Εκεί και οι καλοντυμένοι «γαμπροί» όρθιοι με το τσιγάρο στο χέρι, παρακολουθούσαν την κίνηση, επέλεγαν και όταν εντόπιζαν θηλυκά της προτίμησής τους, αναμιγνύονταν στο πλήθος, ακολουθώντας τα και ξεκινούσαν το «ψηστήρι» με την κλασσική ατάκα... «Καλησπέρα κορίτσια ...Να κάνουμε μαζί την βόλτα; Να κεράσουμε παγωτό ή υποβρύχιο ή να πάμε σινεμά;».
Τι σας θύμισα τώρα...
Το ωραίο φύλο κάθε ηλικίας με το ωραίο εμπριμέ φουστάνι, τα αθώα κοριτσόπουλα με την κορδελίτσα στα μαλλιά, μέχρι τις ψηλομύτες ωραιοπαρμένες γεροντοκόρες, πιασμένες παρέες-παρέες αγκαζέ για να μην τις χωρίσει η πολυκοσμία, πηγαινοέρχονταν και αλληλοεξετάζονταν σε κάθε συναπάντημα του πηγαινέλα, κουτσομπολεύοντας η μια το ντύσιμο, τη συμπεριφορά και το περπάτημα της άλλης.
Οι άντρες πάλι, καλοξυρισμένοι με ποικιλία μουστακιών, άλλοι με κοντομούστακο, άλλοι με μπόλικη μπριγιαντίνη στις κατσαρές τούφες τους ή στο ίσιο γυαλισμένο μαλλί με χωρίστρα, προσπαθούσαν να κάνουν φιγούρα με τις φανταχτερές καρφιτσωμένες γραβάτες, τα μεταξωτά μαντηλάκια στο αριστερό τσεπάκι του σακακιού και να κάψουν καρδιές με τις φλογερές ματιές τους.
Κι ανάμεσά τους οικογένειες, που έκαναν τη βόλτα τους και συγχρόνως επιτηρούσαν και τις κινήσεις τους. Τότε, άρχιζαν τα σουλάτσα. Έλιωναν τα παπούτσια από το συνεχές πάνω-κάτω στην πλατεία και στο δρόμο. Δυο-δυο, τρεις-τρεις οι φιλενάδες ή οι φίλοι, δώστου και σχολίαζαν τα αγόρια ή τα κορίτσια. «Τον είδες; » «Την είδες;», «Αυτή ήταν; », «Να η καινούρια», «Αυτός καλέ που ήταν και προχτές». Καυτά βλέμματα, κοιτάγματα με νόημα, οι πρώτες κουβέντες και οι τυχαίες γνωριμίες. «Πότε ήρθες; Χτες; Εγώ την περασμένη εβδομάδα».
Κι όλος αυτός ο κόσμος άρχιζε ένα μαραθώνιο σούρτα-φέρτα. Στριμώχνονταν, οι νέοι, ξενυχιάζονταν από το ποδοπάτημα και οι πιο μπερμπάντηδες άπλωναν τη χούφτα για κανένα λαθραίο πιάσιμο στα πεταχτά σε κανένα απονήρευτο θηλυκό. Άλλοι πάλι πάσερναν κλεφτά με τρόπο τα ραβασάκια για να κλείσουν το ραντεβουδάκι τους το βράδυ στα σκοτεινά συνηθισμένα μέρη των ρομαντικών συναντήσεων.
Πόσα φλερτ, πόσοι έρωτες, πόσες γνωριμίες δεν έχουν πλεχτεί, χάρη σε αυτούς τους πεζόδρομους. Κάθε ελληνικό χωριό ή κωμόπολη ή πόλη είχε τον κεντρικό της δρόμο και την πλατεία της, που χτυπούσε η καρδιά της κοινωνικότητάς τους. Παλιά τους έλεγαν «νυφοπάζαρο», «βόλτα, το λέγαμε εμείς», γιατί περπατούσαν τα κορίτσια για να “φανούν” στα αγόρια του χωριού και της πόλης, ως υποψήφιες νύφες. Μετά, ονομάστηκαν «περατζάδες» από το πολύ το πέρνα πάνω-κάτω.
Σε αυτό το ερωτικό αλισβερίσι οι ρόλοι ήταν πάντα σταθεροί. Το αρσενικό ήταν ο θηρευτής και το θηλυκό το πρόσμενε. Ερωτικό και όχι μόνο σεργιάνι. Προσλάμβανε θυμάμαι γιορταστικό και πραγματικό πανηγυρικό χαρακτήρα. Ήταν οι μοναδικές στιγμές, που φορώντας όλες και όλοι τα «καλά τους», μαζεύονταν στον δρόμο ή στην πλατεία να περπατήσουν όλοι μαζί, να κουβεντιάσουνε και να αισθανθούν κοντά, να νιώσουν ό ένας και η μία την ανάσα και την παρουσία του άλλου και της άλλης. Σουλατσάριζαν λοιπόν πάνω κάτω, καμιά φορά και με τις ομπρέλες και με τη βροχή, ξεφλουδίζοντας σποράκια ή βάζοντας στο δόντι κανένα αράπικο φιστίκι, ζεστό στραγάλι, πασατέμπο ή σταφίδες, τα οποία προμηθεύονταν σε σακουλάκια από τους πλανόδιους μικροπωλητές με τις λευκές τους ποδιές και τα καρότσια και έμοιαζε όλο αυτό, από τη μια μεριά έως την άλλη, δρόμος και πεζοδρόμια, σαν ένα μακρύ ανθρώπινο φίδι.
Οι ατέλειωτες βόλτες πολλές φορές είχαν ευτυχή κατάληξη και αρκετοί γάμοι ξεκίνησαν, από το λεγόμενο «νυφοπάζαρο». Αρκετοί/ές βρήκαν το ταίρι τους στο νυφοπάζαρο της πλατείας και του δρόμου... Αυτά ήταν τα ευχάριστα. Υπήρχαν όμως και τα δυσάρεστα. Η μια «χυλόπιτα» δίπλα και πάνω στην άλλη, που κανέναν όμως δεν πείραζε και κανείς δεν το έβαζε κάτω. Απεναντίας αντιμετωπίζονταν όλα με τον πρέποντα σεβασμό και την ανάλογη συμπεριφορά. Βεβαίως, ότι και να πούμε, μετά από κάθε απόρριψη είχαμε μια πικρία και μια μικρή απογοήτευση, αλλά και πάλι από την αρχή.
Όταν αργά το βράδυ η πλατεία και ο δρόμος νέκρωνε από κόσμο, κι οι κουρασμένοι περιπατητές με πρησμένα από το σουλάτσο πόδια γύριζαν στα σπίτια και πετούσαν τα παπούτσια να λευτερωθούν από τα στενά λουστρίνια και τα ψηλοτάκουνα γοβάκια, τρίβοντας τα δάχτυλά τους για να συνέλθουν, τα τσόφλια από τον πασατέμπο, τα φιστίκια, τα στραγάλια και τα χωνάκια, σχημάτιζαν στρώμα ολόκληρο από τη μια μεριά ως την άλλη.
Πόσα χιλιόμετρα είχαμε κάνει όλοι μας πάνω – κάτω στο νυφοπάζαρο; Αμέτρητα... Δεν υπήρχε νέος ή νέα που να μη έκανε αυτή την διαδρομή.... Τότε μας φαίνονταν κάτι το συνηθισμένο και απαραίτητο... Σήμερα το νοσταλγούμε.. Ήταν και μια ευκαιρία συνάντησης με γνωστούς, συγγενείς και φίλους, που όλοι κατευθύνονταν τα βράδια, κυρίως Σαββατοκύριακα στην βόλτα της πλατείας και του δρόμου, που άρχιζε από νωρίς το απόγευμα και τις Κυριακές ή τις γιορτές, από το πρωί. Τότε που όλα ήταν ανθρώπινα και οι περισσότεροι γνωριζόμασταν μεταξύ μας... Τότε που το νυφοπάζαρο ήταν ...αξιοθέατο.
Στα χωριά το νυφοπάζαρο, γινόταν μέσω των πανηγυριών, τα οποία έπαιζαν τότε μια πολύ πιο σπουδαία και σημαντική λειτουργία. Πέρα από το αντάμωμα, τη συνεύρεση, την αλληλοεπικοινωνία και την αλληλογνωριμία μεταξύ των κατοίκων της περιοχής, είχαν και το ερωτικό σεργιάνι. Αυτό της γνωριμίας μεταξύ των νέων του χωριού ή και των άλλων των χωριών με τελική κατάληξη τον γάμο και την παντρειά. Τα πανηγύρια ήταν το νυφοπάζαρο και ο τόπος που γίνονταν οι γνωριμίες μεταξύ των νέων και τα προξενιά. Η επικοινωνία τα παλιότερα χρόνια μεταξύ των νέων, λόγω κυρίως των αυστηρών ηθών και εθίμων, ήταν πάρα πολύ δύσκολη. Όχι μόνο το πλησίασμα, όχι μόνο η συζήτηση και η συνομιλία, αλλά και το απλό κοίταγμα ανάμεσα στο αγόρι και στο κορίτσι θεωρούνταν τότε κατακριτέο, επιλήψιμο και αμάρτημα. Η κλειστή και αυστηρότατη κοινωνία μπροστά στο νυφοπάζαρο της πλατείας ή του δρόμου έσπαγε, χαλάρωνε και τα μάτια πάντα έπαιζαν τον κυρίαρχο ρόλο.
Οι διασκεδάσεις εκείνα τα χρόνια ήταν περιορισμένες και οι άνθρωποι, ειδικά οι νέοι, έβρισκαν απλούς τρόπους για να περνούν την ώρα τους. Δυστυχώς στα τέλη της 10ετίας του΄70, αρχές του ’80, τα αυτοκίνητα εκτόπισαν το νυφοπάζαρο, μέχρι που το κατήργησαν οριστικά...
Σήμερα μεγάλοι άνθρωποι πια, αναπολούμε εκείνα τα όμορφα και ξέγνοιαστα χρόνια της ζωής μας. Χρόνια αξέχαστα που δεν ξαναγυρνούν.