Γιατί, όμως, θα έλεγε κανείς, γιορτάζεται με τόση λαμπρότητα η Ανάσταση του Χριστού, ώστε η Ορθόδοξη Εκκλησία να χαρακτηρίζεται από τους ετερόδοξους ως «Εκκλησία της Αναστάσεως;».
Ο πιο βασικός λόγος, κατά τη γνώμη μας, είναι γιατί με την Ανάσταση του Χριστού νικήθηκε ο θάνατος, που ήταν μέχρι τότε «πικρός» (Σ. Σειρ. 41, 1). Με την Ανάσταση του Χριτσού δηλαδή το κεντρί του θάνατου αφαιρέθηκε και το πικρότατο δηλητήριο της αμαρτίας κατανικήθηκε. Για τούτο έλεγε θριαμβευτικά ο Απ. Παύλος το «πού σου, θάνατε, το κέντρον; Πού σου, Άδη το νίκος;» (1 Κορ. 15, 55). Το κεντρί του θανάτου με άλλα λόγια, που ήταν η αμαρτία (1 Κορ. 15, 56), κατανικήθηκε με την Ανάσταση του Χριστού. Ο θάνατος «καταπόθηκε», γιατί ο Χριστός ανέστη «ως νικητής» και του «Άδου (δηλαδή του θανάτου) καθείλε την δύναμιν» (Βλ. Κοντάκιο της εορτής του Πάσχα). Για τούτο από τότε όλοι οι πιστοί ψάλλουν το «Χριστός ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας…». Για τούτο ο ιερός Χρυσόστομος έγραψε θριαμβευτικά το «Μηδείς φοβείσθω (μετά την Ανάσταση του Χριστού) θάνατον, ηλευθέρωσε γαρ ημάς ο του Σωτήρος θάνατος… Ανέστη Χριστός και νεκρός ουδείς εν των μνήματι». Για τούτο τα νεκροταφεία μετονομάστηκαν από τους χριστιανούς σε κοιμητήρια. Για τούτοι οι άγιοι μάρτυρες έσπευδαν με χαρά προς το μαρτύριο, ψάλλοντας το «Χριστός Ανέστη».
Ένας δεύτερος λόγος της μεγάλης λαμπρότητας της γιορτής αυτής είναι το αναστάσιμο Φως, που κατά τους υμνογράφους της εκκλησίας μας «άπασαν εφώτισε την οικουμένην». Ο Χριστός δηλαδή που ήταν και είναι πάντοτε «το φως του κόσμου» (Ιω. 7,12) ή το «Φως το ανυπόστατον» φανέρωσε με την Ανάστασή Του στον κόσμο το Φως της θεότητάς Του, που κατά τη διάρκεια της δημόσιας δράσης Του κρυβόταν κάτω από την ανθρώπινη υπόσταση, που είχε προσλάβει ως Θεός Λόγος. Για τούτο διακηρύσσεται από τους Μελωδούς της Εκκλησίας μας το «Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια». Ιδιαίτερα, όμως, καταυγάζονται από το Φως της Ανάστασης εκείνοι οι Χριστιανοί, που ανοίγουν διάπλατα τα μάτια της καρδιάς τους, ώστε να «ιδούν» τον αναστημένο Κύριο και να δεχτούν στον εσωτερικό τους κόσμο το φως το «ανέσπερον» ή το «απρόσιτον», δηλαδή το άκτιστο Φως της Τριαδικής Θεότητος.
- «Φωτίζου, φωτίζου, λέγει για τούτο ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας, η νέα Ιερουσαλήμ (δηλαδή ανθρωπότητα), η γαρ δόξα Κυρίου επί σε ανέτειλε». Για τον λόγο αυτόν το φως του Χριστού δεν το κρατούν οι πιστοί μονάχα μέσα τους, αλλά το μεταλαμπαδεύουν και στους άλλους, καλώντας τους στη θεωμένη ζωή και κραυγάζοντας: - «Δεύτε λάβετε φως εκ του ανεσπέρου Φωτός».
Εκτός από τα πιο πάνω, όμως, με την Ανάσταση του Χριστού και την Ανάληψή Του στους ουρανούς ολοκληρώθηκε η θέωση της ανθρώπινης φύσης, που προσέλαβε, εφόσον ανυψώθηκε στον θρόνο του Θεού – Πατέρα και κάθισε στα δεξιά Του, ενώ ταυτόχρονα συνανυψώθηκε και ολόκληρη η ανθρώπινη φύση, η χαρακτηριζόμενη από τον Απ. Παύλο ως «φύραμα» (1 Κορ. 5,6 -7 Γαλ. 5,9).
Η ανάβαση στους ουρανούς, όμως, της ανθρωπότητας δεν έγινε αναγκαστικά, αλλά «εξ αντικειμένου» ή «δυνάμει». Για να συνέλθει δηλαδή κάθε άνθρωπος προσωπικά και να συγκαθήσει «εν τοις επουρανίοις εν Χριστώ Ιησού» (Ρωμ. 8,11), πρέπει πρωταρχικά να πιστεύει ότι «Χριστός εγήγερται εκ νεκρών» και ότι με την Ανάστασή Του «απαρχή των κεκοιμημένων εγένετο» (1 Κυρ. 15, 20).
Μαζί με την πίστη μάλιστα χρειάζεται απαραίτητα και η νέα «εν Χριστώ» ζωή, η χαρακτηριζόμενη ως «άλλη βιοτή». Η άλλη αυτή βιοτή χαρακτηρίζεται από τον Ευαγγελιστή Ιωάννη ως «μένειν εν Χριστώ» (Βλ. Ιω. 15, 4), ενώ από τον Απόστολο των Εθνών παρουσιάζεται ως πνευματοκίνητη (Βλ. Ρωμ. 8, 11). Το τέρμα της ζωής αυτής και ο σκοπός κατά τον ευαγγελιστή της αγάπης είναι η μετοχή του πιστού στην πρώτη Ανάσταση (Αποκ. 20, 6), ενώ για τον Απόστολο Παύλο η «εξανάστασις των νεκρών» (Φιλιπ. 3, 10-11), η χαρακτηριζόμενη από τους Πατέρες ως θέωση. Ύστερα από τα πιο πάνω, δεν απομένει άλλο και για μας, παρά το:
- Να γιορτάζουμε με κάθε λαμπρότητα και ακράδαντη πίστη «την μια των Σαββάτων» που είναι όχι μονάχα «βασιλίς» και «κυρία», αλλά και της βιοτής «της αιωνίου απαρχή», συγχωρώντας αρχικά και τους εχθρούς και περιπτυσσόμενοι «αλλήλους» με αγάπη.
- Να πορευόμαστε κατόπιν, υμνολογώντας τον Κύριο και πιστεύοντας ακράδαντα ότι «αναστήσονται οι νεκροί και εγερθήσονται οι εν τοις μνημείοις» (Ησ. 26, 16) και μεταβαλλόμενοι σε «Χριστού ευωδίαν» και επιστολή Χριστού, αναγινωσκόμενοι (οικοδομητικά και σωτήρια) από όλους, ώστε να λάβουμε μέρος στην ανάσταση ζωής, «της μετά δόξης», δηλαδή της θεωμένης.
- Να πιστεύουμε τελικά ότι «λύτρωσις είναι ο Αναστάς Κύριος», ώστε να πορευόμαστε, σαν τους μαθητές που πορεύονταν προς Εμμαούς «εν καινότητι ζωής» (Ρωμ. 6, 4) νιώθοντας την «εν ημίν» παρουσία Του και μεταλαμπαδεύοντας την αγάπη Του.