Δε φταίει ο ίλιγγος, ούτε τ’ αρθριτικά, δε φταίει το παιδάκι που παίζει αμέριμνο την μπάλα κάτω απ’ το παράθυρό σου, δε φταίει ο γείτονας που μαστορεύει στην αυλή μεσημεριάτικα ενώ εσύ θέλεις να πάρεις τον υπνάκο σου.
Δε φταίει το νεράκι που στάθηκε στη λακκούβα μπροστά στην πόρτα σου, γιατί η γειτόνισσα άνοιξε τη βρύση και την άφησε να τρέξει λίγο παραπάνω, ο νεαρός φοιτητής που μένει δίπλα και βάζει τη μουσική του δυνατά για να εκτονωθεί, δε φταίει η… ζωή, πίστεψέ με.
Φταις εσύ συνάνθρωπε που δεν έμαθες να συμβιβάζεσαι, να υπομένεις, ν’ αγαπάς, να χαμογελάς.
Φταίει το «εγώ» σου που το έκανες επίκεντρο του κόσμου και δεν αναγνωρίζεις το δικαίωμα σε κανέναν να κάνει λάθος, παρά μόνο στον εαυτό σου.
Όταν είσαι, λοιπόν, γκρινιάρης, είσαι γκρινιάρης. Ακόμη και στο βουνό να μετακομίσεις, πάλι θα γκρινιάξεις.
Θα τα βάλεις με τα στοιχεία της φύσης, με τα δέντρα που επιτρέπουν στον αέρα να χαϊδεύει τα φύλλα τους κι εκείνα να ανατριχιάζουν και να του ψιθυρίζουν τα μυστικά τους.
Θα τα βάλεις με τα πουλιά, που χαίρονταν τον έρωτά τους τιτιβίζοντας, θα τα βάλεις με τον εαυτό σου, με τον Θεό, που… επέτρεψε να γεννηθείς.
Όταν είσαι γκρινιάρης, φίλε μου, χίλια καλά να έχεις γύρω σου, και δύο αράπηδες να σου κάνουν αέρα -δεν είμαι ρατσίστρια, το λέει ο λόγος-, πάλι νευριασμένος θα είσαι, ίσως γιατί θα δημιουργείται ρεύμα απ’ τις βεντάλιες.
Χαμογέλα, λοιπόν, συνάνθρωπε, μην κρατάς μέτρο και ζυγαριά για το κάθε τι.
Μην είσαι έτοιμος να ενοχληθείς και να σφίξεις τα χείλη σου με πείσμα. Μη στέκεσαι με το χέρι στη σκανδάλη, έτοιμος να ρίξεις και να επαναφέρεις στην τάξη τον κατ’ εσένα παρανομούντα.
Χαμογέλα, δε σου ανέθεσε κανένας να φτιάξεις τον κόσμο, πίστεψέ με και συ δεν είσαι καλύτερος απ’ τους άλλους. Όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε.
Μόνο αν φτιάξει ο καθένας τον εαυτό του, θα υπάρξει μακροπρόθεσμα κάποιο ωραίο αποτέλεσμα. Αλλιώς θα πάρουμε τα όπλα και θα κυνηγιόμαστε για να αλληλοεξοντωθούμε.
Ένας σοφός γέροντας ο μπαρμπα-Νικολάκης που έτυχε να είναι παππούς μου, έλεγε μαζί με χιλιάδες άλλα.
«Τ’ αψύ το ξύδι, τ’ αγγειό του χαλάει» κι ο ίδιος ήταν νηφάλιος και ήρεμος κι «ωραίος».
Οι λέξεις άγχος, σύγχυση, εκνευρισμός, δεν υπήρχαν στο πλούσιο λεξιλόγιό του.
Ας μου επιτρέψει ο αείμνηστος παππούς μου να προσθέσω κάτι.
Σίγουρα το αψύ το ξύδι χαλάει το αγγειό του, αλλά ταυτόχρονα κατακαίει και τα γύρω αγγεία, όπου πετιέται. Κάνει τη ζωή δύσκολη των άλλων περισσότερο απ’ τη δική του.
Χαμογέλα, λοιπόν, συνάνθρωπε, και θα δεις πως όλα θ’ αλλάξουν. Τη βροχούλα θα τη βλέπεις σαν ευλογία Θεού, το παιδάκι που παίζει σαν αγγελούδι, το νεράκι που μαζεύτηκε στη λακκούβα σαν δροσερή πηγή, το πουλάκι που είναι στο κλουβί του γείτονα θα τ’ ακούς με ευχαρίστηση και δε θα παραμονεύεις πότε θα λείψει για να το… πνίξεις γιατί σου ταράζει την ησυχία.
Τέτοιου είδους ησυχία δεν υπάρχει πουθενά, ούτε στο… νεκροταφείο.
Μην είσαι λοιπόν γκρινιάρης, η ζωή είναι ωραία, με όλα τα στραβά και τ’ ανάποδα, με τις αντιξοότητες, τις δυσκολίες.
Χαμογέλα φίλε μου κι ο κόσμος θα χρωματιστεί με σπάνια χρώματα κι η ζωή θα σου φανεί γλυκιά, ανάλαφρη, δροσερή και θα βιάζεσαι να την προλάβεις, να τη χαρείς, γιατί δυστυχώς είναι μία.