Ήταν αρχές της δεκαετίας του ‘50. Η λαίλαπα του εμφυλίου πολέμου μόλις είχε κοπάσει. Πίσω της, όμως, άφησε ένα σωρό θύματα και καταστροφές. Οι χιλιάδες νεκροί και τραυματίες, τα κατεστραμμένα σπίτια και τα ερειπωμένα σχολεία και νοσοκομεία μαρτυρούσαν το μεγάλο κακό που έκαναν οι Ελληνες στον τόπο τους.
Στα χωριά οι συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού ήταν άθλιες. Σχολεία δεν υπήρχαν, οι μαθητές έκαναν μάθημα στο ύπαιθρο και για καθίσματα είχαν πέτρες. Τα μίση και τα πάθη δημιούργησαν αγεφύρωτα χάσματα μεταξύ των ανθρώπων. Η εμπιστοσύνη είχε χαθεί για πολλά χρόνια και τη θέση της είχε πάρει ο φόβος.
Μέσα σ’ έναν τέτοιο κόσμο, γεμάτο καχυποψία… τραγικές φιγούρες ήταν τα θύματα του αδελφοκτόνου πολέμου: τα ορφανά παιδιά και εκείνα που ο ένας ή και οι δυο γονείς βρίσκονταν πολιτικοί κρατούμενοι σε κάποια φυλακή ή τόπο εξορίας.
Παιδί της δεύτερης κατηγορίας ήταν ο Χρήστος. Ο πατέρας του πολιτικός κρατούμενος ήταν στη φυλακή. Ο Χρήστος ζούσε στο χωριό, το Αργυροπούλι Τυρνάβου, την πατρίδα μου-μαζί με τα δύο του αδέλφια και την ανήμπορη μάνα του. Έμειναν σε μια καλύβα, δίπλα στο καμένο σπίτι.
Η φτώχεια που αντιμετώπιζαν ήταν φοβερή. Κοινωνικό αποκούμπι δεν είχαν. Κανένας δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας δεν τους άνοιγε την πόρτα για να δει τι κάνουν. Ήταν καταδικασμένοι να πεθάνουν, αν οι ίδιοι δεν έπαιρναν την τύχη στα χέρια τους. Ο μεγαλύτερος γιος ξενοδούλευε για να μπορεί να βγάζει το καθημερινό ψωμί της οικογένειας.
Ο Χρήστος ήταν συναισθηματικό παιδί. Η απουσία του πατέρα του και το μίσος που δημιούργησε ο εμφύλιος έσβησαν το χαμόγελο από τα χείλη του. Στο σπίτι, όταν ήταν έδινε κουράγιο τη φιλάσθενη μάνα του και έπαιζε τη μικρή αδελφή του, που δεν καταλάβαινε και πολλά πράγματα. Στο σχολείο ήταν υπόδειγμα ήθους. Ο δάσκαλος τον αγαπούσε. Στα μαθήματα προσπαθούσε, αλλά οι ευθύνες και οι δουλειές που έκανε του είχαν δημιουργήσει αρκετά κενά.
Ο δάσκαλος, ένας νέος άνθρωπος με φαντασία και μεράκι είχε αποφασίσει, μέσα στην ασχήμια που δημιούργησε ο πόλεμος, να εξωραΐσει όλους τους χώρους γύρω απ’ το σχολείο. Βοηθός του σ’ όλη αυτήν την προσπάθεια ήταν ο Χρήστος. Αυτός, με το σκαλιστήρι στο χέρι και με πολλή όρεξη και κέφι για δουλειά βοήθησε στο φτιάξιμο του σχολικού κήπου, που τότε είχε αναδειχθεί ο καλύτερος της περιοχής. Δεν ήταν λίγες οι φορές, που τον έβλεπε κανείς να δουλεύει και μέρες που το σχολείο δε λειτουργούσε.
Τα χέρια του Χρήστου δούλεψαν πολύ στην ισοπέδωση της αυλής του σχολείου και στην ανάπλαση του γύρω χώρου. Είχε φυτέψει τα περισσότερα φυτά. Τα καλοκαίρια, αν και δούλευε, έβρισκε την ευκαιρία και τα ξεδιψούσε ρίχνοντάς τα λίγο νερό. Ο δάσκαλος τον καμάρωνε για τη φιλοτιμία του και την αξιοσύνη του. Πέρα, όμως απ’ την αμέριστη αγάπη που του πρόσφερε δεν μπορούσε να κάνει περισσότερα για να τον βοηθήσει, γιατί τα χρόνια ήταν δύσκολα και οι καιροί πολύ πονηροί.
Τα καλοκαίρια δούλευε για να μπορέσει μαζί με τον αδελφό του να βγάλουν τα έξοδα του χειμώνα. Η αγαπημένη του δουλειά ήταν του φύλακα σε αμπέλι ή μποστάνι. Δεν ήταν λίγες οι φορές που εργαζόταν και στο αρμάθιασμα του καπνού.
Τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, μέρες χαράς και ευλογίας για το σπίτι, στην ψυχή του Χρήστου και όλης της οικογένειας ήταν διάχυτη η στενοχώρια, γιατί έλειπε η χαρά του σπιτιού, ο πατέρας.
Τα χρόνια πέρασαν και ο πατέρας αποφυλακίστηκε. Όταν ήρθε στο σπίτι οι δικοί του δεν μπορούσαν να τον γνωρίσουν. Ήταν ένα ράκος. Ο εμφύλιος, οι κακουχίες και οι άθλιες συνθήκες της φυλακής είχαν προκαλέσει σοβαρές βλάβες στην υγεία του. Η γυναίκα του, και τα παιδιά του πλημμυρισμένοι από χαρά και συγκίνηση δε χόρταιναν να τον βλέπουν.
Ήρθε η μέρα που ο Χρήστος τελείωσε το σχολείο. Με δάκρυα στα μάτια αποχαιρέτησε τον αγαπημένο του δάσκαλο. Τον άνθρωπο που απλόχερα του έδωσε την αγάπη. Αυτήν που τόσο στερήθηκε στην άνοιξη της ζωής του. Στη νιότη. Για κάμποσα χρόνια δούλευε στο χωριό κοντά στον πατέρα του. Κάποια μέρα αποφάσισε να φύγει και να πάει στην πόλη να δουλέψει. Εκεί εργάσθηκε σκληρά και έκανε προκοπή. Στο χωριό πήγαινε κάπου-κάπου να δει τους γονείς του. Οι τραυματικές εμπειρίες της παιδικής του ηλικίας είχαν παγώσει πολύ αυτήν την επιθυμία. Δεν ήθελε, όπως έλεγε, να βλέπει κάθε τι που του θύμιζε την κοινωνική απονιά και υποκρισία, που αντίκρισαν τα αθώα παιδικά του μάτια στα πρώτα βήματα της ζωής του.
Οι γονείς του, μια μέρα, έφυγαν απ’ αυτόν τον κόσμο. Τα αδέλφια του σκόρπισαν και ο Χρήστος δεν ξαναφάνηκε στο χωριό.