Στην Ισπανία προκηρύχθηκαν πρόωρες εκλογές για τον Ιούλιο και είναι η πρώτη φορά που η ισπανική ακροδεξιά ίσως βρεθεί στην εξουσία μετά την πτώση του Φράνκο. Στη Γαλλία, η Λεπέν πέτυχε τα καλύτερα αποτελέσματα στις προεδρικές και κοινοβουλευτικές εκλογές πέρυσι: Η κανονικοποίηση είναι η διαδικασία με την οποία κάτι ασυνήθιστο ή ακραίο γίνεται μέρος της καθημερινότητας. Αυτό που κάποτε προκαλούσε φρίκη και οργή, μόλις και μετά βίας καταγράφεται. Αλλά η ομαλοποίηση της ακροδεξιάς συμβαίνει σε ολόκληρο τον δημοκρατικό κόσμο. Δεδομένης της αιματοβαμμένης ιστορίας της Ευρώπης, η ακροδεξιά έπρεπε -λογικά- να κρατηθεί σταθερά έξω από την πολιτική σκηνή, αφού νομίζαμε ότι είχαμε μάθει από τις πιο σκοτεινές μας ιστορικές στιγμές.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι αυξανόμενες οικονομικές ανασφάλειες και ανισότητες παρείχαν άφθονο υλικό στα ακροδεξιά κόμματα που πρόσφεραν τον αποδιοπομπαίο τράγο ως απάντηση. Αν τα αριστερά κινήματα είχαν αποδειχθεί πιο επιτυχημένα στην ανακατεύθυνση αυτού του θυμού προς συγκεκριμένους στόχους -όπως οι πολιτικοί που περικόπτουν την κοινωνική πρόνοια, τα αφεντικά που προσφέρουν χαμηλοαμειβόμενες θέσεις εργασίας και ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα που βύθισε τον κόσμο σε κρίση-, τότε ίσως η ακροδεξιά να απολάμβανε λιγότερη ελκυστικότητα. Σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο, τα κυρίαρχα κόμματα τείνουν να μην αντιτίθενται σθεναρά στην ακροδεξιά, ούτως ώστε να προσφέρουν ένα εναλλακτικό όραμα για το μέλλον, αλλά να μιμούνται τη ρητορική και τις πολιτικές τους. Το μόνο που έχουν καταφέρει είναι να νομιμοποιούν τους ζηλωτές επιτρέποντάς τους να ορίζουν τους όρους της συζήτησης.
Πλέον, δεξιά λαϊκιστικά κόμματα έχουν καταλάβει τον έλεγχο της πολιτικής συζήτησης. Πώς το έχουν κάνει; Αφενός κλέβοντας τη γλώσσα, τις αιτίες και τους ψηφοφόρους της παραδοσιακής αριστεράς, κι αφετέρου, κάνοντας επιδέξια έκκληση στον φόβο, τη νοσταλγία και τη δυσαρέσκεια των πολιτών.
Διεκδίκησαν ουσιαστικά τις προοδευτικές αιτίες της αριστεράς -από τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων μέχρι την ισότητα των γυναικών και την προστασία των Εβραίων από τον αντισημιτισμό- ως δικές τους, απεικονίζοντας τους μουσουλμάνους μετανάστες ως την κύρια απειλή και για τις τρεις ομάδες. Καθώς ο φόβος για το Ισλάμ εξαπλώθηκε, με την ενθάρρυνσή τους, παρουσιάστηκαν ως οι μόνοι αληθινοί υπερασπιστές της δυτικής ταυτότητας και των δυτικών ελευθεριών – το τελευταίο προπύργιο που προστατεύει έναν πολιορκημένο ιουδαιοχριστιανικό πολιτισμό από τους βαρβάρους στις πύλες.
Αυτά τα κόμματα γεμίζουν σταθερά ένα εκλογικό κενό που αφήνουν ανοιχτό τα σοσιαλδημοκρατικά και κεντροδεξιά κόμματα, τα οποία αγνόησαν την αυξανόμενη οργή των ψηφοφόρων για τη μετανάστευση. Έτσι, ανταποκρίθηκαν τόσο στο οικονομικό άγχος όσο και στον φόβο της τρομοκρατίας, συνδυάζοντας μια ιθαγενή οικονομική πολιτική -περισσότερη πρόνοια, αλλά μόνο για εμάς- και σκληρά μέτρα κατά της μετανάστευσης και υπέρ της ασφάλειας των συνόρων. Το μήνυμά τους αρχίζει να αντηχεί ευρέως σε έναν φοβισμένο πληθυσμό που πιστεύει ότι η φιλελεύθερη κυβερνητική ελίτ δεν τους ακούει πια. Με άλλα λόγια, η νέα ακροδεξιά της Ευρώπης είναι έτοιμη να μεταμορφώσει το πολιτικό τοπίο της ηπείρου, είτε κερδίζοντας εκλογές είτε απλώς τραβώντας ένα πολιορκημένο πολιτικό κέντρο τόσο μακριά προς την κατεύθυνση που οι ιδέες της γίνουν το νέο φυσιολογικό. Και όταν συμβεί αυτό, ομάδες που δεν θα είχαν σκεφτεί ποτέ να ψηφίσουν ένα ακροδεξιό κόμμα πριν από 10 χρόνια -οι νέοι, οι ομοφυλόφιλοι, οι Εβραίοι, οι φεμινίστριες- μπορεί να ενταχθούν στους ψηφοφόρους του, έχοντας ήδη εγκαταλείψει κόμματα της αριστεράς για να γίνουν η νέα ραχοκοκαλιά της λαϊκιστικής δεξιάς.
Το επιχείρημα για την ευρωπαϊκή ακροδεξιά δεν είναι μια έκκληση αμερικανικού τύπου στις συντηρητικές θρησκευτικές αξίες, αλλά μάλλον ο ισχυρισμός ότι υπερασπίζεται τον κοσμικό, προοδευτικό πολιτισμό από την απειλή της μετανάστευσης. Η ενσωμάτωση των ανθρώπων δεν σημαίνει να τους λέμε «εσείς είστε όπως είστε και εμείς όπως είμαστε», ενσωμάτωση σημαίνει να τους κάνουμε αναπόσπαστο μέρος του πολιτισμού μας. Κι αν αυτό δεν συμβεί, τότε μπορεί να έχουμε απόσχιση και στη χειρότερη εμφύλιο πόλεμο. Η συνεχής μετανάστευση από τις μουσουλμανικές χώρες, υποστηρίζουν οι ακροδεξιοί, δεν είναι τίποτα λιγότερο από τον προγραμματισμένο θάνατο της Ευρώπης. Η ακροδεξιά ρητορική ξέρει να προσελκύει ανθρώπους, καθώς απευθύνει έκκληση απευθείας στη λαχτάρα για ένα δυνατό κράτος που να μάχεται για τον απλό άνθρωπο και όχι για τους πλούσιους, απέναντι σε έναν κόσμο σήμερα στον οποίο είτε υπερασπίζονται τα συμφέροντα των πολιτών είτε τα συμφέροντα των τραπεζών. Φαίνεται πως ο ιδεαλισμός έχει γραφειοκρατικοποιηθεί, γι’ αυτό και όταν το κατεστημένο επιβάλλει την οικουμενικότητα, αντιδράς εναντίον του, σε αυτό στοχεύουν οι ακροδεξιοί. Ενώ οι πολιτικοί πυροδοτούν τις φλόγες του φόβου, οι οικονομολόγοι αναζητούν τις οικονομικές ρίζες του προβλήματος, οι κοινωνιολόγοι αναζητούν κοινωνικές αιτίες και οι ανθρωπολόγοι προσπαθούν να εξηγήσουν την κουλτούρα του τζιχαντισμού – αλλά κανένας από αυτούς δεν έχει ιδέα για τη θεολογία των άλλων! Ως εκ τούτου, όσο ο φόβος για την τρομοκρατία αυξάνεται, τόσο αυξάνεται το μερίδιο των ψηφοφόρων που είναι πρόσφατα δεκτικοί στις διαβολές της ακροδεξιάς για τον ισλαμισμό. Αυτή η σφοδρή ατμόσφαιρα έχει κάνει τα ακροδεξιά κόμματα να φαίνονται μια ευχάριστη επιλογή για ομάδες που δεν θα είχαν σκεφτεί ποτέ να τα ψηφίσουν. Άραγε, η ικανότητα της Ευρώπης για δολοφονική βία κρύβεται πάντα κάτω από την επιφάνεια; To ζήτημα είναι ότι συνδυάζουν αποτελεσματικά τη ρητορική κατά των μεταναστών με ένα ισχυρό μήνυμα υπέρ της ευημερίας.
Από την άλλη, πρέπει να τονιστεί το γεγονός πως πολλοί πρόσφυγες είναι απλώς σταθμευμένοι στην κοινωνική πρόνοια αντί το κράτος να αναγνωρίσει την εκπαίδευσή τους και τις δεξιότητές τους. Αν το κίνητρό σας -λένε οι ακροδεξιοί- είναι να δημιουργήσετε μια φιλελεύθερη κοινωνία όπου το άτομο μπορεί να δημιουργήσει μια καλή ζωή για τον εαυτό του, τότε εσείς θα είχατε λύσει αυτό το πρόβλημα πριν από χρόνια. Αντίθετα, το κράτος παρέχει ουσιαστικά στους νεοφερμένους ένα επίδομα και τα κλειδιά ενός διαμερίσματος και τους αγνοεί. Το πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει πολιτικό κίνητρο για την ένταξη των αιτούντων άσυλο στην αγορά εργασίας. Το αντανακλαστικό μεταξύ πολλών κατεστημένων κομμάτων είναι να τους απορρίψουν, να τους παραγκωνίσουν ή να τους χλευάσουν. Άλλοι, ωστόσο, έχουν αρχίσει να τους μιμούνται σε μια προσπάθεια να ξανακερδίσουν τους παλιούς τους ψηφοφόρους. Επομένως, η ρητορική μπορεί, μακροπρόθεσμα, να έχει μεγαλύτερη σημασία από τα εκλογικά αποτελέσματα. Εάν τα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα θέλουν να νικήσουν, πρέπει πρώτα να εγκαταλείψουν την παλιά στρατηγική της περιθωριοποίησης των λαϊκιστικών κινημάτων, αντιμετωπίζοντας κατά μέτωπο τα μηνύματα φόβου που εκτοξεύουν.