Μάταια περίμεναν μερικοί με τις συνταγές στα χέρια, εκείνες αδιάφορα, μπήκαν στο τραίνο του χρόνου και γύρισαν στο παρελθόν. Σταμάτησαν εκεί σ’ ένα μικρό χωριουδάκι, με μικρά κατάλευκα σπιτάκια, πλακόστρωτες αυλές, πνιγμένες στα λογής - λογής λουλούδια και κάτασπρα πεζούλια δεξιά κι αριστερά της αυλόπορτας.
Γύρισαν εκεί, σ’ εκείνο το παραμυθένιο χωριουδάκι, με τα γάργαρα νερά του, που έτρεχαν απ’ τις σκαλιστές πέτρινες κάνουλες, σε μεγάλες πέτρινες επίσης λεκάνες. Σ’ αυτές τις λεκάνες που πότιζαν οι χωριανοί τα ζώα, όταν κατάκοπα και βαρυφορτωμένα γύριζαν απ’ το χωράφι.
Εκεί έπλεναν και τα ρούχα και τα στρωσίδια οι νοικοκυρές, σχηματίζοντας ουρά για να κρατιέται η τάξη και η σειρά. Απ’ αυτές τις πέτρινες κάνουλες, τις ομορφοπελεκημένες, έπαιρναν και το κρυστάλλινο νερό, σε χάλκινα γκιούμια, σκούρα και μουντά απ’ το χρόνο, γιατί πήγαιναν από μάνα σε κόρη κι από πεθερά σε νύφη.
Το εσωτερικό τους γανωμένο πεντακάθαρο, νόμιζες πως ήταν γεμάτο με λιωμένο ασήμι.
Πόσο ευχάριστο ήταν αυτό το ταξίδι, ανάμεσα απ’ τα στενά πεντακάθαρα καλντερίμια, που στην άκρη έτρεχε το νερό σε πέτρινο αυλάκι, και πήγαινε στους κήπους, να ποτίσει τα λαχανικά, τα λουλούδια και τα δέντρα, που ακουμπούσαν τα κλαδιά τους στο χώμα, απ’ το βάρος των καρπών.
Οι τρεις φιλενάδες είχαν να συναντηθούν πολλά χρόνια. Δικαιολογημένη λοιπόν η τόση συγκίνηση και το ταξίδι στον χρόνο. Η Χριστίνα, ένα ξανθό ωραίο κορίτσι, αυθόρμητο, κι ανέμελο, είχε παραχωρήσει τη θέση του σε μια εύσωμη, αρκετά εμφανίσιμη ώριμη κυρία, πάντα αυθόρμητη κι ανέμελη.
Η Φανή, ένα ψηλόλιγνο κορίτσι με κατάμαυρα μαλλιά και μάτια λοξά σαν ελαφιού, δεν επέτρεψε στο χρόνο ν’ αλλάξει πολλά πράγματα. Λίγα γκρίζα μαλλιά και κάποιες ρυτίδες γύρω απ’ τα μάτια.
Και η Μαρία, μια μικρόσωμη γυναίκα, με σκούρο κι ανήσυχο βλέμμα, που δεν καταλάγιασε ποτέ εκείνη η ανησυχία. Ένιωθε παγιδευμένη μέσα στην καθημερινότητα και προσπαθούσε να ξεφύγει απ’ αυτή και να πετάξει στους αιθέρες της δημιουργίας και του ονείρου. Να χρωματίσει τον κόσμο με την αδάμαστη φαντασία της, να τον κάνει καλύτερο, ομορφότερο, τέλειο. Και τα κατάφερε.
Η Μαρία δήλωνε νοικοκυρά, μα ήταν και συγγραφέας με πολύ και αξιόλογο έργο, βραβευμένο και πολύ ... άνθρωπος. Εκείνο το προικισμένο… κορίτσι, προσπαθούσε ν’ ανοίξει ένα δρόμο, μέσα σε δύσβατες περιοχές που να οδηγεί στην τελειότητα, στο απραγματοποίητο, στο όνειρο... Εκεί σ’ εκείνο το φαρμακείο λοιπόν, οι τρεις φίλες ξαναζούν τα παιδικά και εφηβικά τους χρόνια.
Στέκονται σε χαρές, που κάνουν το κουρασμένο βλέμμα τους να λάμπει. Προχωρούν σε λυπηρές θύμισες που βαθουλώνουν ακόμα πιο πολύ τις κάποιες ρυτίδες που χάραξε ο χρόνος. Κάνουν απανωτές ερωτήσεις η μια στην άλλη, ξαναγκαλιάζονται, φιλιούνται, κοιτάζονται μέσα στα μάτια, σα να θέλουν να μαγνητίσουν το χρόνο και να τον φέρουν πίσω.
Εκεί σ’ εκείνο το φαρμακείο που η Φανή είχε μπει κοριτσάκι για να δουλέψει, με κοντά καλτσάκια και πολλά όνειρα, για σπουδές και ευτυχία και που η μοίρα της επιφύλαξε πίκρες και ανάγκες και πέταξαν τα όνειρα και η ευτυχία. Εκεί σ’ εκείνο το φαρμακείο που οι πελάτες σχημάτισαν ουρά, κι ήταν έτοιμοι να βάλουν τις φωνές, ξετυλίχτηκε ένα κουβάρι μιας ζωής.
Μιας ζωής όμορφης και πικρής μαζί, που θα ‘πρεπε να είναι κι ανέμελη μα δεν ήταν, γιατί τα χρόνια ήταν δύσκολα κι οι καρδιές των ανθρώπων κλειδαμπαρωμένες διπλά και με βαριά σίδερα και σύρτες από μέσα.
Ήταν τα χρόνια του εμφυλίου πολέμου φρικτά κι απαίσια, που όσοι είχαν την ατυχία να τα ζήσουν, σταυροκοπιούνται υψώνοντας το βλέμμα τους προς το Θεό, να τους λυπηθεί και να μην ξανάρθουν. Μέσα σ’ εκείνη την ατμόσφαιρα του φόβου του θανάτου και της φωτιάς, τα παιδιά ήταν παιδιά.
Και τι δεν είχαν να θυμηθούν οι τρεις ώριμες κυρίες. Τα ψέματα που έλεγε η μια στην άλλη και που αν και τα καταλάβαιναν ότι ήταν ψέματα, έκαναν πως τα πίστευαν για να ξεφύγουν απ’ τη φρικτή πραγματικότητα; Η Χριστίνα, το ωραιότερο κορίτσι της παρέας είχε μια καταπληκτική φαντασία. Φανταζόταν πράγματα που επιθυμούσε… Τα βίωνε και τα πίστευε τόσο, που τα έδινε μ’ έναν ξεχωριστό τρόπο στις φίλες της, που κι εκείνες με τη σειρά τους τα ζούσαν με τη δική τους φαντασία.
Η Φανή φοβερά καλή κι ευαίσθητη, ήταν έτοιμη να πληγωθεί στην παραμικρή διαφωνία μέσα στη μικρή συντροφιά.
Και η Μαρία, μια τραγική μικρή φυσιογνωμία, που κράτησε στους αδύνατούς ώμους της όλη τη δίνη του εμφυλίου πολέμου και πόνεσε και υπέφερε και προχώρησε με χίλια τραύματα. Ένα παιδί που μεγάλωσε χωρίς το πολυτιμότερο στήριγμα, τους γονείς του και ας υπήρχαν όλα τα άλλα. Αιτία ο εμφύλιος σπαραγμός.
Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψει κανείς αυτή την έλλειψη. Δε βρέθηκαν μέσα στους αιώνες κι ούτε θα βρεθούν. Δε θα τολμήσει κανένας ν’ αγγίξει αυτή την απάτητη περιοχή του βουβού πόνου...
Αυτές ήταν μερικές πινελιές στα πορτραίτα αυτών των γυναικών, που συναντήθηκαν τυχαία και χάρηκαν με την καρδιά τους και γύρισαν τον χρόνο πίσω, κι έτρεξαν στα στενοσόκακα του χωριού τους κι έπεσαν στα καλντερίμια και χτύπησαν το γόνατο, κι άρπαξαν ένα ξεροκόμματο βρεγμένο και βουτηγμένο στη ζάχαρη και εξαφανίστηκαν στα κοντινά βράχια, να παίξουν κρυφτό.
Στο φαρμακείο όμως, ο κόσμος σχημάτισε ουρά και οι πιο θερμόαιμοι έβαλαν τις φωνές… «Άντε κυράδες, άντε στο σπίτι να φτιάξετε κανένα φαΐ, κι αφήστε τη γυναίκα να δουλέψει.»
Οι «κυράδες» σκούπισαν το δάκρυ που ξέφυγε απ’ τα σκούρα γυαλιά, που τα φόρεσαν σαν άρχισαν να συγκινούνται και προχώρησαν ανάμεσα απ’ τους αγανακτισμένους κι ανυποψίαστους πελάτες. Αγανακτισμένοι γιατί τους έπνιγε το δίκιο κι ανυποψίαστοι γιατί δεν άκουσαν, για να μπορέσουν να καταλάβουν τη σπουδαιότητα εκείνης της στιγμής.
Μια στιγμής που έρχεται σπάνια, ίσως κάθε είκοσι, τριάντα ή πενήντα χρόνια κι εκατό, γιατί όχι;...