Το σημερινό θέμα αφορά ήθη, έθιμα και παραδόσεις κάποιων χωριών της περιοχής μας, τη δεκαετία του ’60. Χαρακτηρίζεται το συγκεκριμένο λαογραφικό υλικό, σαν εθνικό κειμήλιο και η δημοσίευσή του σαν ηθικό και κοινωνικό καθήκον. Ο λαϊκός μας αυτός πολιτισμός είναι το σημείο, στο οποίο συναντώνται η επιστήμη της λαογραφίας και το λαϊκό μας Σχολείο (μια λειτουργία και ένας φορέας με σημασία, γιατί το έργο του βρίσκει την πιο πλούσια πηγή του στην καρδιά και στο νου, στη λογική και στο συναίσθημα, στην περίσκεψη και στον αυθορμητισμό του λαού μας).
Οι σχέσεις μεταξύ των μελών της ίδιας οικογένειας, ήταν και είναι πολύ καλές. Το βεβαίωσε ένας σεβάσμιος γέροντας 80 ετών και τόνιζε ότι, κανένα επεισόδιο δεν έχει δημιουργηθεί, που να έχει διαταράξει τις σχέσεις αυτές. Ανέφερε επίσης ότι, παλιές προσωνυμίες και προσφωνήσεις των μελών της ίδιας οικογένειας συνεχίζονταν και την περίοδο εκείνη, αλλά και αργότερα. Τα πήρα λοιπόν όλα αυτά, μόνο και μόνο να μπορέσω να τα φέρω μπροστά σας, ώστε με τον τρόπο αυτό να μπορέσουμε να τα διαφυλάξουμε και να τα μεταβιβάσουμε στις επόμενες γενιές.
Ο άντρας ονομαζόταν από τη γυναίκα του αυτός ή ο νοικοκύρης μου, ενώ η γυναίκα λεγόταν από τον άντρα της αυτή ή εκείνη, χωρίς να λέγεται άλλο όνομα «άτσ’ έλου» και «ατσιά» κουτσοβλάχικα. Ο παππούς προσφωνούνταν βλάχικα «πάπλ» και η γιαγιά «μάια», απ’ όλα τα άτομα της οικογένειας, εκτός από τις νύφες που τους προσφωνούσαν «αφέντη» και «μάνα». Ο πατέρας προσφωνούνταν από τα παιδιά του «τάτα» και από τους γαμπρούς του «πάπλ», η δε μητέρα «τσάτσου» και «μάια». Αξίζει να πούμε ότι ο γαμπρός δεν προσφωνούσε «πάπλ» μόνο τον πεθερό, αλλά και τον πατέρα του πεθερού (τον παππού) και «μάια» όχι μόνο την πεθερά, αλλά και τη μάνα της, την πεθερά της πεθεράς (τις γιαγιές).
Ο αδελφός προσφωνούνταν απ’ όλα τα αδέλφια και τις νύφες «φράτε», η αδελφή από τα αδέλφια «σόρα» και από τις νύφες «κυρά». Η νύφη από τον παππού, τη γιαγιά, τους πεθερούς, τους θείους και τα αδέλφια «βιάστα». Ο θείος από τους ανεψιούς «λάλα» και η θεία «τέτα». Οι ανεψιοί ονομάζονταν από τους θείους και τις θείες «νιουπότς» κουτσοβλάχικα και τα εγγόνια από τους παππούδες και τις γιαγιές «νιουπότα». Αν ένα άτομο της οικογένειας ήταν παπάς, τότε προσφωνούνταν και από την παπαδιά του, τους γονείς, τους παππούδες του, τα παιδιά του και τα κορίτσια του, τους γαμπρούς και τα εγγόνια του, αλλά και από όλους τους κατοίκους του χωριού «αφέντης» , η δε παπαδιά «οάμ».
Η απόκτηση κοριτσιού θεωρείται ευτυχία και χαρά στο σπίτι. Συνήθως λένε στον πατέρα του «αυτό θα σου φέρει ένα ποτήρι νερό να πιεις» και στη μάνα του «αυτό θα σε ξαποστάσει», «αυτό θα έλθει να σε δει και να σε παρηγορήσει». Παντρεύονταν σε μικρή ηλικία. Η παντρεμένη γυναίκα λάμβανε το όνομα του άντρα της ή της οικογένειάς της. Π.χ. η γυναίκα του Γιάννη «Τσιάλ – Γιάννινα» κουτσοβλάχικα ή η νύφη του Γιάννη «βιάστααλ Γιάννη». Πολλές φορές και ο άντρας λάμβανε το όνομα της γυναίκας. Π.χ., ο Γιάννης της Δωροθέας. Τα μικρότερα αδέλφια έπαιρναν το όνομα του μεγάλου αδελφού ή της αδελφής. Π.χ. Η Παρασκευή της Φρόσως ή το όνομα της μάνας τους: Ο Ντίνος της Καλλιόπης, η Κούλα της Μαρίας.
Η γυναίκα δεν καθόταν στο τραπέζι, όταν υπήρχε ξένος. Όταν φιλοξενούνταν κάποιος στο σπίτι, σερβιριζόταν από τις νιότερες και τις ομορφότερες γυναίκες, για να «μολογήσει τις μορφονιές ο μουσαφίρης και στα ξένα μέρη. Στα αρραβωνιάσματα και όταν ήθελε να δει ο γαμπρός το νέο οικογενειακό περιβάλλον, δεν παρουσιάζονταν οι άλλες αδελφές ή εξαδέλφες της νύφης, για πολλούς λόγους.
Η γυναίκα που δεν έκανε παιδιά, ήταν πολύ δυστυχισμένη. Συχνά άκουγε να την ονομάζουν «ανίκανη», «στείρα», απαίδευτη», τι θα της κλάψουν τα παιδιά», «άχρηστη» κλπ. Ευτυχισμένη θεωρούνταν η γυναίκα που έκανε αγόρι και κορίτσι, γιατί λένε «ότι η οικογένεια πρέπει να είναι ανακατωμένη». Η απόκτηση αγοριού αποτελούσε χαρμόσυνο γεγονός, γιατί «μένει το όνομα», «κρατιέται το οικογενειακό», «είναι ο διάδοχος της οικογένειας και ο κληρονόμος του σπιτιού».
Ας μιλήσουμε και λίγο για τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία. Η γυναίκα δεν έβγαινε έξω από το σπίτι, εκτός αν πήγαινε για δουλειά δηλ. δεν ήξερε περίπατο «συργιάνι», όπως λέγεται σήμερα. Όταν πολλές όμορφες γυναίκες πήγαιναν για διάφορες δουλειές σε άλλα σπίτια ή περνούσαν από την πλατεία και τα μαγαζιά «μουντζουρώνονταν». Τα κορίτσια δεν πήγαιναν τακτικά στην εκκλησία, αλλά τις μεγάλες γιορτές, διότι οι γυναίκες τα κουτσομπόλευαν «ότι κοιτάζουν τα παιδιά». Κάθονταν στο τέλος της εκκλησίας, μετά από τις παντρεμένες – τις μεσήλικες – και τις γριές που κάθονται στην πρώτη σειρά. Οι γριές φορούσαν στην εκκλησία πάντοτε τα μάλλινα τσιπούνια, «τις ντουλαμάδες». Οι γιορτές των γυναικών, δεν γιορτάζονταν. Από τη στάση που έδειχνε κάθε γυναίκα, τη νοικοκυροσύνη και την καλή συμπεριφορά που είχε, έπαιρνε και το όνομα ήσυχη, παστρική, γλυκομίλητη, μέλι βγάζει από το στόμα της, η μουρτάρα, τεμπέλα, αχαΐρευτη, χαλές, σουρός, ανάποδη κλπ. Φορτώνονταν τα πράγματα για το χωράφι, τα ξύλα, το κλαδί, τη βαρέλα με το νερό κλπ, ενώ ο άντρας αν είχε ζώο ανέβαινε καβάλα. Ποτέ δεν ανέβαινε καβάλα η γυναίκα, αν ήταν μαζί της και ο άντρας της. Επίσης η γυναίκα έκανε όλες τις δουλειές του σπιτιού, εσωτερικές και εξωτερικές, μετά το γυρισμό από το χωράφι, το αμπέλι κλπ, ενώ ο άντρας πήγαινε συνήθως στα μαγαζιά του χωριού.
Μία άλλη εποχή ...ίσως δύσκολη (για όλους βέβαια, αλλά πιο πολύ για τις γυναίκες, γιατί έκαναν τα πάντα για το σπίτι και την οικογένεια), αλλά να γνωρίζετε το εξής : Όπως όλα τα πράγματα στη ζωή έχουν δύο όψεις, την καλή και την κακή, έτσι και η κάθε εποχή στη ζωή μας έχει τα καλά της και τα κακά της (τα οποία εμείς σήμερα έχουμε αφαιρέσει από τη ζωή μας, γι’ αυτό και έχουμε κάνει πολλά βήματα μπροστά σαν κοινωνία).