Νέας Δημοκρατίας στις πρόσφατες εκλογές, αναπόφευκτα στρέφει το βλέμμα του στην οικονομία. Και αν το κυβερνητικό επιτελείο το κάνει αυτό προσπαθώντας να αποδώσει στον Κυριάκο Μητσοτάκη μεταφυσικές ικανότητες να τιθασεύει τα κύματα της γεωπολιτικής και οικονομικής αστάθειας, μια ψύχραιμη αποτίμηση θα έδινε έμφαση στις Ευρωπαϊκές πολιτικές διαχείρισης της πανδημικής κρίσης που έγιναν αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης από τη ΝΔ, τη χαλάρωση, δηλαδή, του Συμφώνου Σταθερότητας και τη θεσμοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Η χαλάρωση του συμφώνου σταθερότητας επέτρεψε σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες να επιδοτήσουν την εργασία και τις επιχειρήσεις την περίοδο των lock down και εν συνεχεία να επιδοτήσουν το υψηλό κόστος ενέργειας. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον η ΝΔ επιβάρυνε δημοσιονομικά τη χώρα μας, όχι μόνο ενισχύοντας τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που πραγματικά το είχαν ανάγκη, αλλά ακόμα και προς ολιγοπωλιακές επιχειρήσεις στους τομείς των υποδομών, των μεταφορών και της ενέργειας. Το κόστος της λογικής των οριζόντιων ενισχύσεων είναι σήμερα μια επιβάρυνση του δημόσιου χρέους της τάξεως των 60 δις και η άρση της χαλάρωσης των δημοσιονομικών κανόνων το 2024 θα πυροδοτήσει αναπόφευκτα και το ενδεχόμενο επιστροφής στη χώρα μας πολιτικών λιτότητας.
Το δεύτερο εργαλείο που χρησιμοποίησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για να διαχειριστεί το υφεσιακό σοκ του κορονοϊού ήταν το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Η κεντρική ιδέα γύρω από το Ταμείο αποτελούσε την αιχμή του δόρατος όλων των ευρωπαϊκών προοδευτικών δυνάμεων εδώ και δεκαετίες και συνοψίζεται στο όραμα ενός Ευρωπαϊκού πράσινου σχεδίου Μάρσαλ που θα επανεκκινούσε τις ευρωπαϊκές οικονομίες, ενώ παράλληλα θα συνέβαλε στην στροφή όλων των χωρών-μελών σε ένα πιο πράσινο και πιο ψηφιακό παραγωγικό πρότυπο. Η πλέον επαναστατική ιδέα σε αυτό, ήταν βεβαίως το ότι το κόστος για ένα τέτοιο πελώριο επενδυτικό εγχείρημα θα καλύπτονταν μέσα από τον από κοινού δανεισμό των ευρωπαϊκών χωρών, υλοποιώντας την πλέον ριζοσπαστική πρόταση περί αμοιβαιοποίησης του ευρωπαϊκού χρέους που λίγα χρόνια πριν, την περίοδο της χρηματοπιστωτικής κρίσης, παρουσιάζονταν ως ανάθεμα για τις ευρωπαϊκές ελίτ.
Αν αυτή ήταν η ευρωπαϊκή ιδέα, η ελληνική της υλοποίηση από τον κύριο Μητσοτάκη απείχε παρασάγγας. Ήδη από την παρουσίαση του σχεδίου Ελλάδα 2.0 τον Μάρτιο του 2021 οι προθέσεις της τότε κυβέρνησης είχαν διαφανεί. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη σκόπευε να αποκλείσει από τους πόρους του Ταμείου τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, δεν είχε καμία μέριμνα για την ενίσχυση της ελληνικής μεταποίησης και των κλάδων με ισχυρό εξαγωγικό προσανατολισμό, αδιαφορούσε για την περιφερειακή διάσταση του προγράμματος και δεν διασφάλιζε κανένα όρο διαφάνειας ώστε να υπάρχει ένας μηχανισμός δημοκρατικής λογοδοσίας για την κατεύθυνση και την διαδικασία μέσα από την οποία θα διοχετεύονταν οι πόροι στην ελληνική οικονομία.
Σήμερα, εν μέσω της δεύτερης προεκλογικής περιόδου, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ κατεβαίνει στη μάχη των εκλογών με πρόγραμμα αναπροσαρμογής της κατεύθυνσης αυτών των πόρων. Μια τέτοια αλλαγή όχι μόνο είναι επιβεβλημένη, αλλά είναι και απολύτως συμβατή και με το ίδιο το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας του Ταμείου. Χαρακτηριστικά, ήδη για το 2023 προβλέπεται μια διαδικασία αναθεώρησης των εθνικών προγραμμάτων ώστε να τροποποιηθούν αρχικές αστοχίες και ταυτόχρονα να ενσωματωθούν σε αυτά οι νέες ευρωπαϊκές κατευθύνσεις για την ενέργεια και για την επαναεκβιομηχάνιση της ευρωπαϊκής οικονομίας. Άρα η επαναδιαπραγμάτευση του Ταμείου Ανάκαμψης δεν είναι μόνο απαραίτητη αλλά και θεσμικά επιβεβλημένη.
Τί θα μπορούσε λοιπόν να αλλάξει στην κατανομή των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και συνολικά των ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων από μια κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ; Στην πρόσφατη παρουσίαση του προγράμματός μας παρουσιάσαμε τρία διαφορετικά ταμεία που θα μπορούσαν να προκύψουν από τον εξορθολογισμό της κατανομής των δαπανών που προκρίνει η Νέα Δημοκρατία. Α) Το Ταμείο Βιομηχανίας και Νέων Τεχνολογιών αποσκοπεί στην ενίσχυση κλάδων με ισχυρή προστιθέμενη αξία και διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες. Β) Το Ταμείο Μικρομεσαίας Επιχειρηματικότητας αποσκοπεί στη χρηματοδότηση των μικρομεσαίων και των αυτοαπασχολούμενων ελεύθερων επαγγελματιών και Γ) το Ταμείο Ενεργειακής Δημοκρατίας αποβλέπει στη χρηματοδότηση όλων των δράσεων εξοικονόμησης ενέργειας στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα και την προώθηση της αποκέντρωσης της παραγωγής ενέργειας σε νοικοκυριά, ΜμΕ, Αγρότες, Ενεργειακές Κοινότητες κλπ. Παράλληλα η εξοικονόμηση πόρων από τις εξωφρενικές σπατάλες του «Σχεδίου Ελλάδα 2.0» για την επιδότηση των ιδιωτικών δομών παιδείας και κατάρτισης θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια άνευ προηγουμένου ενίσχυση της εγχώριας έρευνας των δημόσιων πανεπιστημίων και δομών όπως το ΕΛΙΔΕΚ, αλλά και στη δημιουργία ενός ουσιαστικού προγράμματος στεγαστικής πολιτικής για τις νέες οικογένειες.
Τα παραπάνω φυσικά είναι μόνο ενδεικτικά. Η ουσία όμως της όλης συζήτησης έγκειται στο ότι οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης αποτελούν μια μοναδική ευκαιρία για την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας. Με δεδομένη λοιπόν την επιστροφή, την περίοδο διακυβέρνησης Μητσοτάκη, της χώρας στο παραγωγικό υπόδειγμα που οδήγησε την Ελλάδα στη χρεοκοπία, δηλαδή στις κατασκευές, το real estate και τον τουρισμό χωρίς μέριμνες ενίσχυσης της εγχώριας παραγωγικής βάσης, καθίσταται προφανές ότι οι εκλογές την 25η Ιουνίου αποτελούν και την τελευταία ευκαιρία για να μην χαθεί αυτή η ιστορική ευκαιρία για τη χώρα.
*Ο Χάρης Μαμουλάκης είναι πολιτικός μηχανικός BEng MSc, υποψήφιος με το ΣΥΡΙΖΑ στον ν. Ηρακλείου