Λέμε για «σκοτεινή» δολοφονία γιατί δεν έτυχε της ανάλογης έρευνας για διαλεύκανση, μιας και το θύμα ήταν ο βασιλιάς της χώρας μετά τον πόλεμο 1912-13 και κάθε μεταβολή στο πολιτειακό διατάρασσε τις ισορροπίες. Επίσης «σκοτεινή» γιατί φαίνεται ότι υπήρξαν σκανδαλώδεις παραλείψεις και εξαφάνιση στοιχείων και η «αυτοκτονία» του κρατούμενου δολοφόνου, μετά από 2 μήνες, με πτώση από το παράθυρο του κτιρίου όπου κρατούνταν (κατά την επίσημη άποψη) κ.λπ. Η δολοφονία είχε γίνει με πιστόλι, μέρα, εκεί που ο βασιλιάς έκανε περίπατο σε δρόμο της Θεσσαλονίκης με έναν μόνο συνοδό, τον υπασπιστή του Φραγκούδη, και εξέπνευσε στο φορείο που τον μετέφεραν για ιατρική φροντίδα. Άγνωστοι οι λόγοι του πυροβολισμού. Ο δολοφόνος Σχινάς συνελήφθη επιτόπου.
Από δημοσίευμα της εποχής μαθαίνουμε ότι ο Α. Σχινάς (πριν γίνει δολοφόνος) είχε μείνει για ένα διάστημα στην Τσαριτσάνη και την Ελασσόνα. Παραθέτουμε μέρος του δημοσιεύματος: «Η κωμόπολις (Τσαριτσάνη) τον είχε γνωρίσει προ τετραετίας με την απαισίαν και καχεκτικήν όψιν του και τον ελεεινόν χαρακτήρα του. Πράγματι ο δολοφόνος Αλέξανδρος Σχινάς προ 4 ετών είχε έλθει…όπως έλεγεν αυτός είχε σκοπόν την πάσχουσαν υγείαν του την οποίαν ανέμενε να καλλιτερεύση το κλίμα μας… απεκαλύφθη ολίγας ημέρας μετά ότι ούτος ηγάπα την Διδασκάλισσαν Ελασσόνος…αυτή τον συνετήρει κατά την ενταύθα διαμονήν του…δεν ήθελε να δώσει λαβήν εις σχόλια εις την Ελασσόνα και εξέλεξε την κωμόπολιν μας ίνα εκ του σύνεγγυς απολαμβάνει των ερώτων του. Έκτοτε συνέζη μετά της ερωμένης του (στην Ελασσόνα) προς κοινόν σκάνδαλον των κατοίκων της Ελασσόνος».
Δηλαδή πρωτοεμφανίστηκε στην περιοχή Τσαριτσάνης το 1909, και πράγματι είχε πρόβλημα υγείας (φθισικός, η αρρώστια φυματίωση που θέριζε τότε κυρίως τους φτωχούς) και ήταν καχεκτικός. Άγνωστο από πού είχε γνωριστεί με την δασκάλα (το όνομά της αποσιωπάται), ίσως στη Αθήνα. Μετά στην Ελασσόνα «συνέζη» με την δασκάλα που τον «συνετήρει». Σήμερα θα λέγαμε ότι ήταν ένας «δύστυχος» άρρωστος νέος και η δασκάλα μια νέα που γινόταν θυσία γι’ αυτόν. Όμως η επαρχία τότε ενοχλούνταν αφού δεν ήταν παντρεμένο το ζευγάρι και φαίνεται ότι οι «σεμνοί» Ελασσονίτες τους άσκησαν πίεση και έτσι αυτοί έφυγαν προς την Κατερίνη. Ίσως αν δεν γινόταν ο κατατρεγμός να μη γίνονταν δολοφόνος. Ίσως, ποιος το ξέρει; Θυμήθηκαν τον Α. Σχινά στην Τσαριτάνη το 1913 όταν έγινε πρώτη είδηση με τη δολοφονία του βασιλιά. Δεν αναφέρει το δημοσίευμα περί πολιτικών απόψεων του Σχινά -περί αναρχισμού- ούτε αν είχε σχέση με κάποιον άλλον εκτός της διδασκάλισσας.
Από τα λίγα που έγιναν γνωστά για τη ζωή του ήταν ότι ήταν 43 ετών, είχε γεννηθεί το 1870 στις Σέρρες, και ότι είχε πάει και στη Νέα Υόρκη στις ΗΠΑ για λίγο. Στο Βόλο είχε προσπαθήσει ο Σχινάς να κάνει ένα σχολείο ως δάσκαλος, αλλά οι αρχές του το έκλεισαν. Ίσως να τα είχε βάλει με το κράτος. Στους 2 μήνες που κρατούνταν από τη Χωροφυλακή Θεσσαλονίκης τον ανάκριναν όμως δεν ανέλαβε Εισαγγελέας την ανάκριση και τα πρακτικά- έγγραφα όποια υπήρξαν, λέγεται ότι κάηκαν σε μία «ύποπτη» πυρκαγιά. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε από τον Γ. Βεντήρη το πρώτο βιβλίο για τη δολοφονία αυτή, που έφερε τον φιλογερμανό διάδοχο Κωνσταντίνο στο θρόνο της Ελλάδος, με τα γνωστά αποτελέσματα της σύγκρουσης με τον εκλεγμένο Πρωθυπουργό Ελ. Βενιζέλο που έφτασαν ως τον Εθνικό Διχασμό 1916-17 με τα απερίγραπτα γεγονότα του «αναθέματος», της μάχης στον Πειραιά λόγω αποκλεισμού από την Αντάντ των Αγγλογάλλων, την Κυβέρνηση Θεσσαλονίκης με το κίνημα της Εθνικής Αμύνης, έκπτωση του Κωνσταντίνου κ.λπ. Εκ του αποτελέσματος οι ως σήμερα συγγραφείς θεωρούν ότι ο Α. Σχινάς ή έδρασε ως βαλτός ή έγινε το όργανο της ανατροπής του πολιτικού σκηνικού προς όφελος των Γερμανών, ή μιας κλίκας (περί της γυναίκας του Κωνσταντίνου) του παλατιού. Σίγουρα διαφορετική θα ήταν η ιστορία της χώρας μας χωρίς τη δολοφονία αυτή του Γεωργίου.
1. Εφημ. «Θεσσαλία» του Βόλου 11/3/1913. Και Β. Πλάτανος, ΣΕΛΙΔΕΣ..1913-1940, 2020, σελ. 21-22).
2. Γιώργος Λαμπρινός, Η μοναρχία στην Ελλάδα, Αθήνα 1945 και 1973, σελ. 88.
Τάσος Βουρνάς, Ιστορία της Νεώτερης και σύγχρονης Ελλάδας, Πατάκη, Αθήνα, σελ. 140.
Γιάννης Κορδάτος. Κων/νος Σβολόπουλος , ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ τ. 33, σελ .117.