Ο Ντελόρ, στη δεκαετία του 1980, είχε βάλει στόχο τη δημιουργία της Μεγάλης Ενιαίας Αγοράς (ΜΕΑ). Προσδιόρισε, μάλιστα, το 1992 ως το χρονικό όριο εντός του οποίου αυτό έπρεπε να πραγματοποιηθεί. Πρόκειται για την ελεύθερη κυκλοφορία μεταξύ των δέκα χωρών της τότε ΕΟΚ, των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων.
Θα έπρεπε η ΜΕΑ να είχε πραγματοποιηθεί από το 1968, όταν έληγε η δεκαετής μεταβατική περίοδος, η οποία είχε οριστεί στη Συνθήκη της Ρώμης. Το εγχείρημα, όμως, ήταν πολύ δύσκολο και κανένας πρόεδρος πριν από τον Ντελόρ δεν το είχε επιχειρήσει.
Διάφοροι φορείς είχαν εκτιμήσει το όφελος που θα προέκυπτε από την κατάργηση των εμποδίων για την πραγματοποίηση της ΜΕΑ. Το όφελος αυτό ανέρχονταν σε κολοσσιαία ποσά.
Ποιοι, όμως, θα λάβαιναν τη μερίδα του λέοντος από τα εν λόγω ποσά; Προφανώς εκείνοι που είχαν τις καλύτερες δομές, την καλύτερη οργάνωση και παραγωγικότητα. Αυτό, όμως, θα οδηγούσε στην περαιτέρω διεύρυνση του χάσματος που ήδη υπήρχε μεταξύ των περισσοτέρων ή λιγότερο προηγμένων οικονομικώς χωρών.
Για την αποφυγή της διεύρυνσης του χάσματος και για τον περιορισμό του, θα έπρεπε να διατεθούν κεφάλαια υπέρ των οικονομικώς αδυνάτων χωρών, το ύψος των οποίων ήταν αδύνατο να καλυφθεί από τον τρέχοντα κοινοτικό προϋπολογισμό.
Ένα άλλο μείζων πρόβλημα που προέκυπτε για την εφαρμογή της ΜΕΑ ήταν ότι για να καταργηθούν τα σχετικά εμπόδια, έπρεπε να θεσπισθούν 300 πράξεις. Η θέσπισή τους με την ισχύουσα τότε ομοφωνία απέκλειε την επίτευξη του στόχου δημιουργίας της μέχρι το 1992. Είχε, λοιπόν, ο Ντελόρ να αντιμετωπίσει δύο μείζονα προβλήματα προκειμένου να προχωρήσει η ΜΕΑ:
Πρώτον, η, όσο ήταν δυνατόν, αλλαγή της ομοφωνίας σε ειδική πλειοψηφία.
Δεύτερον, η σημαντική αύξηση του κοινοτικού προϋπολογισμού. Τα πέτυχε και τα δύο με τη θέσπιση της Ενιαίας Πράξης (Ε.Π.) που τροποποίησε και συμπλήρωσε τη Συνθήκη της Ρώμης.
Ειδικότερα, για την αύξηση του κοινοτικού προϋπολογισμού, προκειμένου να ενισχυθούν οι δομές των ασθενέστερων οικονομικώς κρατών, διατυπώθηκε σαφέστατα η έννοια της κοινωνικής και οικονομικής συνοχής της κοινότητας με ολόκληρο κεφάλαιο που περιλαμβάνει πέντε άρθρα. Το πέμπτο άρθρο προβλέπει σαφώς την ενίσχυση των διαρθρωτικών ταμείων (περιφερειακό, γεωργικό και κοινωνικό), ώστε να μπορέσουν να συμβάλουν αποτελεσματικά στην ενίσχυση των υποδομών των ασθενέστερων περιοχών της κοινότητας.
Η αύξηση του κοινοτικού προϋπολογισμού επιτεύχθηκε κυρίως με αύξηση των ποσοστών επί του ΑΕΠ που κατατίθενται ως συμμετοχή κάθε κράτους μέλους. Έτσι, μπόρεσε να γίνει διπλασιασμός των πόρων των διαρθρωτικών ταμείων. Η διάθεση των πόρων αυτών αποφασίστηκε να γίνεται στις περιοχές των οποίων το ΑΕΠ είναι μικρότερο του 75% του μέσου κοινοτικού.
Η Ελλάδα υπήχθη ολόκληρη στις περιοχές αυτές, συμπεριλαμβανομένης και της περιοχής της πρωτεύουσας. Έτσι, κατάφερε η χώρα με τα πακέτα Ντελόρ – ΕΣΠΑ, μέσω των Διαρθρωτικών Ταμείων και του Ταμείου Συνοχής να ενισχύσει σε πρωτόγνωρο βαθμό τις υποδομές της: συγκοινωνιακά δίκτυα, έργα ύδρευσης – αποχέτευσης σε όλη τη χώρα, εγκαταστάσεις για τη μεταποίηση και τυποποίηση γεωργικών προιόντων κ.λπ.
Οι πλουσιότερες χώρες της ΕΟΚ – Ε.Ε. συνέβαλαν πολύ περισσότερο στα διαρθρωτικά ταμεία, ενώ δεν είχαν όφελος από εκείνο λόγω ΑΕΠ μεγαλυτέρου των 75% του κοινοτικού. Οι ωφελούμενες χώρες με πολύ μικρότερη συμμετοχή στα διαρθρωτικά ταμεία είχαν όφελος λόγω ΑΕΠ μικρότερο του 75% του κοινοτικού.
Να σημειωθεί ότι η Ελλάδα σε όλη την περίοδο που ανήκει στην ΕΟΚ – Ε.Ε. (62 χρόνια) έχει θετικό ισοζύγιο, δηλαδή καταβάλλει λιγότερα και λαμβάνει περισσότερα. Αρνητικό ισοζύγιο έχουν οι πλουσιότερες χώρες, μεταξύ αυτών και η Αγγλία, η οποία επί Θάτσερ είχε ζητήσει επιμόνως και πέτυχε μερικώς την επιστροφή της διαφοράς μεταξύ καταβολών και απολαβών. Έμεινε στην ιστορία η απαίτηση της Θάτσερ: «I want my money back». Αν όλες οι χώρες με αρνητικό ισοζύγιο απαιτούσαν κάτι παρόμοιο, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα είχε διαλυθεί. Είναι γνωστό ότι η Αγγλία δεν είχε ποτέ, στο σύνολό της, αποδεχθεί την ευρωπαϊκή ιδέα. Όσα χρόνια ήταν μέλος, πάντα δημιουργούσε προβλήματα. Ζητούσε π.χ. εξαιρέσεις για κάθε μέτρο που δεν τη συνέφερε. Ήταν αναμενόμενο να ζητήσει τελικά την αποχώρησή της.
Πρόσφατα έτυχε να κάνω κάποια μακρά διαδρομή με ταξί. Ο ταξιτζής ήταν ένας νεαρός, πτυχιούχος Πανεπιστημίου. Ήθελε κουβέντα και διερωτήθηκε, γιατί παραμένουμε στην Ε.Ε., τι μας προσφέρει. Αντί απαντήσεως, τον ρώτησα αν βρίσκει δυσκολίες στην άσκηση του επαγγέλματός του λόγω κυκλοφοριακού φόρτου. Μου απάντησε ότι η κατάσταση είναι αφόρητη. Τον ρώτησα πώς θα ήταν η κατάσταση αν δεν υπήρχε το μετρό, η Αττική οδός, οι ανισόπεδες διαβάσεις... Μου απάντησε ότι θα ήταν σκέτη κόλαση.
Ρώτησα, λοιπόν, ποιος χρηματοδότησε αυτά τα έργα. Μου είπε ότι συνέβαλε η Ε.Ε. με δάνεια που βαρύνουν το δημόσιο χρέος μας.
Ιδέα δεν είχε ότι τα κεφάλαια της Ε.Ε. ήταν δωρεά και όχι δάνεια. Ήταν τραγικά απληροφόρητος. Η συζήτηση με τον νεαρό ταξιτζή με ώθησε να γράψω αυτό το σημείωμα.