά δαιμόνια, που επιζητούν, κατά την Αγία Γραφή, τον πνευματικό και τον σωματικό θάνατο του ανθρώπου.
Πότε όμως, θα έλεγε κανένας, οι δαίμονες εισέρχονται στον άνθρωπο και πώς κυριαρχούν; Στα πιο πάνω δίνει απάντηση ο Κύριος με την παραβολή του ασώτου. Ο άσωτος, δηλ. έπεσε στα χέρια του σκληρού αφέντη του, δηλ. του διαβόλου, όταν απομακρύνθηκε από τον Πατέρα του και το πατρικό σπίτι, για να ζήσει στο εξής ασώτως, καταδαπανώντας την περιουσία (του λογικού) και κυριαρχούμενος από τα πάθη.
Το ίδιο γίνεται πάντοτε. Για τούτο λέγει ο Απ. Παύλος «μη δίδοτε τόπον τω διαβόλω» (Εφ. 4,27). Μην επιτρέπετε δηλ. στον διάβολο να κυριαρχήσει στην ψυχή σας, υποβάλλοντας σκέψεις αντίθετες προς το θέλημα του Θεού ή πιο γενικά μην απομακρύνεσθε από τον Θεό. Το ίδιο ακριβώς συνιστάται με άλλα λόγια και από τον Μ. Βασίλειο, κατά τον οποίο κάθε άνθρωπος, που απομακρύνεται από τον Θεό, βαδίζει «προς θάνατον», εφόσον ο Θεός είναι ζωή και η αμαρτία θάνατος και δουλεία στον διάβολο. Για τούτο έλεγε και ο ποιητής Βερίτης τα εξής:
«Ω σατανά, που τόσο σε λατρέψαμε
μ’ ότι κακό κρύβ’ η κακή ψυχή σου,
μας χτύπησες και ξέβρασες επάνω μας
τις φλόγες και τη φρίκη της αβύσσου».
β) Η θαυμαστή αλλαγή του δαιμονιζόμενου μετά τη θεραπεία του
Όταν ο δαιμονισμένος πλησίασε τον Χριστό, Εκείνος τον ρώτησε πρώτα πόσοι βρίσκονταν μέσα στο πλάσμα εκείνο και εκείνος αποκρίθηκε «λεγεών». Στη συνέχεια όμως τα δαιμόνια άρχισαν να παρακαλούν τον Χριστό, που τα πρόσταξε να φύγουν, να μην απομακρυνθούν από τη χώρα εκείνη, αλλά να μεταβούν στους χοίρους, που έβοσκαν παράνομα στην περιοχή. Και όταν τους δόθηκε η άδεια, όλοι εκείνοι οι χοίροι (2000) όρμησαν προς τον κρημνό και πέφτοντας στη λίμνη πνίγηκαν. Ο δαιμονισμένος όμως, απελευθερώθηκε παρευθύς από τα δαιμόνια και ηρέμησε εντελώς, ενώ ζήτησε ταυτόχρονα κάποιο ρούχο, για να σκεπάσει τη γυμνότητα του σώματός του.
Από τα πιο πάνω φαίνεται, ότι ο πρώην δαιμονισμένος είχε πια αλλάξει εντελώς. Από πρώην άγριος και ανήμερος και αναίσχυντος, έγινε ήρεμος και ήμερος και αισχυντηλός.
Αυτό δε ακριβώς γίνεται σε όλους εκείνους που ακούνε τη φωνή του Χριστού, γιατί αλλάζουν εντελώς, ενώ ταυτόχρονα διακηρύσσουν σαν τον Απ. Παύλο, ότι ο Χριστός «ερρύσατο αυτούς εκ της εξουσίας του σκότους και μετέστησεν εις την βασιλείαν των ουρανών». Και ταυτόχρονα, σώζονται, εφόσον, κατά τον Αγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, «ο ήνωται τω Θεώ, τούτο και σώζεται».
Μια τέτοια ολοκληρωτική αλλαγή πρέπει να γίνεται και στη δική μας ζωή, γιατί, αν μείνει κάποιος «σαρξ και αίμα», Βασιλείαν Θεού ου κληρονομεί».
Αν όμως αλλάξει, και αλλάζει όταν ζει κάτω από τη Νεφέλη της Χάρης του Θεού, τότε προαισθάνεται από τη ζωή ήδη αυτή, τη χαρά του ουρανού.
Για τούτο ψάλλει μαζί με τους ποιητές και υμνογράφους της Εκκλησίας χαρούμενα:
«Χαράς καιρός επέστη
ημέρα εορτής,
Χριστός Χριστός ανέστη,
Χριστός ο Λυτρωτής».
γ) Η σύσταση για ιεραποστολή
Ύστερα από την απελευθέρωση του δαιμονισμένου από τα δαιμόνια και τη θαυμαστή αλλαγή, ο πρώην δαιμονιζόμενος έπεσε στα πόδια του Χριστού και τον παρακαλούσε ένθερμα να τον πάρει μαζί Του. Εκείνος όμως σύστησε τότε σ’ αυτόν να ξαναγυρίσει στον οίκο του και να διηγείται στο εξής στους συμπατριώτες του όσα ο Θεός, δηλ. ο Χριστός, «εποίησεν αυτώ».
Από την εντολή του Χριστού αυτή φαίνεται ότι το καλύτερο που είχε να κάνει στο εξής ο θεραπευμένος ήταν το να διακηρύττει προς όλους στο εξής τη θεία φύση του Χριστού, ώστε και εκείνοι, που τότε τον έδιωχναν από κοντά τους, να πιστέψουν για να αλλάξουν ζωή και να σωθούν.
«Διηγού, του είπε, όσα εποίησε σοι ο Θεός», δηλ. ο Χριστός, γιατί αυτός σε ελευθέρωσε.
Αυτό ακριβώς γινόταν από όλους τους Αγίους και ιδιαίτερα από τον Αγιο Ισαάκ τον Σύρο, που έγραφε «από των Γραφών, από των αγίων Πατέρων και μικρόν απ’ αυτής της πείρας», δηλ. από την εμπειρία ή αίσθηση της ζωής της αθανάτου.
Αυτό δε πρέπει να γίνεται από όλους μας, γιατί τα έργα διαφωτίζουν τους ανθρώπους περισσότερο από τα λόγια. Τα λόγια μας, δηλ. πρέπει να μοιάζουν με βροντή, αλλά τα έργα μας να τους διαφωτίζουν σαν αστραπή, όπως ειπώθηκε για τον Μ. Βασίλειο.
Αυτή τη φλόγα της ιεραποστολής τραγούδησε και ο ποιητής Βερίτης, που έγραψε και τα εξής:
«Με τον ζήλο και το θάρρος,
που μας χάρισε η πίστη,
ο καθένας μας ας γίνη,
του καινούριου κόσμου κτίστης».