Σημειώνεται, τέλος, ότι σε άλλο επώνυμο άρθρο της «Ε» πολύ νωρίτερα (Χ. Τσαντήλας_5-9-22) είχαν επισημανθεί οι τεράστιες αδυναμίες των ελληνικών προτάσεων στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη νέα ΚΑΠ, εξαιτίας των οποίων στην ουσία είχαν απορριφθεί σχεδόν στο σύνολό τους. Το μειωμένο ενδιαφέρον για το πρόγραμμα της αναδιάρθρωσης έχει αποδοθεί σε διάφορες αιτίες, όπως η ρευστότητα στον πρωτογενή τομέα λόγω του πολέμου της Ουκρανίας, η πολυπλοκότητα των τεχνικών προδιαγραφών του προγράμματος, οι μειώσεις που επιβάλλονται στα φυτοφάρμακα και η μη ύπαρξη πιστοποιημένων ποικιλιών ανθεκτικών στις μυκητολογικές ασθένειες κ.λπ. Επειδή, όμως, η αναδιάρθρωση των καλλιεργειών είναι ένα πολύ σοβαρό ζήτημα, από το οποίο θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό η πορεία του πρωτογενή τομέα, αξίζει να μείνουμε και να το αντιμετωπίσουμε και από μία άλλη πολύ σοβαρή οπτική γωνία.
Κατ’ αρχάς πρέπει να ξεκαθαρίσουμε εάν είναι αναγκαία ή όχι η αναδιάρθρωση των καλλιεργειών. Πρέπει να γίνει και γιατί; Η θετική απάντηση στο ερώτημα αυτό προκύπτει εύκολα από τα παρακάτω:
Η βιωσιμότητα της ανθρώπινης ζωής πορεύεται παράλληλα με τη βιωσιμότητα του περιβάλλοντος και η εξασφάλισή της προϋποθέτει την αντιμετώπιση των αιτιών που οδηγούν στην υποβάθμισή του και στην προσαρμογή όλων των τομέων δραστηριότητας του ανθρώπου στα νέα κλιματικά δεδομένα. Η γεωργία είναι ένας από τους πιο ευαίσθητους παράγοντες στην κλιματική αλλαγή (Κ.Α.) και επομένως η βιωσιμότητά της συνδέεται άμεσα με τις αναγκαιότητες αυτές.
Ο δεύτερος σοβαρός παράγοντας παράλληλα με τη βιωσιμότητα του περιβάλλοντος είναι η οικονομική βιωσιμότητα της γεωργικής δραστηριότητας, ώστε να εξασφαλίζεται η συνέχισή της. Επομένως, και μόνο για τους δύο αυτούς λόγους, δηλαδή την περιβαλλοντική και οικονομική βιωσιμότητα, γίνεται σαφές ότι η Γεωργία πρέπει να προσαρμοσθεί στα σύγχρονα αυτά δεδομένα, γεγονός που περιλαμβάνει και την αλλαγή των καλλιεργειών. Εάν δεν ικανοποιούνται και οι δύο αυτοί όροι και επιδιώκεται η συμμόρφωση μόνο στον έναν, που συνήθως είναι η οικονομική πλευρά του ζητήματος, η αποτυχία φαίνεται εξασφαλισμένη.
Στην προκειμένη, λοιπόν, περίπτωση, η επίτευξη της βιωσιμότητας της Γεωργίας επιβάλλει την προσαρμογή στα νέα κλιματικά δεδομένα, δηλαδή την επιλογή των καλλιεργειών με βάση τα νέα δεδομένα. Στη χώρα μας, όμως, συνήθως λαμβάνονται υπόψη κατά προτεραιότητα -και πολλές φορές κατά αποκλειστικότητα- μόνο όσα σχετίζονται μόνο με την απόκτηση οικονομικού οφέλους, έστω και μόνο πρόσκαιρου. Ο δεύτερος παράγοντας, ο περιβαλλοντικός, αν και από αυτόν εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η δυνατότητα αλλαγής μιας καλλιέργειας, συνήθως παραβλέπεται. Το αποτέλεσμα είναι η προσωρινή εξασφάλιση κάποιου οικονομικού οφέλους και σε μικρό χρονικό διάστημα η εγκατάλειψη και αλλαγή της επιλογής, γιατί αυτή δεν ευδοκίμησε. Έτσι, λοιπόν, προχωρώντας με γνώμονα μόνο το κυνήγι της οικονομικής ενίσχυσης (επιδότησης) έχουμε τα γνωστά αποτελέσματα, που συνοψίζονται στο να μην έχουμε μια σαφή αγροτική πολιτική και να κυνηγούμε κυρίως τις επιδοτήσεις. Με τη λογική αυτή, για παράδειγμα έχουμε επεκτείνει την καλλιέργεια του βαμβακιού οπουδήποτε στη χώρα, ανεξάρτητα από την ύπαρξη των στοιχειωδών προϋποθέσεων επιτυχίας της (κλιματικών και εδαφικών) και από τις επιπτώσεις στο περιβάλλον (υδατικοί πόροι).
ΑΓΡΟΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΖΩΝΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΦΥΤΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Επομένως, εάν δεν συνδυασθούν οι δύο αυτοί παράγοντες, περιβαλλοντική και οικονομική βιωσιμότητα, η αποτυχία είναι εξασφαλισμένη. Τι θα έπρεπε, λοιπόν, να γίνει, ώστε η αναδιάρθρωση καλλιεργειών να επιτύχει τον σκοπό της;
Κατά την άποψή μας, το πρώτο πράγμα που απαιτείται είναι η καταγραφή σε κλίμακα που να έχει πρακτική εφαρμογή, των φυσικών παραγόντων στους οποίους βασίζεται η επιτυχής αναδιάρθρωση των καλλιεργειών. Οι παράγοντες αυτοί είναι οι συντελεστές παραγωγής το έδαφος, νερό, κλίμα και το κατάλληλο φυτικό κεφάλαιο. Για τους τρεις πρώτους παράγοντες απαιτείται να γίνει καταγραφή των εδαφοκλιματικών πόρων των γεωργικών περιοχών της χώρας, ώστε να γνωρίζουμε τι και πού μπορούμε να καλλιεργήσουμε. Αυτό σημαίνει ότι είναι τελείως απαραίτητο να γίνει αγροκλιματική ζωνοποίηση. Ο άλλος σημαντικός παράγοντας είναι το φυτικό κεφάλαιο, δηλαδή οι κατάλληλες ποικιλίες που να μπορούν να ευδοκιμήσουν στις αγροκλιματικές ζώνες, αλλά ταυτόχρονα από οικονομικής πλευράς να αποδίδουν ικανοποιητικό εισόδημα, δηλαδή να επιτυγχάνεται η καλύτερη προσαρμογή στην Κοινή Αγροτική Πολιτική, η οποία πρέπει να καταλάβουμε ότι οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και από τη σοβαρή συμμετοχή και της χώρας μας με τεκμηριωμένες προτάσεις και μαχητική διαπραγμάτευση για την αποδοχή τους. Από τις απαντήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όπως αναφέραμε παραπάνω, οι περσινές προτάσεις της χώρας δεν ήταν και τόσο σοβαρές.
Επειδή, όμως, εάν δεν ενδιαφερθούν οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, δηλαδή οι ίδιοι φορείς της αγροτικής παραγωγής, οι αγρότες, δεν φαίνεται να υπάρχουν ευοίωνες προοπτικές, προκύπτει ότι, εάν στις διεκδικήσεις τους δεν συμπεριληφθούν (και) τέτοια βασικά θέματα, οι λύσεις που θα δίνονται θα είναι εμβαλωματικές με συνεχή χειροτέρευση του πρωτογενούς τομέα της Γεωργίας, με όλες τις γενικότερες συνέπειες στην κοινωνία συνολικά, που σχετίζονται με παγκόσμιας εμβέλειας ζητούμενα, όπως αυτό της επισιτιστικής ασφάλειας.
* Ο Χρίστος Τσαντήλας είναι γεωπόνος, δρ Εδαφολογίας, πρ. διευθυντής του Ινστιτούτου Βιομηχανικών και Κτηνοτροφικών Φυτών (e-mail: christotsadilas@gmail.com).