Και… φεύγεις. Αναχωρείς μια για πάντα για τη χώρα του ονείρου, τη χώρα της μουσικής… «Με μια πιρόγα φεύγεις και γυρίζεις τις ώρες που αγριεύει η βροχή, στη γη των Βησιγότθων αρμενίζεις…».
Δημοτικό Ωδείο Λάρισας, Φεστιβάλ «Μουσικότροπο». Η αίθουσα είναι κατάμεστη από συμπολίτες που πήγαν να συναντήσουν τις αναμνήσεις τους. Τα φώτα χαμηλώνουν, τα κινητά μπαίνουν στο αθόρυβο. Και στη σκηνή ο Μανώλης Μητσιάς. Ένας ζωντανός μύθος του ελληνικού τραγουδιού.
«Τι να πούμε τι... Τι να τραγουδήσουμε…».
Από την πρώτη κιόλας στιγμή ο μεγάλος τραγουδιστής κερδίζει το κοινό του. Η φωνή βγαίνει αβίαστα. Δυνατή, βαθιά, μελωδική, φωνή καμπάνα, ναι, στα 77 του χρόνια είναι πάντα ο Μητσιάς που ξέραμε, οι προσδοκίες μας δικαιώνονται από τις πρώτες κιόλας στροφές. Γιατί, κακά τα ψέματα, δεν παύεις να είσαι άνθρωπος φύσει μικροπρεπής και χαιρέκακος, κι όταν πας να ακούσεις έναν διάσημο καλλιτέχνη, πας με την κρυφή κι ανομολόγητη περιέργεια να δεις πώς τα πήγε στην αναμέτρησή του με τον χρόνο.
Κι ο Μητσιάς που βλέπουμε στη σκηνή είναι απλός, δωρικός, σεμνός σαν… ιεροψάλτης. Σαν να γύρισε ξανά πίσω, στο… ψαλτήρι του χωριού του, στη Χαλκιδική, απ’ όπου ξεκίνησε αυτή η σπουδαία φωνή, όπως θα διαβάσω στη βιογραφία του στη Wikipedia λίγο μετά.
Μητσιάς. Η γοητεία τού να μεγαλώνεις όμορφα, φυσικά, ήρεμα κι απλά. Χωρίς εντάσεις, χωρίς τις «αμαρτίες» της νύχτας, τσιγάρα, ποτά και ξενύχτια, χωρίς θυελλώδεις έρωτες, πάθη και εντάσεις. Ο Μητσιάς στη διαδρομή του δεν ήταν, ας πούμε, Βασίλης Καρράς. Δεν ήταν ο καλλιτέχνης που κουβαλάει στη σκηνή τις αμαρτίες του, την καψούρα του, τον νταλκά του. Δεν ανέβασε ποτέ στην πίστα τους παράνομους έρωτες, αυτούς που κάνουν τους άνδρες να πέφτουν στα πατώματα. Δεν είναι ο Διονυσίου που θα τον πάρεις παραμάσχαλα να πάτε να πιείτε «ουίσκια» και να κλάψεις μαζί του έναν οδυνηρό, σπαρακτικό χωρισμό, μπας και ξεχαστείς, μπας και ξαλαφρώσεις. Ο Μητσιάς ήταν και είναι αυτό που λένε ο τραγουδιστής της… «μεσαίας τάξης». Γιατί και η μεσαία αστική τάξη έχει δικαίωμα να εκφραστεί μέσα από τραγούδια. Να ερωτευθεί «στην Ελευσίνα μια φορά», να χωρίσει, αλλά με τρόπο πιο αξιοπρεπή, να περιμένει γυρισμούς και να «να σου ‘χει έτοιμη συγγνώμη», να μελαγχολήσει, καθώς «φθινοπώριασε και τ’ όνειρο ξεθώριασε».
Άκουγα τον Μανόλη Μητσιά να τραγουδά επί δύο ώρες ασταμάτητα στη σκηνή του Ωδείου, συνοδευόμενος από υπέροχους Λαρισαίους μουσικούς και μια καλοδουλεμένη χορωδία, και ένιωθα να μην μπορώ να πάρω ανάσα. Το ένα τραγούδι πιο καλό απ’ τ’ άλλο, με χτυπούσαν σαν κύματα και δεν μ’ αφήνανε να βγω από τη θάλασσα της μουσικής. Τραγουδάρες! Επιτυχίες που έχουν εγγραφεί για πάντα στη συλλογική μνήμη των Ελλήνων σε μια διαδρομή μισού σχεδόν αιώνα. Κι εκεί αντιλαμβάνεσαι το τεράστιο εύρος της ελληνικής μουσικής και πόσο μεγάλο κεφάλαιο είναι για τον νεότερο ελληνικό πολιτισμό. Χωρίς ίχνος σωβινισμού και διάθεση υπερβολής, πιστεύω πως η ελληνική μουσική του 20ού αιώνα είναι μέρος της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.
Και είμαστε στ’ αλήθεια τυχερές οι γενιές που μεγαλώσαμε με Μητσιάδες, Θεοδωράκηδες και Χατζηδάκηδες, που εκφραστήκαμε μέσα από τα τραγούδια συνθετών σαν τον Δήμο Μούτση, τον Ξαρχάκο, τον Μικρούτσικο, τον Λεοντή, τον Άκη Πάνου, τον Σπανό, τον Κηλαηδόνη, τον Σαββόπουλο και τόσους άλλους που μελοποίησαν στίχους τεράστιων, επίσης, ποιητών.
Κανένα νόημα δεν έχει να επιχειρήσεις συγκρίσεις με τη σημερινή ευτέλεια, τον σημερινό ξεπεσμό της μουσικής. Ότι πια δεν γράφονται καλά τραγούδια, που να μένουν στη μνήμη των ανθρώπων και να γίνονται κλασικά, είναι ένα φαινόμενο παγκόσμιο. Είναι πρόβλημα μιας εποχής που παράγει μόνο τεχνολογία, μα που έχει χάσει την ψυχή της. Σε λίγο -το αποκλείεις;- τα τραγούδια ίσως γράφονται από μηχανές με χρήση Τεχνητής Νοημοσύνης. Τα χρόνια που μεσουρανούσε ο Μητσιάς και η γενιά του, ο κόσμος, ο πλανήτης όλος κυριαρχούταν από ιδέες, αξίες, ιδεολογίες, νέα αισθητικά ρεύματα. Ο κόσμος είχε ελπίδες προσδοκίες για κάτι καλύτερο. Είναι αυτές οι συνθήκες που γέννησαν στη Γαλλία καλλιτέχνες όπως η Πιάφ και ο Μοντάν, στην Αγγλία τους νεωτερικούς Μπιτλς και τον μυθικό Τομ Τζόουνς, ενώ η Αμερική γινόταν η παγκόσμια κοιτίδα του ροκ σ’ όλες του τις εκδοχές και σάρωνε ηχητικά, αισθητικά και πολιτιστικά όλον τον πλανήτη. Η σημερινή εποχή παράγει έναν διαφορετικό πολιτισμό. Οι μεγαλύτεροι δεν μπορούμε να τον καταλάβουμε. Τον απορρίπτουμε, νοσταλγούμε και… σιγοτραγουδάμε μαζί με τον Μανώλη Μητσιά. «Τι να πούμε τι, τι να τραγουδήσουμε, μέσα στη βροχή σαν κεριά θα σβήσουμε…».
Απλός και σεμνός ο Μανώλης Μητσιάς συνομιλούσε προχθές με το κοινό του, αποκαλύπτοντας την ιστορία και το παρασκήνιο κάθε τραγουδιού. Να, αυτό μου το έδωσε ο Χατζηδάκης, το άλλο ο Θεοδωράκης, το τρίτο «ήταν να το πω εγώ, αλλά το δώσανε τελικά στον Μπιθικώτση». Το νόημα είναι πως εκείνα τα χρόνια, ένα φτωχόπαιδο απ’ τη Χαλκιδική, που σαν φοιτητής βρέθηκε να τραγουδάει σε μπουάτ της Θεσσαλονίκης για να μπορέσει να σπουδάσει, ανακαλύφτηκε από τους μεγαλύτερους συνθέτες της εποχής. Του εμπιστεύτηκαν τα διαμάντια τους κι εκείνος τα απογείωσε, έβαλε τη σφραγίδα του ανεξίτηλη. Το «σκάουτινγκ», το σύστημα ανίχνευσης ταλέντων της εποχής, λειτουργούσε κι έδινε ευκαιρίες. Καλλιτέχνης δεν διορίζεσαι με μέσον. Επιβάλλεσαι. Ανεβαίνεις στη σκηνή, λες καλημέρα σας, ήρθα και το κοινό υποκλίνεται. Ή… γιουχάρει. Αναλόγως. Είναι και η αποδοκιμασία μέρος του παιχνιδιού.
Κάπως έτσι κέρδισε η Ελλάδα μια μεγάλη φωνή. Και δεν γίνεται να σκεφτείς την ελληνική μουσική χωρίς τη μορφή του Μανώλη Μητσιά, χωρίς τη φωνή και τα τραγούδια του.
Δεν γίνεται να σκεφτείς το ελληνικό τραγούδι χωρίς να σιγοψιθυρίσεις τα δικά του τραγούδια.
Σ’ αυτά εδώ «τα κακοτράχαλα τα βουνά, με το σουράβλι και τον ζουρνά πάνω στην πέτρα την αγιασμένη, πάντα θα χορεύουμε παρέα με τον Νικηφόρο, τον Διγενή και τον γιο της Άννας της Κομνηνής…». Ο Μητσιάς θα κρατάει το μικρόφωνο κι εμείς από κάτω θα σιγοτραγουδάμε μαζί του με τα μάτια κλειστά.
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr