Αμβούργο, Ιούλιος 2024
Το στρατόπεδο Νοϊενγκάμμε ήταν περίπου 30 χλμ. ΝΑ του Αμβούργου, στη βόρεια όχθη του ποταμού Έλβα. Ήταν το μεγαλύτερο ναζιστικό στρατόπεδο στη Β. Γερμανία. Ιδρύθηκε το 1938. Στα στρατόπεδα έστελναν τα Ες-Ες όσους θεωρούσαν εχθρούς του Ναζισμού. Αυτοί ήταν π.χ. σοσιαλιστές, κομμουνιστές, σοσιαλοδημοκράτες, Μάρτυρες του Ιεχωβά, Εβραίοι, Σίντι και Ρομά, επαίτες, ομοφυλόφιλοι, πόρνες, καταδικασμένοι για ποινικά αδικήματα κ.λπ. Γενικά θεωρούσαν εχθρούς τους όλους που δεν ταίριαζαν στη ναζιστική τους ιδεολογία. Τον Σεπτέμβριο του 1939 άρχισε ο Β’ Παγκόσμος Πόλεμος. Όσο πιο πολύ κρατούσε ο πόλεμος, τόσο πιο μεγάλη ήταν στη Γερμανία η έλλειψη εργατικών χεριών στις αγροτικές δουλειές και στην πολεμική βιομηχανία. Ένας τρόπος για να καλύψουν τα κενά αυτά ήταν η σύλληψη αντιστασιακών στις κατεχόμενες χώρες και η μεταφορά τους στη Γερμανία. Τους έκλειναν στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως και τους υποχρέωναν σε καταναγκαστική εργασία, συνήθως στην πολεμική βιομηχανία.
Στο Νοϊενγκάμμε ήταν το κυρίως στρατόπεδο, συντηρούσε, όμως, ακόμη πάνω από 85 υποστρατόπεδα που ήταν διασκορπισμένα στη ΒΔ Γερμανία. Από το στρατόπεδο αυτό πέρασαν περίπου 106.000 όμηροι, οι 13.500 ήταν γυναίκες. Το κυρίως στρατόπεδο ήταν ανδρικό, οι γυναίκες ήταν στα υποστρατόπεδα. Οι νεκροί λογαριάζονται γύρω στους 43.000.
Στο Νοϊενγκάμμε και στα υποστρατόπεδά του ήταν Ελληνες και Ελληνίδες, Χριστιανοί και Εβραίοι. Η καταγωγή τους ήταν σχεδόν απ’ όλη την Ελλάδα. Οι περισσότεροι ήταν κάτοικοι Αθηνών και Πειραιά. Στη συντριπτική πλειοψηφία τους ήταν άντρες Χριστιανοί, που είχαν φύγει από το Χαϊδάρι στις 25 Μαΐου του 1944 για το Νοϊενγκάμμε. Στη Θεσσαλονίκη ανέβηκαν στο τρένο κι άλλοι όμηροι. Έφτασαν στο στρατόπεδο στις 4 Ιουνίου 1944, ήταν συνολικά 850 άντρες Χριστιανοί. Δεν είναι γνωστό πόσοι Έλληνες πέρασαν από αυτό το στρατόπεδο. Υπολογίζονται γύρω στους 1.100. Πάνω από τους μισούς δεν επέζησαν.
Σύμφωνα με το Αρχείο του Μνημείου Νοϊενγκάμμε, ο πρώτος Έλληνας που έφτασε στο στρατόπεδο ήταν ο Ιωάννης Κουτσουδάκης του Επαμεινώνδα. Είχε γεννηθεί στις 9.3.1908 στον Βάμο της Κρήτης. Τον Μάρτιο του 1942 τον είχαν πάει πρώτα στο Νταχάου, όπου τον χρησιμοποίησαν για να κάνουν ιατρικά πειράματα σχετικά με την πάθηση της ελονοσίας. Αρχές Νοεμβρίου του ίδιου έτους τον μετέφεραν στο Νοϊενγκάμμε. Πέθανε μετά από τρεις εβδομάδες. Οι τελευταίοι Έλληνες που έφτασαν ήταν τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1945. Τους είχαν μεταφέρει από άλλα στρατόπεδα της Γερμανίας.
Όταν οι όμηροι έμπαιναν για πρώτη φορά σε ένα στρατόπεδο, έπρεπε να παραδώσουν όλα τους τα προσωπικά πράγματα, όπως ρούχα, παπούτσια, ρολόγια, δαχτυλίδια, πορτοφόλια κ.λπ. στα Ες-Ες. Τα έβαζαν σε σακούλες και τα τοποθετούσαν μετά σε μια ιδιαίτερη αποθήκη.
Το στρατόπεδο απελευθερώθηκε στις 3 Μαΐου του 1945 από τον βρετανικό στρατό. Οι Βρετανοί βρήκαν σε διάφορα μέρη χάρτινους φακέλους που περιείχαν ρολόγια, δαχτυλίδια, αλυσίδες κ.λπ. των ομήρων. Έγιναν προσπάθειες για να βρεθούν οι κάτοχοι. Η έρευνα συνεχίστηκε μέχρι τη δεκαετία του 1980. Ό,τι έχει απομείνει, φυλάγεται σήμερα στο Αρχείο του Αρόλζεν.
Το καλοκαίρι του 2023 είχαν απομείνει 8 φάκελοι Ελλήνων. Τότε ξεκίνησα μια καμπάνια αναζήτησης απογόνων. Απευθύνθηκα στον ΕΕΣ, σε τοπικά Γενικά Αρχεία του Κράτους (ΓΑΚ), σε Ιστορικά Μουσεία, σε Οργανισμούς και στον Τύπο. Σε 25 νομούς δημοσίευσαν περίπου 45 εφημερίδες τα οχτώ ονόματα. Ανάμεσά τους ήταν και ο Βασίλης Κοντογεωργίου από τον Βόλο.
Με τη βοήθεια μερικών πηγών, όπως π.χ. βιβλιογραφία, ΓΑΚ και Γερμανικών Αρχείων, μπόρεσα να γράψω τη βιογραφία του. Εντόπισα, ακόμα, ότι είχε εγκατασταθεί στη Λάρισα και δούλευε στην Αγροτική Τράπεζα. Μέσω τηλεφώνου και διαδικτύου δε στάθηκε δυνατό να βρω απογόνους.
Στη Λάρισα μένει η κυρία Βάσω Πανάγου. Ο παππούς της είχε πεθάνει στο Νοιενγκάμμε. Της έστειλα τη βιογραφία με την παράκληση να ερευνήσει για τους απογόνους. Κατόρθωσε και βρήκε τον γιο του και μέσω αυτού την εγγονή του κυρία Αγγελική Κοντογεωργίου, η οποία έχει γεννηθεί στη Λάρισα και μένει εδώ και μερικά χρόνια στο Βερολίνο. Η κυρία Πανάγου την ενημέρωσε. Η κυρία Κοντογεωργίου μού τηλεφώνησε κι εγώ την έφερα σε επαφή με το Αρχείο Αρόλζεν.
Την Πέμπτη 20 Ιουνίου έγινε στην Ελληνική Πρεσβεία του Βερολίνου μια αξιοπρεπής εκδήλωση. Από το Αρχείο είχε φέρει η διευθύντρια το ρολόι τσέπης του Βασιλείου Κοντογεωργίου. Από την Αθήνα είχε έρθει ο κ. Γιώργος Πολυδωράκης, διευθυντής του Αρχείου ΥΠΕΞ και φετινός πρόεδρος της Διεθνούς Επιτροπής του Αρχείου Αρόλζεν. Σε μια συγκινητική τελετή το παρέδωσε στην κυρία Κοντογεωργίου.
Τα Ες-Ες είχαν πάρει το ρολόι του παππού της στις 4 Ιουνίου 1944, η εγγονή του το πήρε πίσω στις 20 Ιουνίου 2024. Από τότε έχουν περάσει σχεδόν ακριβώς 80 χρόνια!
Παρών ήταν η πρέσβης κυρία Μάρα Μαρινάκη και περίπου άλλα 60 άτομα.
Στο Αρχείο έχουν μείνει ακόμα 7 φάκελοι.