Ο σκύλος είχε τρυπώσει στην καλύβα του και έτρεμε απ’ το κρύο.
Ο Παναγιώτης μαζεύτηκε στη μοναδική πολυθρόνα που του είχε απομείνει μετά την καταστροφική πλημμύρα και κρύωνε…, κρύωνε πολύ. Πήρε μια κουβέρτα που είχε σωθεί, τυλίχθηκε και ξανακάθισε.
Χίλιες σκέψεις… όρμησαν από όλες τις γωνιές του μυαλού του, να τον κατασπαράξουν. Πήρε το κεφάλι στα χέρια του. Πώς ήρθαν έτσι όλα, τα πάνω-κάτω!
Δεν είναι τίποτα ο άνθρωπος… σκέφτηκε.
Μια κακία, μια λαιμαργία, για περισσότερα αποκτήματα, μια υπερηφάνεια για την καλή και άνετη ζωή του και ξαφνικά, αρκεί μια πλημμύρα για να μείνεις με μια… πολυθρόνα και ένα άδειο σπίτι απ’ τα ακριβά έπιπλα που ήταν γεμάτο και καταστράφηκαν όλα και βγήκαν στον δρόμο, να τα μαζέψει το απορριμματοφόρο.
Ο Παναγιώτης ήταν γόνος μιας οικογένειας ευκατάστατης, μοναχογιός. Πριν από κάποιους μήνες χάθηκαν οι γονείς του, σε ένα φοβερό δυστύχημα που έπληξε την περιοχή και έχασαν τη ζωή τους δεκάδες άνθρωποι, νέοι, γέροι και παιδιά.
Οι γονείς του άφησαν πίσω τους μια τεράστια περιουσία, εκατοντάδες στρέμματα, στον θεσσαλικό κάμπο.
Του έλειπαν οι γονείς του πολύ, αλλά δεν είχε πρόβλημα επιβίωσης.
Είχε ένα τεράστιο ισόγειο σπίτι, που είχε μέσα όλα τα καλά του Θεού στοιβαγμένα στα αμπάρια.
Οι γονείς του τον σπούδασαν με άνεση χωρίς να του λείψει τίποτα στη φοιτητική του ζωή, αλλά αποφάσισε να ασχοληθεί με τη γη τους που ήταν ατελείωτη.
Οικονομικό Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης τελείωσε και απ’ το πρώτο έτος είχε μια συμφοιτήτρια, την Κωνσταντίνα, που αγαπιόταν πάρα πολύ. Δεν υπήρχε έρωτας, ήταν μια άλλη αγάπη, φιλική.
Μπροστά σ’ αυτήν την αγάπη ωχριούσε κι ο πιο δυνατός έρωτας. Η Κωνσταντίνα ήταν απ’ την ίδια θεσσαλική πόλη με τον Παναγιώτη.
Δεν γνωρίζονταν πριν μπούνε στο Πανεπιστήμιο, εκεί γνωρίστηκαν και έγιναν αχώριστοι.
Ήταν κι εκείνη από μια ευκατάστατη οικογένεια. Οι γονείς της είχαν ένα πολυκατάστημα στην πόλη. Είχε έναν αδερφό μεγαλύτερο που ασχολούνταν κι αυτός με το μαγαζί.
Η Κωνσταντίνα έψαχνε να βρει δουλειά στο δημόσιο, είχε δώσει και εξετάσεις μάλιστα κάποια χρονιά, αλλά δεν έγινε τίποτα.
Και έτσι έμεινε κι αυτή σ’ αυτό το κατάστημα. Με τον Παναγιώτη συναντιόταν συχνά σε μια αγαπημένη τους καφετέρια και τα λέγανε.
Όποιος τους έβλεπε, τους περνούσε για ζευγάρι, όπως έσφιγγε ο ένας το χέρι του άλλου και κοιτάζονταν μέσα στα μάτια.
Όμως δεν ήταν καθόλου έτσι. Ήταν μια δυνατή φιλία, ανεπανάληπτη.
Οι γονείς της γνώριζαν καλά τον Παναγιώτη και παρότρυναν την κόρη τους να κάνει κάτι μαζί του, γιατί τον αγαπούσαν πολύ. Είχαν, μάλιστα, γνωριστεί και με τους γονείς του και έκαναν στενή παρέα.
Και οι δύο πλευρές επιθυμούσαν το ίδιο, να σμίξουν τα παιδιά τους, να γίνουν… ζευγάρι. Όμως τα παιδιά δεν συμφωνούσαν.
Η Κωνσταντίνα συχνά διαπληκτίζονταν με τη μάνα της που την πίεζε πολύ.
«Άφησέ μας βρε μαμά, να ζήσουμε τη φιλία μας, δεν με πήραν και τα χρόνια, κάποια στιγμή θα βρω και τον σύντροφο της ζωής μου».
Αυτά και άλλα συζητούσαν μάνα και κόρη και δεν συμφωνούσαν σε τίποτα.
Χαμένος στις σκέψεις του ο Παναγιώτης, άκουσε από βαθιά, σαν σε όνειρο, το χτύπημα της πόρτας.
Σηκώθηκε και πήγε να ανοίξει…
Μπροστά του βρέθηκε η Κωνσταντίνα.
Τον αγκάλιασε σφιχτά και έτσι έμειναν αρκετή ώρα. Έπειτα προχώρησαν μέσα στο… κατεστραμμένο σπίτι.
Ο Παναγιώτης της έδειξε τη μοναδική πολυθρόνα που είχε μείνει. Η Κωνσταντίνα έβαλε τα κλάματα. Ξαναγκάλιασε τον φίλο της και έκλαψαν μαζί.
Έπειτα το κορίτσι συγκεντρώθηκε.
«Παναγιώτη μου, μάζεψε ό,τι σου έχει μείνει από ρούχα και έλα μαζί μου. Έξω έχω το αυτοκίνητο. Δεν είναι δυνατόν να μείνεις εδώ. Όλη τη νύχτα που γινόταν ο χαλασμός κόσμου, το μυαλό μου δεν έφυγε από κοντά σου».
Μάθαμε ότι η περιοχή σας πλημμύρισε.
«Μα Κωνσταντίνα μου δεν θέλω να σας γίνω βάρος».
«Κανένα βάρος. Στην οικοδομή που μένουμε, υπάρχει ένα διαμέρισμα επιπλωμένο, που μόνο εγώ κοιμάμαι. Εκεί θα μείνεις.
Θα… συζήσουμε, όχι με τη γνωστή έννοια…, καταλαβαίνεις. Όμως ποτέ… κανείς δεν ξέρει».
Ο Παναγιώτης μάζεψε κάποια μισολασπωμένα ρούχα του, τα έβαλε σε μια σακούλα, πήρε και έναν φάκελο με κάποια χρήματα που πρόλαβε πριν τον παρασύρουν τα νερά μαζί με το κομοδίνο και έφυγαν.
Κοίταξε πίσω του… ολική καταστροφή, που δεν ήξερε πώς θα αποκαθιστούσε ξανά εκείνο το υπέροχο σπίτι που του άφησαν οι γονείς του.
Το ξημέρωμα πρόβαλε από παντού…
Το ζευγάρι… αγκαλιασμένο και διπλοκουκουλωμένο, δεν έλεγε να ξυπνήσει.
Κάποια στιγμή άνοιξε τα μάτια η Κωνσταντίνα. Χάιδεψε τον Παναγιώτη και ξύπνησε κι εκείνος… Γέλασαν τρανταχτά, μίλησε το κορίτσι…
«Παναγιώτη, κοίταξε να δεις τι μας επιφύλαξε αυτή η βιβλική καταστροφή…
Λες κάτω απ’ αυτήν τη δυνατή φιλία να κρυβόταν ένας μεγάλος έρωτας…»!