Πάνω στην κουβέντα πέσαμε στο όνομα του συμμαθητή μας, παιδικού φίλου και συγχωριανού του Δημήτρη, τον Χρήστο. Στο άκουσμά του ο Δημήτρης σκοτίσθηκε, στεναχωρήθηκε και ο λόγος του έγινε επικριτικός για τη συμπεριφορά του φίλου του, πριν χρόνια, όταν ακόμη εργαζόταν.
Ο Δημήτρης δεν είχε κάνει ποτέ του λόγο γι’ αυτό το περιστατικό και τώρα, για πρώτη φορά, το ‘φερε η κουβέντα να μιλήσει. Για όσα συνέβησαν τότε, όταν ξαφνικά είδε στον δρόμο, ύστερα από αρκετά χρόνια, τον παιδικό του φίλο. Η καρδιά μου, λέει, πετάρισε από χαρά στο αντίκρισμά του και οι αναμνήσεις των δύσκολων παιδικών και μαθητικών χρόνων ξεχείλισαν...
-Χρήστο… τον φωνάζω. Καμιά απόκριση και καμιά κίνηση της κεφαλής του προς το μέρος απ’ όπου ερχόταν η φωνή μου. Συνέχιζε να προχωράει κι εγώ θεωρώντας ότι δεν μ’ άκουσε συνέχιζα να τον καλώ, αν και η απόσταση που μας χώριζε ήταν μικρή. Ουδεμία και πάλι απάντηση…
-Ύστερα, από καταιγισμό στοιχείων «αναγνώρισης» και «αποκατάστασης» της μνήμης του, ο παλιός μου φίλος απάντησε μ’ ένα ξερό και λακωνικό γεια σου. Λες και δεν με γνώριζε καλά. Λες και η φιλία μας είχε ημερομηνία λήξης. Τότε, που μετά την εφηβεία και την αποφοίτησή μας απ’ το εξατάξιο Γυμνάσιο οι δρόμοι μας χώρισαν.
-Κάνοντας μια αποτίμηση της συμπεριφοράς του στη σύντομη επικοινωνία που είχαμε, διαπίστωσα ότι δεν είχε καμιά διάθεση για κουβέντα. Καμιά ευαισθησία για το παρελθόν και τη φιλία. Έδειχνε σαν να με κοιτά από ψηλά και δεν ήθελε να πέσει χαμηλά εκεί, που κατά τη γνώμη του, βρισκόμουν εγώ. Φοβόταν, μήπως μειωθεί η αξία του, το κοινωνικό του προφίλ!... Το όλο σκηνικό έδειχνε έναν άνθρωπο, που για τα καλά είχε καβαλικέψει το καλάμι. Έναν ματαιόδοξο και εγωιστή.
-Και να φαντασθεί κανείς ότι ξεκινήσαμε και οι δυο από το ίδιο χωριό. Γειτονόπουλα και συμμαθητές. Παιδιά της φτώχειας και του αγώνα. Με καλές οικογενειακές σχέσεις. Μαζί δούλευαν οι πατεράδες μας στον κάμπο. Αντάμα πήγαιναν στο βουνό για ξύλα. Και ο ένας ήταν για τον άλλο παρηγοριά και αποκούμπι στις δύσκολες στιγμές της ανέχειας και της βιοπάλης.
-Όλα τα παραπάνω φαίνεται ότι διαγράφηκαν πολύ γρήγορα από τη μνήμη του. Από τότε, που πήγε στο πανεπιστήμιο και σπούδασε. Και μετά σταδιοδρόμησε στο δημόσιο. Κατείχε σπουδαία θέση. Αντάξια της μαθητικής και πανεπιστημιακής του προόδου. Όμως, αυτά αντί να δυναμώσουν τις αξίες της ζωής, τον έκαναν απόκοσμο και υπερόπτη.
Αυτά μου διηγήθηκε, μέσα στη βαριά σκοτούρα του, ο φίλος μου ο Δημήτρης. Και είχε δίκαιο. Γιατί αυτός είναι και ο χαρακτήρας της σημερινής κοινωνίας. Αλλοτρίωση και απανθρωπιά. Κακά που τείνουν να γίνουν κανόνας. Αφού η ανθρωπιά και η ανιδιοτελής φιλία γίνονται σπάνιες. Η θεσούλα, ο θώκος, η εξουσία, το καλάμι, αλλάζουν τον άνθρωπο. Τον κάνουν να τα ξεχνά όλα. Την καταγωγή του, το προηγούμενο περιβάλλον του, την ιστορία του… Γιατί γίνεται αιχμάλωτος της ματαιοφροσύνης του.
Δυστυχώς, τέτοιοι άνθρωποι δεν είναι λίγοι σήμερα. Άνθρωποι, που καβαλίκεψαν το καλάμι και λιγόστεψαν την καλημέρα του Θεού. Έτσι, χάνεται η αγάπη και η ανθρωπιά που διατηρούν ζεστές τις ανθρώπινες σχέσεις.
Τέτοια κοινωνία δεν τη θέλουμε. Την αντιπαθούμε, γιατί δεν είναι ανθρώπινη. Γιατί είναι κενόδοξη, εγωιστική. Γιατί καλλιεργεί την αποξένωση. Εμείς επιθυμούμε έναν άλλο κόσμο. Που να κρατά γερά τους δεσμούς του με το παρελθόν. Τέτοιον, που η φιλία και οι άλλες ανθρώπινες αξίες συνειδητά θα υπάρχουν και θα υπηρετούν τη χαρά και την ευτυχία στη ζωή μας. Που δε θα μπορούν να τις εξαλείψουν οι θώκοι, τα αξιώματα, οι εξουσίες…
Αυτός, νομίζω ότι πρέπει να είναι ο ατομικός και ο κοινωνικός μας στόχος για να πάψει ο κόσμος μας να γεννά ανθρώπους σαν τον φίλο του Δημήτρη, τον πρωταγωνιστή της σημερινής μας ιστορίας.