Την εποχή αυτήν η Εκκλησία έχει να αντιμετωπίσει ποικίλους εξωτερικούς εχθρούς, ενώ και με την πληθυσμιακή της αύξηση είχε πάψει να αποτελεί διωκόμενη θρησκευτική μειονότητα, οπότε προχώρησε στην καταπολέμηση των εσωτερικών εχθρών της, των αιρέσεων της πίστεώς της. Οι Πατέρες της Εκκλησίας, προκειμένου να εδραιώσουν την εσωτερική εκκλησιαστική ενότητα και να αντιμετωπίσουν με κοινή στρατηγική όλες τις τάσεις αλλοιώσεως του κανόνα της Πίστεως, προχώρησαν σε μια ζωντανή έκφραση της εκκλησιαστικής πίστεως, μέσα από θεολογικές αποσαφηνίσεις. Βασιζόμενοι σταθερά στην προγενέστερή τους προφητική και αποστολική παράδοση, διατύπωσαν ερμηνευτικά επίσημα μέσα από τη συνοδική διαδικασία την πίστη της Εκκλησίας, σύμφωνα με τη γλώσσα του πολιτισμικού περιβάλλοντος στο οποίο ανήκουν, δηλαδή τα δόγματα της Εκκλησίας. Ένας από τους σπουδαιότερους πατέρες της εποχής αυτής είναι ο Μ. Αθανάσιος, ο οποίος βιώνοντας την αγωνία της Εκκλησίας να διατηρήσει ακέραιη την παράδοση των Προφητών, των Αποστόλων και των Μαρτύρων, εναντιώνεται στους αιρετικούς και ειδικότερα στον Άρειο, οι οποίοι ως μια πολυκέφαλη λερναία Ύδρα επιχειρούσαν να κλονίσουν συθέμελα την Εκκλησία. Ο Μ. Αθανάσιος γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια από Έλληνες γονείς το 295 και πέθανε στην ίδια πόλη. Ο Άγιος αυτός πατέρας θα καταστεί ορόσημο στην ιστορία της Εκκλησίας, ως προς τη συμβολή του στη διατύπωση του τριαδικού και του χριστολογικού δόγματος. Η θεολογία του, η οποία αποτελεί μαρτυρία για την παράδοση της αρχαίας Εκκλησίας, αποτέλεσε πρότυπο για την ανάπτυξη της μετέπειτα θεολογίας, τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς την ορολογία της έκφρασης της θεολογίας της. Πιστός ο Άγ. Αθανάσιος στις αποφάσεις της Νίκαιας μέχρι το τέλος του βίου του, αρνήθηκε κάθε συμβιβασμό με την αίρεση, χρησιμοποιώντας μια επιχειρηματολογία βασιζόμενη στη βιβλική παράδοση. Στους Έλληνες χριστιανούς ο Άγ. Αθανάσιος είναι ιδιαίτερα αγαπητός και τιμάται με λαμπρότητα η γιορτή του στα χωριά και τις πόλεις, όπου υπάρχουν ενοριακοί ναοί, η χειμωνιάτικη γιορτή του (18 Ιανουαρίου) τελείται σ’ αυτούς, ενώ για τη «μαγιάτικη» γιορτή (2 Μαΐου) προτιμούνται τα ξωκλήσια. Ο λαός χρησιμοποίησε την ετυμολογία του ονόματός του (Αθανάσιος – αθανασία) και αφιέρωσε αρκετούς κοιμητηριακούς ναούς στη μνήμη του, για να ξορκίσει τον θάνατο. Πολλά είναι τα έθιμα του λαού μας για τον Άγιο. Στην Ανατολική Θράκη τη μέρα της γιορτής του έσφαζαν έναν πετεινό για την υγεία τους, ενώ στο μαγιάτικο πανηγύρι του σε πολλά μέρη στους κοιμητηριακούς του ναούς τελούνταν η Θεία Λειτουργία και μοιράζονταν κόλλυβα. Σε νησιώτικες περιοχές, οι κοπέλες κουβαλούσαν νερό στις στάμνες, λέγοντας: Άι Θανάση, αφέντη μας, έλα στη γειτονιά μας για να μας δώκεις την ευχή και τους καλούς γαμπρούς μας…». Στο Σουφλί, στο Διδυμότειχο, στη Δράμα και στα χωριά Κορνοφωλιά και Δαδιά του Έβρου αναβιώνουν και σήμερα οι κάτοικοι το έθιμο του κορμπανιού. Στην Αιτωλοακαρνανία μοιράζουν γλυκά, ψωμιά, σύμβολο της δύναμης του Αγίου ενάντια στους αιρετικούς. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, ο Θεός, κάθε χρόνο, το ξημέρωμα της γιορτής του Αγίου, έστελνε στο προαύλιο του ναού του Αθανασίου ένα ελάφι ή ένα αρνάκι, το οποίο «θυσιαζόταν» με την ευλογία του ιερέα το πρωί της γιορτής από τους «κουρμπανατζήδες», οι οποίοι το μαγείρευαν και στη συνέχεια το μοίραζαν σε όλους τους κατοίκους. Το φαγητό αυτό ονομάστηκε κουρμπάνι, που στην τουρκική γλώσσα (kurban etmek = θυσία) έχει την έννοια της θυσίας και της προσφοράς.
Το «κουρμπάνι» είναι «κοινωνία ανθρώπων» που έχει τις ρίζες του στην αρχαία ελληνική κοινωνία. Σε αυτήν την κοινωνία ανθρώπων, όλοι προσέφεραν και όλοι έπαιρναν, και το ίδιο ακριβώς γίνεται μέχρι σήμερα. Σε χωριά της Θεσσαλίας, όπου λατρεύονταν ο Άγ. Αθανάσιος και υπήρχε ναός του, μια ομάδα κουρμπατζήδων, πριν τη γιορτή του Αγίου, γύριζε στα σπίτια και μάζευε ό,τι τους έδιναν οι συγχωριανοί για να γίνει πλούσιο το κουρμπάνι. Μετά τη Θ. Λειτουργία το φαγητό ήταν έτοιμο για να διανεμηθεί στους προσκυνητές. Εξάλλου, σε όσα χωριά της Θεσσαλίας υπήρχε κοιμητηριακός ναός, οι κάτοικοι πρόσφεραν στους προσκυνητές γλυκά, βρασμένο σιτάρι και αποξηραμένα δαμάσκηνα. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο ιερέας του ναού, μετά τη Θ. Λειτουργία και τη διανομή του κορμπανιού, μαζί με το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο και τον πρόεδρο του χωριού, επισκέπτονταν πρώτοι τα σπίτια που είχαν Αθανάσιο και Αθανασία για να τους γιορτάσουν. Αυτός είναι ο Μέγας Αθανάσιος, που ανήκει στις πολύ μεγάλες μορφές της Εκκλησίας μας. Αναδείχθηκε «αληθής στύλος» της, διότι υπήρξε μια προσωπικότητα με αδαμάντινο χαρακτήρα, με κύρος, με γνήσια ορθόδοξο φρόνημα, με ανυποχώρητη αγωνιστικότητα. Περιφρόνησε κινδύνους και ταλαιπωρίες, συνετέλεσε στην επικράτηση της ορθής Πίστης, υπήρξε ενάρετος και ευσεβής. Δίκαια, λοιπόν, η Εκκλησία τον τοποθέτησε κοντά στους Αποστόλους, τους Ευαγγελιστές και τους Αγίους.