α) Η ανάβλεψη του τυφλού και η ολοκληρωτική αλλαγή
- Όταν ο Χριστός συνάντησε σε κάποια γωνιά των Ιεροσολύμων έναν τυφλό εκ γενετής, έπτυσε αρχικά στο χώμα, άλειψε ύστερα τα μάτια του με τον πηλό και τον έστειλε να νιφθή στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ και έτσι ανέβλεψε. Ύστερα όμως από την ανάβλεψή του αυτή, ο πρώην τυφλός άλλαξε ολοτελώς. Ενώ δηλ. ήταν μέχρι τότε τυφλός και απογοητευμένος, τώρα που άνοιξαν τα μάτια του έγινε φωτεινός και αισιόδοξος σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην τον αναγνωρίζουν πια οι γνωστοί και οι γείτονές του.
Αυτή δε η αλλαγή, που έγινε από την επέμβαση του Κυρίου, γίνεται πάντοτε από τη χάρη του Θεού στους πιστούς και για τούτο χαρακτηρίζεται από τους αγίους Πατέρες ως «αλλοίωσις της δεξιάς του Κυρίου». Μία τέτοια αλλοίωση πρέπει ασφαλώς να γίνεται και γίνεται και στη ζωή του κάθε χριστιανού, που τον αγγίζει η Χάρη του Θεού, μεταμορφώνοντας αυτόν κυριολεκτικά και αφθαρτοποιώντας κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να ευχαριστεί και να δοξάζει στο εξής τη θεία αγάπη.
Ένας τέτοιος ακριβώς υμνητής της θείας αγάπης έγινε κάποια στιγμή και ο ποιητής Ι. Πολέμης, γράφοντας τα εξής:
Όταν τριγύρω βλέπω της φύσεως τα κάλλη,
τον ήλιο, τη σελήνη, τ’ άστρα τα φωτεινά,
τη θάλασσα π’ αφρίζει κι απλώνεται μεγάλη,
τους ποταμούς, τα δένδρα, τους κάμπους, τα βουνά,
και τ’ άνθη που στολίζουν αγρούς και μονοπάτια.
σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, που μούδωσες τα μάτια.
β) Οι ανακρίσεις του πρώην τυφλού από τους Φαρισαίους και οι αποκρίσεις ή απολογίες του
Όταν οι γείτονες αντίκρισαν τον πρώην τυφλό βλέποντα και εντελώς αλλαγμένο, τον ρώτησαν:
- Πώς άνοιξαν τα μάτια σου;
- Ένας άνθρωπος, ονομαζόμενος Ιησούς, είπε εκείνος, έκανε λίγο πηλό, με το οποίο άλειψε τα μάτια μου και με έστειλε να νιφθώ στην πηγή Σιλωάμ. Αυτό ακριβώς έκανα και τώρα βλέπω.
- Πού είναι εκείνος;
- Δε γνωρίζω.
- Τον οδήγησαν τότε στους Φαρισαίους, στους οποίους είπε τα πιο πάνω κατά παρόμοιο τρόπο. Όταν όμως εκείνοι άκουσαν το όνομα Ιησούς, αντέδρασαν παρευθύς, λέγοντας:
- Αυτός ο άνθρωπος δεν είναι «παρά Θεού», γιατί δεν τηρεί την αργία του Σαββάτου και για τούτο είναι αμαρτωλός. Εσύ τι λες γι’ αυτόν;
- Ότι είναι τουλάχιστον προφήτης, αποκρίθηκε εκείνος.
- Δόξαζε το Θεό, του είπαν, και μην αναφέρεις ξανά αυτό το όνομα, γιατί είναι αμαρτωλός.
- Αν είναι αμαρτωλός, τους είπε, δεν ξέρω. Ένα ξέρω, ότι ήμουν τυφλός και τώρα βλέπω. Και δεν ακούστηκε ξανά να ανοίξει κανείς τα μάτια κάποιου ανθρώπου, που γεννήθηκε τυφλός. Αν έπειτα ήταν αμαρτωλός, δε θα τον άκουγε ο Θεός, γιατί δεν ακούει τις προσευχές των αμαρτωλών, αλλά των ευσεβών, που τηρούν το θέλημά Του.
Στα πιο πάνω φαίνεται πώς, όσο πίεζαν οι Φαρισαίοι τον πρώην τυφλό να μην αποδίδει το μεγάλο θαύμα στο Χριστό, με τόσο μεγαλύτερη θερμότητα εκείνος υπερασπιζόταν το όνομά Του, παρότι τελικά τον έκαναν αποσυνάγωγο. Στη στάση αυτή οι άγιοι Πατέρες βλέπουν την πίστη του πρώην τυφλού στο Χριστό και ταυτόχρονα την ευγνωμοσύνη και για τούτο τον χαρακτηρίζουν ως ομολογητή και απολογητή του Χριστού.
Τέτοιοι ακριβώς ομολογητές-απολογητές του Χριστού πρέπει να γινόμαστε στη ζωή όλοι οι Χριστιανοί, λέγοντας μαζί με τους ψάλτες της Εκκλησίας μας το
«Είδομεν το φως το αληθινόν,
ελάβομεν πνεύμα επουράνιον,
εύρομεν πίστιν ακριβή,
αδιαίρετον Τριάδα προσκυνούντες,
αύτη γαρ ημάς έσωσεν».
γ) Η γνωριμία του Ιησού από τον πρώην τυφλό και η πίστη
Όταν ο Ιησούς πληροφορήθηκε ότι τον πρώην τυφλό τον έκαναν αποσυνάγωγο, έσπευσε να τον συναντήσει και κοιτάζοντας αυτόν με αγάπη κατάματα, είπε:
- Σύ πιστεύεις εις τον Υιό του Θεού;
- Και ποιος είναι Κύριε, αυτός, είπε εκείνος, για να πιστέψω;
- Και τον είδες και τον βλέπεις, αποκρίθηκε ο Κύριος, και είναι αυτός που και τώρα βλέπεις και στέκεται μπροστά σου.
- Πιστεύω, Κύριε, αποκρίθηκε εκείνος και με ευλάβεια έσκυψε και τον προσκύνησε, σαν γνήσιος στο εξής μαθητής Του.
Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι ο παντογνώστης Κύριος θέλησε να ανταμείψει παρευθύς τον πρώην τυφλό για τις ομολογίες ή απολογίες του. Υποσχέθηκε όμως ταυτόχρονα ότι για κάθε πιστό που ομολογεί στη ζωή αυτή το όνομά Του, θα γίνει ο ίδιος ομολογητής μπροστά στον Πατέρα Του.
Την τελευταία ομολογία του πρώην τυφλού παρουσίασε σ’ ένα υπέροχο ποίημά του ο Ι. Πολέμης, γράφοντας στο τελευταίο μέρος του τα εξής:
«Κι είπεν Εκείνος που ζωή
και φώς αιώνιον είναι,
εγώ σου χάρισα το φως, τυφλέ,
σκέψου και κρίνε ποιος είμαι;
Και κείνος αποκρίθηκε:
Και θέλει σκέψη τάχα,
ποιος άλλος κυβερνάει το φώς,
παρά ο Θεός μονάχα;»