Βρέθηκαν εκεί καθώς ήρθαν πάνω από τα βουνά των Χασίων. Κατέβηκαν από τα χωριά εκείνης της περιοχής και εγκαταστάθηκαν οριστικά σε αυτή την πόλη, αφού ήταν ο πλησιέστερος μα και ο πιο πλούσιος τόπος.
Μία κωμόπολη της συγκομιδής, της αφθονίας. Γύρω της ατελείωτοι αμπελώνες v’ απλώνονται στον κάμπο καταπράσινοι από σταφύλια όλων των ποικιλιών, μαζί με οπωροφόρα δέντρα, περιβόλια κι άλλες καλλιέργειες. Γεμίζει η ματιά σου και η καρδιά σου ευφραίνεται. Η ψυχή και το μυαλό ζαλίζεται τώρα σαν δοκιμάσει να πιεί το καλύτερο, το πιο εκλεκτό κρασί και τσίπουρο των αμπελιών της. Τα κελάρια τους γεμάτα και οι αποθήκες ξεχειλίζουν κάθε χρόνο απ’ την πλούσια σοδειά σ’ αυτόν τον γόνιμο τόπο.
Και οι Τυρναβίτες άνθρωποι ανοιχτοί, γλεντζέδες, έξυπνοι, εργατικοί μα και ολίγον του πιοτού. Αυτό το ενισχύει και η ενασχόλησή τους με τ’ αμπέλια, καταλαβαίνετε...
Και ότι υπάρχει σε οινοπνευματώδη ρέει άφθονο. Ξέφρενο πανηγύρι για τους ντόπιους αλλά και τους επισκέπτες, όλοι μαζί γίνονται ένα εκείνες τις ημέρες.
Στο πατρικό του πατέρα μου στον Τύρναβο, περνούσα μικρή πολλά καλοκαίρια, εφόσον έμεναν εκεί οι παππούδες μου. Τώρα σπάνια πηγαίνω. Εκείνοι έχουν φύγει από τη ζωή, όπως και ο Πατέρας μου. Έφυγε εκεί γύρω στα εξήντα του.
Τα χρόνια εκείνα τα θυμάμαι πάντα με αγάπη και όπως γυρίζω πίσω, εικόνες πολλές περνούν, έρχονται και αφήνουν να βρεθώ πάλι μέσα σ’ εκείνο το μεγάλο πέτρινο σπίτι κτισμένο στην άκρη ενός οικοπέδου απέραντου.
Για να περπατήσω τον δρόμο που οδηγούσε σ’ αυτό από πέτρες πλατιές, χοντρές, καλντερίμι, όπου πάνω του κυλούσαν με θόρυβο κάρα που τα έσερναν άλογα.
Έπειτα v’ ανοίξω τη βαριά ξύλινη πόρτα, τρίζοντας, ν’ ανέβω τα λιγοστά σκαλοπάτια για να βρεθώ μέσα στα ψηλοτάβανα δωμάτια του σπιτιού. Σάλες πέρα ως πέρα με έπιπλα λιτά, με δαντελένιες κουρτίνες στα παράθυρα που είχαν σιδερένιο κιγκλίδωμα από την έξω πλευρά τους. Και φωτογραφίες πολλές πάνω στη σερβάντα να δείχνουν την οικογένεια την πολυμελή. Έξι παιδιά. Το σύνολο οκτώ μαζί με τους γονείς. Έχω την αίσθηση πως είναι τώρα σαν ν’ ακούω τη γιαγιά μου να μονολογεί: «Δεν μπορώ άλλο, κουράσκα μέσα σ’ αυτό του νταμ.” Εννοούσε το απέραντο σπίτι που απαιτούσε πολλή δουλειά μαζί με τόσα παιδιά γύρω της, ολημερίς στην φροντίδα τους. Και είναι σα να τη βλέπω στην κουζίνα της, το μαγειρειό της, άνετο, ευρύχωρο, με τη μεγάλη τραπεζαρία στη μέση και στην άκρη εστίες φωτιάς να καίνε σχεδόν όλη μέρα, με ξύλα για το μαγείρεμα σε σιγανή χόβολη.
Το μαγειρειό απείχε κανά δυο μέτρα από το κυρίως σπίτι, όπως και ο χώρος υγιεινής, σε απόσταση, έξω μακριά. Τώρα ετοιμάζοντας το φαγητό για τη φαμίλια της σε σκεύη από μπακίρι και φτιάχνοντας πίτες στο σηνί, περίμενε η γιαγιά μου να ‘ρθει ο άντρας της από την εκκλησία.
Ο παππούς μου ήταν ιερέας. Λειτουργούσε στην ενορία του ναού στον Αϊ Γιάννη, για πολλά χρόνια. Στον Τύρναβο οι παλιοί δεν τον ξεχνούν. Τον θυμούνται πάντα ως εξαίρετο άνθρωπο και ιερέα.
Σα να τον βλέπω καθημερινά να φέρνει λειτουργιές-πρόσφορα για την οικογένειά του. Τόσα στόματα τον περίμεναν. Ήταν των πιστών από την εκκλησία. Έπειτα, πρόσφορα και προσφορές αυτών, τα μοίραζε σ’ εκείνους που θα του ζητούσαν απλόχερα, σε όσους είχαν ανάγκη. Για τον εαυτό του δεν κράτησε ποτέ τίποτα.
Και η γιαγιά μου ως παππαδιά-πρεσβυτέρα είχε πάντα τον σεβασμό που έπρεπε από τους συνανθρώπους γύρω της. Τις Κυριακές και τις γιορτές που πήγαινε στην εκκλησία, αμέσως της παραχωρούσαν τη θέση τους στο στασίδι και της φιλούσαν το χέρι. Ντυμένη δε σεμνά με ρούχα μαύρα με μανίκι μακρύ και γιακά κλειστό ως πάνω κι ας ήταν καλοκαίρι. Τα μαλλιά της πλεγμένα κοτσίδες τυλιγμένες σφικτά γύρω απ’ το κεφάλι της και πάνω τους το τσεμπέρι.
Τώρα η θύμησή μου με οδηγεί να περιηγηθώ τον εξωτερικό χώρο αυτής της όμορφης παραδοσιακής κατοικίας.
Μεγάλος σε έκταση, κατάφυτος, με κηπευτικά και δένδρα πολλά με καρπούς, όταν ήταν η εποχή τους. Παντού λουλούδια στις γλάστρες, στα παρτέρια, πολύχρωμα, ολάνθιστα την άνοιξη. Το καλοκαίρι γέμιζε το ψάθινο πανέρι από το μάζεμα των ολόφρεσκων φρούτων και λαχανικών απ’ τον μπαξέ. Και εκεί ανάμεσα στο σπίτι και τον κήπο, υπήρχε πηγάδι. Βαθύ, με νερό δροσερό σαν έβγαινε απ’ της γης τα σπλάχνα. Για να ποτιστούν όλα αυτά που αναφέρω παραπάνω και για οικιακή χρήση. Βρύσες δεν είχαν ακόμη περαστεί. Έτσι κυλούσε η ζωή, απλά, ήρεμα. Δίχως άγχος. Και γω ξαναγύρισα εκεί για να ξεδιπλώσω άπειρες παιδικές αναμνήσεις. Κι αν θελήσω να περιγράψω όλες με λεπτομέρεια δε θα τελείωνα ποτέ. Κι είναι άξιο θαυμασμού για μένα που είναι τόσο ζωντανές οι θύμησες, ανεξίτηλες απ’ τη φθορά του χρόνου, λες και ήταν χθες.
Κωνσταντίνα Κότση
Ποιήτρια