Μια και πλησιάζουν οι εθνικές εκλογές και θα κληθούμε να ψηφίσουμε τους εκλεκτούς μας, είναι ευκαιρία να δούμε πώς έβλεπαν οι αρχαίοι Αθηναίοι το θέμα της συμμετοχής του κάθε πολίτη στα κοινά, της αξιοκρατίας και της ισοπολιτείας, σύμφωνα με κείμενα του Πλάτωνα, του Θουκυδίδη και του Δημοσθένη, εκ των κορυφαίων συγγραφέων της αρχαιότητας, μήπως παραδειγματιστούμε κι εμείς οι ψηφοφόροι και ψηφίσουμε τους άξιους και μήπως οι πολιτικοί μας, γυναίκες κι άνδρες γίνουν καλύτεροι νομοθέτες και κυβερνήτες για το καλό της πατρίδας μας.
1. Μπορούμε οι ίδιοι να φροντίζουμε για τις δικές μας υποθέσεις και μαζί για τις δημόσιες και μολονότι ο καθένας είναι απασχολημένος με τη δουλειά του, άλλος τούτη άλλος εκείνη, δεν είμαστε γι’ αυτό λιγότερο κατατοπισμένοι και στα πολιτικά.
Γιατί μονάχοι εμείς αυτόν που δεν παίρνει καθόλου μέρος στα πολιτικά, τον θεωρούμε όχι φιλήσυχο αλλά άχρηστο (μόνοι τον τε μηδέν των πολιτικών μετέχοντα ουκ απράγμονα, αλλ’ αχρείον νομίζομεν).
Θουκυδίδη Ιστορίες βιβλ. ΙΙ, κεφ. 40, παρ.1-4
2. Ως επί το πλείστον ο λαός είναι κυρίαρχος της πόλης, τα δε αξιώματα και τη δύναμη δίνει σ’ εκείνους, που κάθε φορά φαίνονται ότι είναι άριστοι, και ούτε εξ αιτίας σωματικής ασθένειας ούτε γιατί είναι φτωχός ούτε γιατί οι γονείς του είναι άσημοι, έχει απομακρυνθεί κανείς ούτε για τα αντίθετα έχει τιμηθεί, αλλά ισχύει ένας όρος, εκείνος δηλαδή ο πολίτης που φαίνεται ότι είναι σοφός ή αγαθός, εξουσιάζει και άρχει (αγαθός=άγαν=πολύ+ήθος=χαρακτήρας=αυτός που έχει χαρακτήρα καλό).
Πλάτωνος Μενέξενος 238 C-D, 8
3. Έχουμε πολίτευμα που δεν αντιγράφει τους νόμους των άλλων, αλλά πιο πολύ είμαστε εμείς παράδειγμα σε μερικούς παρά μιμητές τους. Κι έχει τούτο το πολίτευμα το όνομα δημοκρατία, γιατί δεν διοικούν οι λίγοι, αλλά οι περισσότεροι. Κι είναι όλοι οι πολίτες μπροστά στους νόμους ίσοι για τις ιδιωτικές τους διαφορές, για την προσωπική όμως ανάδειξη κι επιβολή, κατά πώς ξεχωρίζει καθένας σε κάτι προτιμάται στα δημόσια αξιώματα, πιο πολύ γιατί είναι ικανός παρά αν τον ανάδειξε η κλήρωση. Ούτε πάλι κάποιος από φτώχεια, κι ενώ μπορεί να κάνει κάτι καλό στην πολιτεία, εμποδίζεται από την ασήμαντη κοινωνική του θέση κι όχι μονάχα στη δημόσια ζωή μας ζούμε ελεύθεροι, αλλά και στις καθημερινές μας σχέσεις είμαστε γλυτωμένοι από την καχυποψία μεταξύ μας, και δεν θυμώνουμε με τον γείτονά μας, αν κάνει κάτι κατά πώς τον ευχαριστεί, ούτε παίρνουμε απέναντί του το ύφος του ενοχλημένου, πράγμα που μπορεί να μην τον βλάπτει, όμως τον στενοχωρεί. Κι ενώ στην ιδιωτική μας ζωή δεν ενοχλούμε ο ένας τον άλλον, στα δημόσια πράγματα δεν κάνουμε παρανομίες από εσωτερικό φόβο προπάντων, υπακούοντας στους κάθε φορά άρχοντές μας και στους νόμους, ιδιαίτερα σ’ εκείνους από αυτούς που έχουν ψηφιστεί για την προστασία των αδικημένων και σ’ όσους, αν κι άγραφοι, όμως φέρνουν ντροπή αναμφισβήτητη στους παραβάτες.
Θουκυδίδη Ιστορίες βιβλ. ΙΙ, κεφ. 37, παρ. 1-3
4. Διοικούνται άριστα εκείνες οι πόλεις, στις οποίες έχουν υπάρξει άριστοι νομοθέτες. Γιατί οι ασθένειες του σώματος θεραπεύονται με τις ανακαλύψεις των γιατρών, τις ψυχικές όμως αγριότητες διώχνουν τα μυαλά των νομοθετών. Γενικά, δεν θα βρούμε τίποτα ούτε σεβαστό ούτε σπουδαίο, το οποίο δεν μετέχει του νόμου, διότι και όλον τον κόσμο και τα θεία και τις ονομαζόμενες εποχές ο νόμος και η τάξη φαίνεται ότι διοικούν (ρυθμίζουν), εάν πρέπει να πιστεύουμε σ’ αυτά που βλέπουμε.
Δημοσθένη κατ’ Αριστογείτονα Β’ 25-27.