Στολίδια τρισδιάστατα ξεπρόβαλαν και όνειρα. Καλαίσθητες συναθροίσεις, αναστήθηκαν εξορμήσεις. Τα αποφατικά απόδειπνα χάριζαν και χάζευα σαν Χριστόφορος Κολόμβος τη Νέα Γη. «Τότε που αλλάζουν των αστερισμών οι βάρδιες», όλη την έγνοια κράτησες επ’ ώμου. Την μπόλιασες λόγους ύπαρξης στοχεύοντας το νόημα. Το Δώρο αρίφνητο, ανιχνευμένο μόνο για μένα.
Ώσπου οι δοκιμασίες κάνουν έφοδο σωρό. Το νησί εμπόλεμο με αδοκίμαστα πυρά η ασύμμετρη απειλή. Πάνω στην κοσμοχαλασιά η πυξίδα σκούριαζε, έτρεμε η φεγγαρογραμμή. Περιπολίες της σκέψης από το οπλοστάσιο της αγωνίας. Φόρτωνα αμύθητη ευχή μέσα μου. Απαγκίστρωση. Μ’ άρπαξες απ’ το χέρι μήπως χαθώ, ήσουν και τότε και ‘δω κι εκεί και παντού, για μένα. Μια αθόρυβη θύρα μυστική, για μένα. Ποιητική η μορφή σου. Μέσα στα χρόνια με συνοδεύεις, θα με συνοδεύεις, με δραστικό βεληνεκές την Αιώνια Στιγμή. Κρατούσα τη λεπίδα της ορφάνιας και ήρθες από το πουθενά να γίνεις πατέρας μου.
(Από το βιβλίο «πρόσωπα που γνώρισα»)Ελευθέριος Βάσσος, θεολόγος - φιλόλογος