Ο μεγαλύτερος γιος του ζούσε πολιτικός πρόσφυγας σε χώρα της Ανατολικής Ευρώπης και ο μικρότερος ήταν εγκλεισμένος σε φυλακή, ως πολιτικός κρατούμενος. Ο μπάρμπα Κώστας ζούσε με την ελπίδα ότι κάποια μέρα θα ξανάβλεπε τα δυο παιδιά του.
Η δουλειά του ήταν ράφτης. Έραβε κάπες, σεγκούνια και ένα είδος μάλλινου πανωφοριού με κουκούλα, που οι ντόπιοι το ονομάζουν μαλλιότο. Ήταν πολύ καλός τεχνίτης και η φήμη του ξεπερνούσε τα όρια του χωριού. Άνθρωποι από μακρινές περιοχές έρχονταν και έραβαν στον μπάρμπα Κώστα.
Ήταν ένας απ’ τους λίγους παραδοσιακούς τεχνίτες που είχαν απομείνει στο είδος αυτό. Οι φορεσιές που έφτιαχνε χαρακτηρίζονταν από μια αξιοθαύμαστη ομορφιά και τελειότητα. Το ταλέντο, το μεράκι, η εμπειρία και η καλλιτεχνία ήταν αποτυπωμένα πάνω τους.
Όταν έμπαινε επισκέπτης ή πελάτης στο σπιτικό του μπάρμπα Κώστα το πρόσωπό του πλημμύριζε από χαρά, η καρδιά του άνοιγε διάπλατα και το στόμα του έλεγε και έλεγε περιπέτειες και βάσανα που πέρασε απ’ τη νιότη ως τα γηρατειά του. Η κουβέντα πάντα τον ηρεμούσε. Ήθελε να βλέπει κόσμο. Να μιλάει. Να δίνει το παρών.... Όπως έλεγε κι ο ίδιος, η ελπίδα και η επικοινωνία με τους ανθρώπους τον κρατούσαν στη ζωή. Στο φτωχικό του πάντα πρόσφερε ντόπιο τσίπουρο και ελιές, δικής του παραγωγής, που τις έφτιαχνε ο ίδιος.
Την άνοιξη, συχνά, ανηφόριζε το βουνό να δει τον ελαιώνα του. Όταν η ανθοφορία ήταν καλή έφερνε κλώνους ελιάς για να δουν οι συγχωριανοί του ότι η σοδειά θα είναι καλή και το λάδι μπόλικο.
Εκτός απ’ τη δουλειά του που αγαπούσε πολύ, ο μπάρμπα Κώστας είχε και περιβαλλοντικές ανησυχίες. Όνειρό του ήταν να φτιάξει μια καθαρή και όμορφη γειτονιά. Καθημερινά και πριν αρχίσει τη δουλειά του καθάριζε το χώρο δίπλα απ’ το σπίτι του και όχι μόνο. Στο κέντρο της γειτονιάς φύτεψε έναν πλάτανο, που τον φρόντιζε ο ίδιος. Τακτικά, αποψίλωνε τα χόρτα και περιέφραξε τον κορμό του με σήτα για να μην εκτίθεται στα φυτοφάγα ζώα.
Συχνά και ιδιαίτερα τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού με το ποτιστήρι στο χέρι δρόσιζε τον αγαπημένο του πλάτανο, που τον λάτρευε σαν παιδί του. Καθημερινά μετρούσε το μπόι του και καμάρωνε σαν τον έβλεπε να ψηλώνει και ν’ απλώνει πλατειά τους κλώνους του.
Τα παιδιά που έπαιζαν στη γειτονιά τα συμβούλευε να διατηρούν τον χώρο καθαρό και να προσέχουν τον πλάτανο, γιατί όταν μεγαλώσει αδιάκοπα θα προσφέρει καθαρό και οξυγονωμένο αέρα και ακόμα με το πλατύ του φύλλωμα θα χαρίζει δροσιά και ομορφιά σ’ όλη τη γειτονιά. Αυτά με προσοχή και σεβασμό τον άκουγαν και προσπαθούσαν πάντα για το καλύτερο.
Τα βράδια του καλοκαιριού μαζί με τους φίλους του κάθονταν γύρω απ’ τον πλάτανο και εξιστορούσαν τις περιπέτειες και τα βάσανα της ζωής τους. Όταν η συζήτηση έφθανε στην περίοδο του εμφυλίου, ο μπάρμπα Κώστας σταματούσε και με δάκρυα στα μάτια έκανε το σταυρό του παρακαλώντας τον Θεό να μην ξανασυμβούν άλλα δυσάρεστα γεγονότα στον τόπο μας.
Ο καιρός περνούσε και η αγωνία να δει τα παιδιά του όλο και μεγάλωνε. Γιατί ένιωθε τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν και το βιολογικό του τέλος να πλησιάζει. Κάποια μέρα η πόρτα του σπιτιού του χτύπησε αλλιώτικα απ’ τις άλλες φορές. Ανοίγει και βλέπει μπροστά του τον μικρότερο γιο του. Η σκηνή πολύ συγκινητική, γιατί ύστερα από χρόνια πατέρας και γιος βρίσκονταν πάλι μαζί.
Η ζωή μαζί με το παιδί του δεν κράτησε πολύ, αφού στον μπάρμπα Κώστα μαζί με τα γεράματα ήρθαν και οι αρρώστιες. Τη δουλειά του την άφησε, γιατί δεν έβλεπε καλά και κουραζόταν εύκολα. Τον αγαπημένο του όμως πλάτανο, παρά την ανημπόρια του, συνέχιζε να τον ποτίζει. Με το μπαστούνι στο ένα χέρι και το ποτιστήρι στο άλλο τον δρόσιζε κάπου-κάπου, όταν η ζέστη του καλοκαιριού ήταν μεγάλη.
Κάποια μέρα ο μπάρμπα Κώστας έφυγε απ’ αυτόν τον κόσμο. Οι φίλοι του σύσσωμοι πήγαν να του πουν το στερνό αντίο. Μερικοί αντί για λουλούδια του έφεραν κλώνους απ’ τον αγαπημένο του πλάτανο, που αγάπησε πολύ και που για αρκετά χρόνια πήρε τη θέση των παιδιών του.
Ο πλάτανος τώρα έμεινε μόνος. Οι γείτονες μαζί με τον μπάρμπα Κώστα ξέχασαν κι αυτόν! Κανείς δεν τον φρόντιζε και δεν του έδινε μια χούφτα νερό! Σε λίγο καιρό ο πλάτανος μαράζωσε και μετά ξεράθηκε, ακολουθώντας κι αυτός το τέλος του μπάρμπα Κώστα.
Από τον Κων/νο Τσιρονίκο