Φτάνουμε στις 17 με 20 του μήνα κι άρχιζε ο γέννος με τις μεγάλες χαρές του, αλλά και τις μεγάλες φροντίδες. Χαρές άμετρες όταν κανένα από τα γιδοπρόβατα δεν έμενε στείρο, χαρές και όταν δε γεννούσαν ένα, αλλά δύο, μικρά και αυτά να ήταν θηλυκά, σημάδι ότι το βιος τους θα πήγαινε «μπροστά».
Αλλά και ο ενθουσιασμός σε εμάς τα παιδιά δεν ήταν μικρότερος, όχι μόνο γιατί θα τρώγαμε το τόσο αγαπητό πρώτο γάλα, την «κοιλιάστρα» ή «κουλιάστρα» ή όπως αλλιώς λέγεται, αλλά και γιατί θα είχαμε συντροφιά σε κάποια από τα παιχνίδια μας, τα μικρά αρνοκάτσικα. Γεννητούρια λοιπόν που κρατούσαν μέχρι τα μέσα του Φεβρουαρίου, χωρίς βέβαια να κάνουμε γι’ αυτά «λαγγίτες» (το γλυκό της περιοχής).
Έπρεπε λοιπόν η νοικοκυρά να προσέχει την εποχή αυτή τα γιδοπρόβατά της κι αν έβλεπε πως κάποιο από αυτά είναι ετοιμόγεννο, δεν το έβγαζε στο κοπάδι μη γεννήσει έξω και ποιο να πρωτοκοιτάξει κι ο τσοπάνος, αλλά το κρατούσε μέσα και συχνά πυκνά το επισκεπτόταν και τη νύχτα ακόμα, για να του παρασταθεί όταν έρθει η ώρα.
Τα ή το νεογέννητο, το έφερνε αμέσως στο μαγειρειό, όπου είχε μεγάλη φωτιά αναμμένη και εκεί που το στέγνωνε, μ’ ένα χτένι το χτένιζε όχι βέβαια για να του κάνει τη ‘’χωρίστρα’’, αλλά να διώξει τις βρωμιές που είχε πάνω του και να γίνει όμορφο. Κατέβαινε ύστερα στο κατώι, έδινε στη μάνα χλιαρό νερό με λίγο καλαμποκάλευρο μέσα και της πήγαινε το παιδάκι της να το βυζάξει κι αλίμονό της αν δεν «βυζόπιανε» αμέσως, διότι θα παιδευόταν μετά ώρα μ’ αυτό.
Η γίδα μας ήταν τώρα η λεχώνα του σπιτιού, έμπαινε παρέα με τα μικρά της σε χωριστό μέρος για πολλές μέρες, δεν έβγαινε στο κοπάδι (όταν αυτό έβγαινε) και έτρωγε τριφύλλι και ρόβι, για να κατεβάσει πολύ γάλα και γενικά είχε την πιο καλή περιποίηση που μπορούσε να πάρει.
Όταν ο γέννος ήταν στο φόρτε του, έρχονταν το βράδυ ο τσοπάνος φορτωμένος είτε στην αγκαλιά του, είτε τις περισσότερες φορές γεμάτο τον τρουβά του με κατσίκια και αρνιά που γεννήθηκαν τη μέρα αυτή στον λόγγο. Ήταν φανερό πως οι νοικοκυρές τους όταν το πρωί τα έβγαλαν στο κοπάδι δεν τα πρόσεξαν καλά ή και γελάστηκαν ακόμα, γι’ αυτό και παίδευαν τόσο το τσοπάνο όσο και τον εαυτό τους καμιά φορά. Τύχαινε δηλαδή κάποιο από αυτά που γεννούσαν στη βοσκή να είναι σε μέρος του λόγγου απόμερο, να μην το αντιληφθεί ο τσοπάνος να το συμμαζέψει και το βράδυ να μείνει έξω. Η νοικοκυρά έβλεπε πως της λείπει, έτρεχε αμέσως να τον ειδοποιήσει κι εκείνος πήγαινε ξανά στο μέρος που έβοσκε το κοπάδι κι έψαχνε μέχρι να τα βρει, γιατί υπήρχε ο κίνδυνος μάνα και νεογέννητο να τα κατασπαράξει κανένα «ζουλάπι» (άγριο ζώο δηλ.).
Στα θηλυκά νεογέννητα, που προορίζονταν για κράτημα, έδιναν συνήθως αμέσως και το όνομά τους, που ήταν σχετικό με το χρώμα τους, τη μέρα της γέννησης και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, Γι’ αυτό και είχαμε την Γκέσα, την Κανούτα, την Αράπω, τη Σαράντω, την Τζέλω κ.ά.
Στα μέσα Φεβρουαρίου (όπως είπαμε και προηγουμένως) τελείωνε ο γέννος, αλλά οι φροντίδες της νοικοκυράς για τα ζώα της, που είναι τώρα μικρομάνες, μεγάλωναν. Εκτός από την καλή περιποίηση, εξακολουθούσε να προσθέτει στο σιτιρέσιό τους και βραδινό τάισμα, μια χούφτα ρόβι σε μια ξύλινη ή χάλκινη μεγάλη λεκάνη και λίγες μέρες κι αφού τα νεογέννητα είχαν πάρει κάπως πάνω τους, έβγαζε τις μάνες στο κοπάδι κι αυτά τα έκλεινε όλα μαζί στον «τσάρκο» (ένα μικρό δηλ. χώρισμα στον στάβλο).
Ο γέννος ήταν χαρά. Ήταν ομορφιά. Ήταν γιορτή. Γέμιζε το μαντρί και το σπίτι αρνάκια και κατσικάκια. Αντηχούσαν παντού γλυκά βελάσματα. ‘’Αβγάτιζε το κοπάδι’’ και χαμογελούσαν και ο τσοπάνης και οι νοικοκυραίοι.
Από τον Γιάννη Γούδα