Όλοι οι άνθρωποι, δηλαδή, που παρομοιάζονται στην παραβολή αυτή με 10 Παρθένες, κλήθηκαν στους γάμους του Νυμφίου (Υιού) με την Εκκλησία, γιατί ο Τριαδικός Θεός όλους τους αγαπά δωρεάν και θέλει να τους καταστήσει μετόχους των αγαθών της αιώνιας βασιλείας Του. Κάποιοι, όμως, από τους ανθρώπους έχουν «βεβυσμένας τας ακοάς» (= βουλωμένα τα αυτιά της ψυχής) και για τούτο δεν ακούν το «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφωτισμένοι» που βροντοφώναξε ο Κύριος (βλ. Ματθ. 11, 28 κ.ά.).
β) Το ότι ο Νυμφίος έρχεται ξαφνικά.
Ο Νυμφίος, σύμφωνα με τη διήγηση της παραβολής, χρόνιζε να έλθει. Για τούτο όλες οι Παρθένες «ενύσταξαν και εκάθευδον» (Ματθ. 25, 5). Καθώς όλες ήταν κοιμισμένες, μια κραυγή ακούστηκε ξαφνικά στο μέσο της νύχτας, που έλεγε: «Ιδού ο Νυμφίος, εξέρχεσθε εις απάντησιν Αυτού» (Ματθ. 25, 6). Με τα λόγια αυτά ο Κύριος δίδαξε το αιφνίδιο της Δευτέρας Παρουσίας του, τον χρόνο της οποίας «ουδείς οίδεν» (Ματθ. 24, 36), παρά μονάχα ο Θεός. Για τον λόγο αυτόν πρέπει κάθε άνθρωπος να γρηγορεί και να είναι έτοιμος κάθε ώρα να δώσει τον λόγο της οικονομίας του, εφόσον δε γνωρίζει όχι μονάχα τον χρόνο της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου, αλλά ούτε και τον χρόνο που θα τον καλέσει ο Θεός.
γ) Οι μωρές Παρθένες μένουν έξω από τον νυμφώνα του Χριστού.
Όταν ακούστηκε η κραυγή «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται», οι φρόνιμες Παρθένες, κατά την παραβολή «εκόσμησαν τας λαμπάδας αυτών και εσήλθαν μετά του Νυμφίου εις τους γάμους», ενώ οι μωρές, που έτρεξαν εκείνη την ώρα να προμηθευτούν το «έλαιον» για τα λυχνάρια τους κλείστηκαν έξω. Όταν δε ξαναγύρισαν και κτυπούσαν τη θύρα φωνάζοντας το «άνοιξον ημίν» ο Νυμφίος διαβεβαίωσε τις μωρές Παρθένες ότι δεν τις αναγνωρίζει, αφήνοντας αυτές «έξω του Νuμφώνος» της Βασιλείας (βλ. Ματθ. 25, 12).
Τα πιο πάνω, βέβαια, λόγια του Χριστού οι ωριγενίζοντες αιρετικοί δεν τα παραδέχονται και υποστηρίζουν μαζί με τον Καζαντζάκη ότι «όλοι οι άνθρωποι μια ημέρα στον Παράδεισο θα πάμε». Με τον τρόπο αυτόν, όμως, αυτοί αρνούνται στην πραγματικότητα τη θεία φύση του Χριστού, που διακήρυξε ξεκάθαρα ότι «απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον, οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον» (Ματθ. 25, 46), βάζοντας τον εαυτό τους πάνω από τον Χριστό και δεχόμενοι ως Θεό τον «θεό» του αιώνος τούτου, που στη ζωή αυτή υπηρετούν.
Οι Άγιοι Πατέρες, όμως, κατέστησαν την Εσχατολογία του Κυρίου (στον οποίο πίστευαν ακράδαντα ως ομοούσιο με τον Πατέρα), αφόρμηση της πνευματικής ζωής. Για τούτο τόνισαν όχι μονάχα με τους λόγους τους, αλλά και με την ανεπανάληπτη υμνολογία της Μ. Εβδομάδας, που τονίζει ιδιαίτερα την αναγκαιότητα της εγρήγορσης, ώστε να «μη μείνωμεν έξω του Νυμφώνος Χριστού».
«Την ώραν ψυχή του τέλους εννοήσασα», λέγει ένα από τα τροπάρια αυτά, το δοθέν σοι τάλαντον φιλοπόνως έργασας, ταλαίπωρε, γρηγορούσα και κράζουσα, μη μείvωμεν έξω του Νυμφώνος Χριστού».
Για να μη μείνουμε, όμως, έξω από τον Νυμφώνα της ουράνιας βασιλείας, οι άγιοι Πατέρες μας προτρέπουν να σπεύδουμε έγκαιρα προς τους πωλούντας το «έλαιον» της Χάρης του Θεού, δηλαδή τους πνευματικούς, να εξομολογούμεθα, σαν τον άσωτο που ξαναγύρισε στον Πατέρα και να καλλιεργούμε τα τάλαντα που μας έδωσε ο Θεός, πιερροφυώντας και πετώντας προς τις κορφές των χριστιανικών αρετών, γιατί ο άνθρωπος που τρέχει, που ανατρέχει και που πετά πνευματικά φθάνει στο πλατύσκαλο της απάθειας και της αγάπης και ενώνεται με την αιώνια Αγάπη, δηλαδή με τον Θεό.