Ποιος θα μπορούσε να πει το αντίθετο για τις Κυβερνήσεις Ανδ. Παπανδρέου, Κων. Μητσοτάκη, Κ. Σημίτη, Κ. Καραμανλή και πολλούς αρμόδιους υπουργούς τους, που τηρώντας τις υποσχέσεις τους υλοποίησαν έργα όπως η Μεσοχώρα, η Συκιά, ο ταμιευτήρας Σμοκόβου και η τεχνητή λίμνη Κάρλα;
Θα μπορούσε, όμως, να πει κάνεις το ίδιο για τις δύο τελευταίες Κυβερνήσεις, που παρότι από το 2014 παρέλαβαν για πρώτη φορά ολοκληρωμένα και εγκεκριμένα Σχέδια Διαχείρισης, καθώς και προχωρημένα έργα, συνειδητά τα αγνόησαν, έστω κι αν τα προβλήματα στην περιοχή μας οξύνθηκαν σε υπερθετικό βαθμό; Προφανώς δεν μπορεί να γίνει σύγκριση.
Αυτό υποστηρίζει η Ε.Δ.Υ.ΘΕ., επισημαίνοντας επιπλέον ότι «…δύσκολα θα συμφωνούσαμε π.χ. στη δημιουργία τοπικών σχημάτων ή/και δράσεις, χωρίς τις κρατικές δομές, για να προωθήσουμε «μόνοι μας» τις απαραίτητες λύσεις», όπως καλοπροαίρετα (γι’ αυτό είναι και σεβαστό) προτείνουν κάποιοι για την αντιμετώπιση του υδατικού προβλήματος στη Θεσσαλία.
Πιο συγκεκριμένα:
ΕΡΩΤΗΣΗ «ΕτΔ»:
Το τελευταίο διάστημα εμφανίζονται στον δημόσιο λόγο παρεμβάσεις πολιτών που εκφράζουν την απαισιοδοξία τους σχετικά με το υδατικό πρόβλημα της Θεσσαλίας και προτείνουν στην Ε.Δ.Υ.ΘΕ. και άλλους φορείς (αυτοδιοίκηση, συνεταιρισμοί) να δράσουν «μόνοι» τους και «τοπικά», ειδικά σε κάποιες επιβαρυμένες περιοχές. Πώς σχολιάζετε παρόμοιες τοποθετήσεις;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ Ε.Δ.Υ.ΘΕ.:
Είναι κοινή πεποίθηση πως εδώ και μερικά χρόνια, ιδιαίτερα από τις δύο τελευταίες Κυβερνήσεις Αλ. Τσίπρα και Κυρ. Μητσοτάκη, καταγράφεται αδιαφορία και στασιμότητα σε κρίσιμα θέματα που σχετίζονται με την ασφάλεια της Θεσσαλίας από κίνδυνους που την απειλούν (ξηρασία, πλημμύρες, βιωσιμότητα των οικοσυστημάτων, ελλείμματα νερού και ανεπάρκεια για την παραγωγική διαδικασία, εγκατάλειψη ημιτελών έργων κ.λπ.).
Ζούμε πράγματι σε μια κατάσταση ατολμίας των κυβερνώντων στη λήψη κρίσιμων αποφάσεων για το μέλλον της περιοχής μας και την προώθηση δράσεων και έργων με στόχο την ουσιαστική αντιμετώπιση των προβλημάτων. Συνεπώς, η αγωνία και η αγανάκτηση πολλών σκεπτόμενων συμπολιτών είναι απόλυτα δικαιολογημένη και αναμφισβήτητα κερδίζει τον σεβασμό μας.
Όμως, σε ορισμένες περιπτώσεις, τα συναισθήματα αυτά οδηγούν σε προτάσεις διεξόδου που δεν είναι ρεαλιστικές και δεν θα μπορούσαν να συσπειρώσουν τους Θεσσαλούς στην κοινή προσπάθεια που, ειδικά στις σημερινές συνθήκες, είναι άκρως αναγκαία.
Έτσι, δύσκολα θα συμφωνούσαμε π.χ. στη δημιουργία τοπικών σχημάτων ή/και δράσεις, χωρίς τις κρατικές δομές, για να προωθήσουμε «μόνοι μας» τις απαραίτητες λύσεις.
Στα επόμενα θα παραθέσουμε κάποιες σκέψεις για τη λογική με την οποία πορεύεται η Ε.Δ.Υ.ΘΕ., τον τρόπο που προβάλλει τις διεκδικήσεις της και που αποδίδουμε τις ευθύνες για τη δραματική κατάσταση που βιώνουμε.
1. Το υδατικό ζήτημα της Θεσσαλίας είναι κοινό για όλους και δεν επιδέχεται «διαχωρισμούς» κατά περιοχή, κάτι που επιβεβαιώνεται πλήρως και μέσα από τη λειτουργία των υδάτινων συστημάτων της περιοχής μας. Εντελώς ενδεικτικά δύο παραδείγματα:
- Εάν δεν υπάρξουν αρκετές βροχές και χιόνια στα ορεινά της Δυτικής (κυρίως) Θεσσαλίας, ο Πηνειός δεν θα μεταφέρει τις αναγκαίες ποσότητες νερού προς την Κεντρική και Ανατολική Θεσσαλία, ούτε θα ενισχύει αναλόγως τους υπόγειους υδροφορείς.
Λόγω της «αδύναμης» ροής του Πηνειού (που, μεταξύ άλλων, τροφοδοτεί την Κάρλα κατά 70%), δεν έχει έως σήμερα επιτευχθεί ούτε καν η πλήρωση της τεχνητής λίμνης, παρότι αυτή θεωρείται τόσο αναγκαία για την οικολογική ισορροπία, την περιβαλλοντική αναβάθμιση και την άρδευση πολλών χιλιάδων στρεμμάτων γύρω από αυτήν.
- Εάν η τεχνητή λίμνη Ν. Πλαστήρα δεν συγκεντρώνει κάθε χρόνο τις υπερπολύτιμες ποσότητες νερού, η Θεσσαλία καθίσταται ιδιαίτερα ευάλωτη απέναντι στους κίνδυνους ΞΗΡΑΣΙΑΣ, δεδομένου πως (όσο δεν ενισχύεται από τα νερά του Αχελώου) ΔΕΝ προσφέρονται άλλα αξιόλογα συγκεντρωμένα αποθέματα ασφάλειας. Και οι κίνδυνοι γίνονται ακόμα πιο μεγάλοι, εάν σκεφθούμε πως η κλιματική κρίση εντείνει τα απειλητικά αυτά φαινόμενα.
Να γιατί στην Ε.Δ.Υ.ΘΕ. επιδιώξαμε την κοινή δράση των Θεσσαλών και των οργανώσεών τους από ΟΛΑ τα μέρη της Περιφερειακής μας Ενότητας (κάτι που θεωρούμε θεμελιώδες) και δεν ανταποκρινόμαστε σε προτάσεις αποσπασματικής δράσης τοπικού χαρακτήρα, έστω κι αν αυτές διατυπώνονται καλοπροαίρετα από αγωνιούντες συμπολίτες μας.
2. Επειδή κάποιοι αναφέρονται και στον ρόλο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην κοινή προσπάθεια, οφείλουμε ως Ε.Δ.Υ.ΘΕ. να παρατηρήσουμε ότι πράγματι η σύμπραξη με τους φορείς αυτούς σε αρκετές περιπτώσεις υπήρξε ωφέλιμη και δημιουργική (π.χ. διοργάνωση εκδηλώσεων, Συνέδριων κ.λπ.). Όμως, στην προβολή των διεκδικήσεών μας προς τα κέντρα των αποφάσεων η σύμπραξη υπήρξε περιορισμένη έως ανύπαρκτη. Για παράδειγμα, η Περιφέρεια και η ΠΕΔ απέφυγαν να αξιοποιήσουν την Ε.Δ.Υ.ΘΕ., έστω και συμβουλευτικά, στις αλλεπάλληλές επαφές που πραγματοποίησαν με τα όργανα της κυβερνητικής εξουσίας (Πρωθυπουργό, Υπουργούς κ.λπ.). [Ας σημειωθεί πως κατά το παρελθόν δεν συνέβαιναν αυτά. Το αντίθετο, οι τότε τοπικές ηγεσίες (π.χ. αιρετοί νομάρχες, δήμαρχοι, ακόμη και η ΠΕΔ υπό την προεδρία Γ. Κωτσού) δεν εξαιρούσαν τους άλλους φορείς κατά τις επαφές που πραγματοποιούσαν].
Τα τελευταία χρόνια, όχι μόνο δεν μας δόθηκε η ευκαιρία να προβάλουμε τις διεκδικήσεις μας απευθείας στην Κυβέρνηση και να συμμετάσχουμε σε έναν διάλογο μαζί τους, αλλά πολύ συχνά, μετά από συναντήσεις αυτοδιοικητικών με κυβερνητικούς εκπροσώπους, διαβάζαμε στα ΜΜΕ «στρογγυλεμένες» θέσεις και διαπιστώσεις.
Είναι προφανές ότι οι διεκδικήσεις της Ε.Δ.Υ.ΘΕ. στοχεύουν σε συγκεκριμένες λύσεις και συχνά είναι ενοχλητικές για μέρος του πολιτικού συστήματος.
Επίσης, ας μη μας διαφεύγει η διασύνδεση, συχνά εξάρτηση, των αυτοδιοικητικών στελεχών από τα κόμματα που τους στηρίζουν (ιδιαίτερα όταν επίκεινται οι αυτοδιοικητικές εκλογές το φθινόπωρο), οπότε κάθε ενοχλητική «παραφωνία» στον τρόπο προβολής των θεσσαλικών αιτημάτων από τους αυτοδιοικητικούς ηγέτες ΔΕΝ είναι εύκολο να συμβαδίσει με το πλαίσιο και την αξιολόγηση των διεκδικήσεων της Ε.Δ.Υ.ΘΕ.
Να γιατί παρατηρούμε το φαινόμενο οι περισσότεροι από αυτούς στη Θεσσαλία (όπως εξάλλου και πολλοί βουλευτές), όταν μέσα από τα ΜΜΕ απευθύνονται στον κόσμο να γίνονται ιδιαίτερα μαχητικοί (π.χ. σχεδόν καθημερινά τάσσονται «υπέρ» της ολοκλήρωσης των έργων Αχελώου…), όταν, όμως, βρίσκονται δίπλα ή μπροστά στον Πρωθυπουργό να μην αποτολμούν έστω και μια λέξη που θα στενοχωρήσει τον ηγέτη τους, ο οποίος, ως γνωστόν (όπως και ο προηγούμενος από αυτόν), αρνείται έστω και να συζητήσει το θέμα.
Πάντως, όπως και να ‘χει, εμείς θα συνεχίσουμε να αξιοποιούμε όποιες και όσες ευκαιρίες μας δοθούν (όπως π.χ. συνέβη στις 14/12/22 στη Βουλή) για να προβάλουμε από κοινού τα θεσσαλικά αιτήματα και να προάγουμε τη συνεργασία ΟΛΩΝ των φορέων και οργανώσεων της περιοχής.
Είναι ζήτημα αρχής, αλλά και αναγκαιότητα για την επίλυση των οξυμένων προβλημάτων.
3. Μέσα σε όλα διαπιστώσαμε και κάποιες απαξιωτικές απόψεις για ευθύνες (γενικά) των μελετητικών γραφείων που (υποτίθεται) «μελετούν» για να μη γίνεται τίποτε!
Θεωρούμε θέσεις σαν αυτές άδικες και αποπροσανατολιστικές. Οι μελετητές π.χ. των Σχέδιων Διαχείρισης (από το 2014 και μετά) έχουν έγκυρα καταγράψει την κατάσταση (κακή σε πολλές περιπτώσεις) των υδάτινων οικοσυστημάτων στην περιοχή, έχουν υποδείξει δεκάδες μέτρα και δράσεις στην κατεύθυνση της επίλυσης των προβλημάτων, καθώς, επίσης, και έργα και παρεμβάσεις αντιμετώπισης των όποιων κίνδυνων.
Με τη δουλειά και τις επεξεργασίες τους βοήθησαν αφάνταστα τους θεσσαλικούς φορείς (συμπεριλαμβανομένης της Ε.Δ.Υ.ΘΕ.) στη διαμόρφωση θέσεων και διεκδικήσεων.
Φταίνε, άραγε, οι μελετητές όταν οι προτάσεις τους αγνοούνται από τους κυβερνώντες;
Φταίνε οι μελετητές όταν τα κόμματα που κυβερνούν αποφεύγουν συστηματικά να εκπονήσουν ένα ολοκληρωμένο και δεσμευτικό μεσοπρόθεσμο πλάνο (master plan) δράσεων και έργων, κόντρα στις τυχαίες ή/και πελατειακές επιλογές των κυβερνήσεων;
Φταίνε οι μελετητές, όταν υπουργοί, όπως π.χ. ο κ. Σ. Φάμελλος, με γραπτή εντολή τους «απαγορεύουν» να εξετάσουν τη δυνατότητα ενίσχυσης του υδατικού δυναμικού στο ΥΔ Θεσσαλίας, που, κατά κοινή ομολογία, είναι ελλειμματικό κατά τουλάχιστον 500 εκατ. κ.μ. νερού;
Φταίνε οι μελετητές, όταν πολιτικοί διαχειριστές (υπουργοί και αυτοδιοίκητοι) κάνουν πως δεν γνωρίζουν τους κίνδυνους από πιθανές μεγάλες καταστροφές στην περιοχή των εγκαταλελειμμένων έργων Αχελώου σε περίπτωση ισχυρής πλημμύρας;
Για εμάς προβλήματα σαν αυτά είναι αμιγώς πολιτικά και έγκειται στον τρόπο που θα τα «παλέψει» ο θεσσαλικός λαός, προστατεύοντας τα υγιώς εννοούμενα συμφέροντά του απέναντι στη διάχυτη πολιτική αναλγησία.
4. Εκτός των άλλων, παρατηρήσαμε πως κυκλοφορούν απαξιωτικές αναφορές συνολικά για όλες τις κυβερνήσεις και αόριστα για το «σύστημα των Αθηνών».
Δεν θα συμφωνήσουμε. Από τη δεκαετία του 1980 και μετά, στο συγκεκριμένο θέμα υπήρξαν κυβερνήσεις που ενήργησαν πιο μεθοδικά και στοχευμένα και επένδυσαν εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ (σημερινές αξίες) στην επίλυση του υδατικού προβλήματος της Θεσσαλίας.
Ποιος θα μπορούσε να πει το αντίθετο για τις Κυβερνήσεις Ανδ. Παπανδρέου, Κων. Μητσοτάκη, Κ. Σημίτη, Κ. Καραμανλή και πολλούς αρμόδιους υπουργούς τους, που τηρώντας τις υποσχέσεις τους υλοποίησαν έργα, όπως η Μεσοχώρα (600 εκατ. ευρώ), η Συκιά (ημιτελές), η διανοιγμένη (ημιτελής) σήραγγα μεταφοράς νερού των 18 χλμ. (500 εκατ. ευρώ και για τα δύο), ο ταμιευτήρας Σμοκόβου και η τεχνητή λίμνη Κάρλα (που παραδόθηκε με καθυστέρηση τη δεκαετία 2010);
Θα μπορούσε, όμως, να πει κάνεις το ίδιο για τις δύο τελευταίες Κυβερνήσεις, που παρότι από το 2014 παρέλαβαν για πρώτη φορά ολοκληρωμένα και εγκεκριμένα Σχέδια Διαχείρισης, καθώς και προχωρημένα έργα, αυτοί συνειδητά τα αγνόησαν, έστω κι αν τα προβλήματα στην περιοχή μας οξύνθηκαν σε υπερθετικό βαθμό;
Προφανώς δεν μπορεί να γίνει σύγκριση. Καλό, όμως, είναι να τα επισημαίνουμε, ώστε αφενός να τα γνωρίζουν οι νεότεροι, αφετέρου να συγκεντρώσουμε όλες τις υγιείς θεσσαλικές δυνάμεις στους στόχους που θέτουμε (ενδεικτικά: σύγχρονα αρδευτικά δίκτυα για ουσιαστική εξοικονόμηση νερού, προώθηση νέων τεχνολογιών για ορθολογική άρδευση, νέους ταμιευτήρες γύρω από τον κάμπο για προστασία από πλημμύρες, για κάλυψη υδρευτικών και αρδευτικών αναγκών, για αποθέματα απέναντι στην ξηρασία, για αποκατάσταση μισοκατεστραμμένων οικοσυστημάτων κ.ο.κ.), καθώς και την απαίτησή μας να κριθεί χωρίς άλλη καθυστέρηση, οριστικά και αμετάκλητα, το θέμα των έργων Αχελώου στη Βουλή, που με μειωμένη αίσθηση ευθύνης οι δύο τελευταίοι Πρωθυπουργοί το διατηρούν στην «κατάψυξη» για δικούς τους μικροπολιτικούς (και όχι μόνο) λογούς.
Για την Ε.Δ.Υ.ΘΕ.
* Τάσος Μπαρμπούτης, πολιτικός μηχανικός, μέλος Δ.Σ. ΕΘΕΜ, πρ. γραμματέας ΤΕΕ/ΚΔΘ, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ.
* Φάνης Γέμτος, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ.