Ο Ιανουάριος, σύμφωνα με το ημερολόγιο, είναι ο πρώτος μήνας του έτους και γιορτάζεται πανηγυρικά από τους ανθρώπους. Το όνομα το έλαβε από τον ρωμαϊκό Θεό Ιανό. Ο Ιανός ήταν θεός της αρχής και του τέλους, της μετάβασης από μια κατάσταση σε άλλη. Σύμφωνα με τις ποιμενικές παραδόσεις, ονομάζεται Γενάρης,γιατί είναι ο μήνας που γεννούνται περισσότερα αρνιά και κατσίκια από τους άλλους μήνες. Εξάλλου, γεννά και φως, αφού μετά το χειμερινό ηλιοστάσιο, το σκοτάδι αρχίζει να υποχωρεί. Ο Γενάρης, φέρνει μια νέα Αρχή, μια νέα ζωή για τους ανθρώπους.
Μπροστά σε μια καινούργια αρχή, που είναι και η νέα χρονιά, και ο μήνας της, ο Γενάρης, όλοι οι άνθρωποι, προσπαθούν να εξασφαλίσουν την υγεία και την ευτυχία τους. Οι αγρότες, αναμένουν να έχουν καλή σοδειά, οι κτηνοτρόφοι, αύξηση των ζωντανών, οι επαγγελματίες καλές δουλειές και ο κάθε άνθρωπος, ό,τι καλύτερο. Άλλωστε, αυτή είναι και η συνηθισμένη ευχή της πρωτοχρονιάς «ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ».
Τα έθιμα του λαού μας, έχουν τα περισσότερα την καταγωγή τους στις ρωμαϊκές γιορτές αυτής της περιόδου, οι οποίες είχαν ενσωματώσει πολλά από τα στοιχεία της Αρχαίας Ελληνικής λατρείας, αλλά και πολλά έθιμα της Ανατολής.
Οι ρωμαϊκές γιορτές που εντοπίζονται στις χειμερινές τροπές του Ήλιου, δηλαδή, τέλη Δεκεμβρίου, αρχές Ιανουαρίου είναι τα Σατούρνια (μεταξύ 17-23 Δεκεμβρίου), που ήταν γιορτή προς τιμή του θεού των Ρωμαίων, αντίστοιχου με τον Κρόνο των Ελλήνων, το «Γενέθλιο του Αήττητου Ηλίου. Επίσης, κατά την Πρώτη των Καλένδων, δηλαδή, την πρώτη Ιανουαρίου, γινόταν η εγκατάσταση των καινούργιων πολιτικών αρχών της Ρώμης και οι δημόσιες ευχές, στις 3 Ιανουαρίου, οπότε οι ύπατοι ορκίζονταν στον λαό να φυλάξουν τους νόμους και να κυβερνήσουν δίκαια.
Η χριστιανική εκκλησία πήρε από την αρχή, όπως ήταν φυσικό, έντονα εχθρική στάση απέναντι στις ειδωλολατρικές αυτές γιορτές. Επειδή, όμως, είδε ότι τα έθιμα που ήταν συνδεμένα μαζί-τους, όπως, οι μεταμφιέσεις, τα τυχερά παιχνίδια, η εκλογή βασιλιά των Σατουρναλίων, οι μαντικές ενέργειες και η κάθε λογής ασυδοσία, ήταν βαθιά ριζωμένα στη ζωή του λαού, ο οποίος δεν ήταν καθόλου διατεθειμένος να τα αποχωριστεί.
Έτσι, έκανε το μεγάλο ιστορικό συμβιβασμό και τοποθέτησε στη θέση των ειδωλολατρικών γιορτών, τις δικές της μεγάλες επετείους, όπως, τα Χριστούγεννα, τη γιορτή του Αγίου Βασιλείου και τα Φώτα. Έτσι, στα νεοελληνικά λαϊκά έθιμα, ο Αϊ- Βασίλης, σεπτός ιεράρχης της εκκλησίας, έχει αποχτήσει και μιαν άλλη παράξενη ιδιότητα, να φανερώνει στους ανθρώπους την τύχη τους, όπως, το φλουρί της βασιλόπιτας, αλλά και ένα σωρό άλλες μαντικές πράξεις που εντοπίζονται τη μέρα της γιορτής του και ποικίλλουν από τόπο σε τόπο. Στην Πεδινή Θεσσαλία το βράδυ της παραμονής του Αγίου Βασιλείου έπαιρναν κλαδιά ελιάς, έκοβαν τα φύλλα τους και «έπαιζαν», «τον Αϊ-Βασίλη», καθισμένοι μπροστά στη φωτιά. Έριχναν ο ένας μετά τον άλλον, στη φωτιά ένα φύλλο ελιάς και έλεγαν: «Αϊ- Βασίλη, βασιλιά, που ξουσιάζεις τον τουνιάν, δείξε και φανέρωσε, αν μ’ αγαπάς».
Παράλληλα, και παρατηρούσαν τις κινήσεις του φύλλου μέσα στη φωτιά. Ζωηρή κίνηση σήμαινε ζωηρή αγάπη, αδύναμη κίνηση αδύναμη αγάπη, κάψιμο χωρίς κίνηση, καθόλου αγάπη. Στη Σκύρο και στη Σκιάθο, μαντεύονται με άλλο τρόπο. Το πρωί του Αγίου Βασιλείου πάνε στον σταύλο κι αφού βάλουν τα βόδια να πρωτοπατήσουν σε σίδερο, για να είναι σιδερένια όλο τον χρόνο, περνάνε ύστερα τη βωδόκλορα (βοϊδοκουλούρα, δηλαδή, που ζυμώνουν επίτηδες για τα βόδια αυτή τη μέρα) απ’ το κέρατο του βοδιού. Καθώς τινάζει αυτό το κεφάλι του, για να ελευθερωθεί, πέφτει η κουλούρα. Ανάλογα με το πώς θα πέσει, μπρούμυτα, ίσια ή όρθια, μαντεύονται αν η σοδειά θα είναι καλή για το κριθάρι, το σιτάρι ή το καλαμπόκι. Έπειτα δίνουν τη μισή κουλούρα να τη φάει το βόδι και την άλλη μισή ο παραγιός ή ο βοσκός. Εξάλλου, γνωστά είναι τα επαινετικά λόγια σε αφέντες και αφέντρες
Εσένα, πρέπει, αφέντη μου, δαμασκηνό τραπέζι, όταν ανθεί η δαμασκηνιά ν’ ανθεί και το τραπέζι και πάλι ξανά πρέπει στα πευκιά να καθίσεις, να κοσκινίζεις το φλωρί, να πέφτει το λογάρι, και τ’ αποσκονίδιατου σκλάβους να τ’ αγοράζεις.
Πολλά ‘παμε τ’ αφέντη μας, ας πούμε της κυράς-μας. Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή, κυρά καμαροφρύδα, πήρες τα ρόδα απ’ τη ροδιά, τ’ ασπράδι από το χιόνι, πήρες και το ματόφρυδο από το χελιδόνι. Πολλά ‘παμε και της κυράς, ας πούμε και της κόρης. Κυρά μ’, τη θυγατέρα σου, γραμματικός την θέλει, κι αν είναι και γραμματικός πολλά προικιά γυρεύει, γυρεύει αμπέλια ατρύγητα, χωράφια με τα στάχυα, γυρεύει και τη Βενετία μ’ όλα της τα καράβια, γυρεύει και τον κυρ Βοριά να τα καλαρμενίζει.
Τα επαινετικά αυτά λόγια λέγονταν κυρίως στη νησιωτική Ελλάδα και στην περιοχή της Χαλκιδικής.