Συγκεκριμένα, διατύπωσε την ανοιχτή απειλή, ότι «η Τουρκία μπορεί να αναγκαστεί να διαλύσει τον δακτύλιο των νησιών που δεν της επιτρέπουν να αναπνεύσει» και μίλησε με υπαινιγμούς για τον εξοπλισμό αυτών. Φυσικά έσπευσε να διευκρινίσει ότι «η Τουρκία δεν επιθυμεί τη σύρραξη», αλλά ότι «αν συμβεί αυτό, η Ελλάδα των 8-9 εκατομμυρίων θα βρεθεί σε πολύ δύσκολη θέση, αντιμέτωπη με τα 52 εκατομμύρια των Τούρκων, που κάθε μέρα προοδεύουν οικονομικά».
Διαβάζοντας κανείς τις παραπάνω κυνικές απειλές, μάλλον στέκεται στο σήμερα, και προφανώς φέρνει στη σκέψη του τη συνοφρυωμένη “προσωπογραφία” του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, σ’ ένα από τα καθημερινά του παραληρήματα των τελευταίων ετών! Κι αν παρ’ ελπίδα ρωτήσεις ένα ελληνόπουλο, που ήδη φοιτά σήμερα σε κάποια λυκειακή τάξη, να σου πει τι ξέρει για τον Ερντογάν, τι κατέγραψε απ’ τα νηπιακά του χρόνια γι’ αυτόν, από τότε δηλαδή που άρχισε η μνήμη του να καταγράφει, θα σου πει ότι έβλεπε στην τηλεόραση έναν αγριεμένο γέρο Τούρκο, ο οποίος μόνιμα μ’ ένα μαρκούτσι στο χέρι, γύριζε μέσα στον κόσμο και απειλούσε τους Έλληνες!
Εικόνα, δηλαδή, που στιγμάτισε μια σχεδόν γενιά Ελλήνων, που τώρα διανύει την εφηβεία της. Κι αυτή η γενιά -ας μου επιτραπεί να το επισημάνω- θα περάσουν δεκαετίες, ώσπου να κατανοήσει το πλήρες φάσμα του “Ερντογάν”.
Ωραιότατα, λοιπόν. Πλην όμως, αυτά, τα παιδιά έχουν εν ζωή και τους παππούδες των! Τη γενιά μου δηλαδή. Και μεις έχουμε να βεβαιώσουμε ότι τα όσα διαβάσαμε στην αρχή τούτου του δημοσιεύματος δεν είναι λόγια του κυρίου Ερντογάν εν σωτηρίω χριστιανικώ έτει 2022. Είναι λόγια του πρωθυπουργού της Τουρκίας Οζάλ εν έτει 1986! (Ας μου συγχωρεθεί η παρένθεση: Άκουγα συχνά πυκνά που έλεγε ο παππούς μου ότι «ούλα τα γρούνια τον ίδιο ζουρνά έχουν, αφότου φάνηκαν στον κόσμο…»).
Κι απ’ το 1986 έχουν περάσει αρκετές δεκαετίες με την τουρκική απειλή να μας συνοδεύει σε κάθε μας κίνηση, σ’ οποιονδήποτε τομέα της ζωής μας. Αλλά και πέρα απ’ αυτό να μας δίνει τη λαβή να ανατρέχουμε στην ιστορία, για να διαπιστώσουμε ότι οι εκάστοτε ηγέτες αυτής της χώρας εθελοτυφλούν απέναντι στη δική τους πορεία μέσα στον χρόνο, φτάνουν να μην καταλαβαίνουν δήθεν, όταν τους μιλά κανείς για διεθνές δίκαιο, συνθήκες, συμφωνίες , όρια κρατών, νησιά, γενοκτονίες ή στρατιωτικές επεμβάσεις.
Επιπρόσθετα λίγο πολύ διατείνονται ότι είναι γεννήματα και θρέμματα των περιοχών που κατοικούν ύστερα από εγκατάσταση στη Μικρασιατική χερσόνησο μετά των ακτών και των κόλπων της. Και επί 100, πάνω κάτω χρόνια τώρα, πασχίζουν -ανεπιτυχώς βέβαια- να πείσουν ότι έχουν εξευρωπαϊστεί και εκπολιτιστεί. Για το ότι ήρθαν απ’ τη Μογγολία και εγκαταστάθηκαν σε τόπους, όπου έσφυζε το ελληνικό στοιχείο μέσα σε μιαν αμείωτη συνέχιση του ελληνικού πολιτισμού το έχουν ήδη αποσιωπήσει. Το ότι, δηλαδή τις περιοχές, εκεί, όπου βρίσκονται μέχρι σήμερα, ύστερα από τη μάχη του Μαντζικέρτ (1071 μ.Χ.) δεν το λένε! Το ότι ως τότε οι ελληνικοί πληθυσμοί με την κληρονομική διαδοχή των γενεών κατείχαν τα μέρη αυτά επί δυο και παραπάνω χιλιετίες φαίνεται πως δεν εννοούν να το χωνέψουν. Το ότι τη Σμύρνη την έκαμαν Ισμίρ ή την Κωνσταντινούπολη Ισταμπούλ λ.χ. μην περιμένει κανείς να παραδεχτούν ότι οι λέξεις αυτές είναι ελληνικές. Αλλά τι να περιμένει, όταν φτάνουν να λένε «ο πρόγονός μας ο Όμηρος»; Κι αυτόν ακόμα τον έκαμαν Ομέρ!
Ή μήπως περιμένει κανείς να δεχτούν ότι κατέλαβαν την Κων/λη και μετέτρεψαν σε τζαμί το σύμβολο της ορθοδοξίας; Πάλι καλά που ακούς να το λένε «Αγιά Σοφιά»! Ας όψονται όμως εκείνοι που τους παρέδωσαν την Πόλη! Η ιστορία μας ούτε αυτό μας το είπε ποτέ. Αλλά θα πρέπει κάποτε να μας το πει. Απ’ τα λάθη μας θα διδαχτούμε τα σωστά.
Αλλά ας μην είμαστε ούτε ευκολόπιστοι, ούτε και αφελείς. Ο Τούρκος ήταν πάντα και θα παραμένει για πάντα Τούρκος. Ανέκαθεν τον Έλληνα τον έβλεπε ως ραγιά και δεν μπορεί επ’ ουδενί να το συγχωρήσει ότι αυτός ο ραγιάς όρθωσε το ανάστημά του, διεκδίκησε και πήρε αυτό που του ανήκε. Βέβαια ο Ερντογάν τα θέλει ξανά δικά του και με την όλη στάση του τα τελευταία χρόνια μας θυμίζει τον Κιουταχή, όταν το καλοκαίρι του 1826 μέσα στη φρεγάτα του Γάλλου ναυάρχου Ντεριγνύ και με τη μπαμπέσικη μεσολάβηση του Ντεριγνύ, συναντήθηκε με τον Γ. Καραϊσκάκη, για να πάρει τελικά από τον “παλιόγυφτο”, την απάντηση που του έπρεπε:
Στην ερώτηση του Κιουταχή γιατί δεν πήγε να τον προσκυνήσει, ο Καραϊσκάκης τον ανάγκασε να καταπιεί τα λόγια του. Του είπε λοιπόν:
-Καραϊσκάκης: Εγώ να σε προσκυνήσω; Ρούμελης Βαλέσης εσύ, Ρούμελης Βαλέσης κι εγώ…
-Κιουταχής: Σου δίνω όλα τα Βιλαέτια από τον Έγριπο ως την Άρτα...
-Καραϊσκάκης: Γιατί, πασά μου, δεν μας αφήνετε να ζήσουμε κι εμείς στον τόπο που γεννηθήκαμε;
-Κιουταχής: Πάντα με το σπαθί μας τον είχαμε και με το σπαθί μας τον ξαναπαίρνουμε.
-Καραϊσκάκης: Μαζί σας οι Έλληνες ψωμί να ματαφάνε δεν γίνεται… θα του απαντήσει με περηφάνια ο Έλληνας πολέμαρχος. Και συνέχισαν για λίγο την κουβέντα τους με τη θρασύτητα του Κιουταχή και τη γενναιοφροσύνη του “Γύφτου”! Κι όταν ο τούρκος σερασκέρης σηκώθηκε να φύγει, ο Καραϊσκάκης γύρισε και είπε χολωμένος στον Τρικαλινό προδότη που ακολουθούσε τον Κιουταχή ως γραμματικός και διερμηνέας:
-Να πεις στον Κιουταχή σου ότι βόλια μονάχα έχω για την αφεντιά του. Μονάχα βόλια…
Ας σημειωθεί δε ότι ο Κιουταχής είχε μαζί του και τον Ομέρ πασά της Εύβοιας. Ο Καραϊσκάκης όχι μόνο, δεν του απηύθυνε τον λόγο, μα ούτε καν τον κοίταξε. Αυτός ο αγράμματος ήρωας, ο απαράμιλλος Έλληνας στρατιώτης δεν μπορούσε να δεχτεί ότι αναγκάστηκε να βρεθεί μαζί μ’ έναν Τούρκο που έφερε το κατεξοχήν ελληνικό όνομα: Όμηρος…
Εν τέλει μέσα στους δυο περίπου αιώνες που πέρασαν από τότε ο Κιουταχής επαναλαμβάνεται συχνά πυκνά με τις μορφές διάφορων Τούρκων ηγετών, για να φωνάξει θρασύδειλα ότι δικαιούται εκείνα που δεν του ανήκουν και θα τα πάρει με το σπαθί του!
Ο Καραϊσκάκης όμως δεν επαναλαμβάνεται, απλώς επειδή η περίπτωσή του είναι μοναδική και ανεπανάληπτη και η λεβεντιά του αδυνατεί να προσωποποιηθεί. Όπως δεν επαναλαμβάνεται και η πολεμική πανουργία του Οδ. Ανδρούτσου. Να γιατί βρίσκουν έδαφος οι κατά καιρούς Οζάληδες, Ερντογάνηδες, Τσαβούσογλοι κ.ά.
Από τον Οδυσσέα Β. Τσιντζιράκο,
φιλόλογο