ποσταμένο τ’ όνειρο, ζητάει ξεκούραση σ ένα ποτήρι κοκκινέλι, μπρούσκο ή ξανθιά ρετσίνα, χρυσή κεχριμπαρένια, σέρνει τα βήματά του και χώνεται μεσ’ την «υπόγεια την ταβέρνα». Ταβέρνα που την καταβρόχθισε το τσιμέντο μιας πολυκατοικίας.
Μόνιμη παρέα της ταβέρνας, λίγοι ζεστοί και γνωστοί άνθρωποι με καρδιές ολάνθιστοι μπαξέδες. Άνθρωποι που στα χείλη τους άνθιζε το γέλιο, το κέφι ξεχνώντας την κούραση της ολοήμερης δουλειάς - σαν σουρούπωνε άραζαν στην «Ταβέρνα». Μιλάμε για την «ταβέρνα» εκείνη, που άνοιγες την εξώπορτα με δέος σαν να έμπαινες σε ξωκλήσι, προσκυνούσες τα «άγια των αγίων» εδεσμάτων, μεταλάμβανες ιερές γεύσεις, προσευχόσουν και παρακαλούσες από την ικανοποίηση, να επιστρέψεις. Μιλάμε για την «ταβέρνα» ιερό εκκλησίας, για την «ταβέρνα» κλινική, που ο Θεός την έφτιαξε για κάθε αρρώστια, για την «ταβέρνα», που μόνο εκείνοι που τη γνώρισαν και τη λάτρεψαν, καταλαβαίνουν. Μιλάμε για την «ταβέρνα» που απλά σήμαινε βαρέλια, κρασί, τσούγκρισμα, μυρωδιά ρετσινιού, μεράκι, συντροφικότητα, τραγούδι. Για την «ταβέρνα» που μαζί με το τραγούδι άκουγες και την ψυχή».
Μέσα τα … γνωστά: Τραπεζάκια στρωμένα με λουλουδάτα νάιλον τραπεζομάντιλα, ψάθινες καρέκλες, στο βάθος (στην πλάτη της ταβέρνας) τα ξύλινα ράφια για τα είδη της μπακαλικής, από κάτω από τα ράφια οι ξύλινες προθήκες για τα όσπρια, το ρύζι και τη ζάχαρη, μπροστά ο πάγκος μ’ ένα άδειο μπουκάλι ούζου (SANS RIVAL, παρακαλώ), ένα ραδιόφωνο του ‘50 Sada, με την παλιά ημιαυτόματη ζυγαριά και μια παλιά λάμπα πετρελαίου για το απρόσμενο να κοπεί το ρεύμα… Δίπλα τους μια ξύλινη ντουλάπα πιατοθήκη και ψωμιέρα…
Στον τοίχο ένα παλιό χρωματιστό κάδρο (ποταμάκι… νερό καθάριο… ποταμόπετρες λευκές… λεύκες στις όχθες… ένα σπιτάκι… βουνά χιονισμένα…), άλλο ένα χρωματιστό καδράκι από κείνα που πουλάγανε στις γειτονιές οι πλασιέδες του καιρού (χωριάτικα σπίτια μέσα στα δέντρα και τις πρασινάδες… ένα μονοπάτι χωμάτινο με μια θυγατέρα που γυρίζει απ’ τις δουλειές… ποταμάκι με ξύλινη γεφυρούλα και στο βάθος ψηλά χιονισμένα βουνά…), η παλαιά άδεια λειτουργίας του μαγαζιού και δίπλα μια παλιά «εβδομαδιαία» μαυρόασπρη φωτογραφία (φαγωμένη από τα ζωύφια που τρώνε το χαρτί, μαζί και τις μνήμες), με τους προγόνους του ιδιοκτήτη (τους γονείς του και τη γιαγιά του), εκεί ψηλά-ψηλά, για ν’ αγναντεύουν από πού ήρθαν, πού έζησαν και πού πηγαίνουν και πάνω στο ταβάνι, ψηλά, ο σκονισμένος γλόμπος που φώτιζε τις ολονυχτίες των κρασοπατέρων του καιρού, που βρίσκανε εκεί αποκούμπι, γλυκαίνοντας με το κρασί και την παρέα, τους καημούς και τις αγωνίες της χαμοζωής τους. Η κουζίνα είχε το «βασίλειό της» πίσω, για να ’τοιμάζει μπακαλιάρο να τσιτσιρίζει στο τηγάνι τηγανητό και σκορδαλιά, ντολμαδάκια με φύλλα τρυφερά «πνιγμένα» στο αυγολέμονο, τηγανητά κεφτεδάκια που σε λιγοθυμάγανε με τη μυρουδιά τους, όταν τσιτσιρίζανε στο τηγάνι, ψητό στο φούρνο με μπόλικη φρέσκια ρίγανη και πατατούλες, φασολάδα, ρέγγα, γαρδούμπες, σουτζουκάκια σμυρναίικα σπέσιαλ, σπλήνα γεμιστή, λαχανίδες βραστές, μαριδάκι, γόπες, καλαμάρι γεμιστό, τας κεμπάπ, γιουβέτσι στον φούρνο, πατάτες ριγανάτες, παϊδάκια και απλά μαγειρευτά φαγητά. Όλα αυτά έφταναν για να πεις έξω φτώχεια, έξω φροντίδα της καθημερινής ζωής, έξω πίκρα, αλλά κι ένα κατοστάρι - ζούσε τότε η οκά, δυο ελιές κι ένα σκόρδο, λίγο ταραμάς και απαλό ψωμί απ’ τον γείτονα φούρναρη. Με το νεροχύτη, το πετρογκάζ, με τα ράφια από πάνω για τα ποτήρια, τα μπακίρια όμορφα γυαλισμένα και τα κατρούτσα, για να μεταφέρουν το κρασί απ’ τα βαένια και να κερνούν τα γυαλένια ποτήρια στα τραπέζια.
Στο υπόγειο τρία βαρέλια «χιλιάρια», με μούστο και μια επιγραφή που έλεγε «Πιες το όλο». Το καλό και αγνό κρασί, τράβαγε τους πελάτες του καιρού πιο δυνατά κι απ’ τον νοστιμότερο μεζέ. Οι παραδοσιακοί πελάτες τότε, δεν πήγαιναν στην ταβέρνα για να φάνε πολύ, αλλά για να γλεντήσουν και για να πιούνε καλό κρασί («Να ’ταν η θάλασσα κρασί και τα βουνά και τα βουνά μεζέδες/κι οι βάρκες κρασοπότηρα να πίνουν οι γλεντζέδες»). Αυτό ήταν και το σήμα κατατεθέν τους.
Μια παρέα αγαπημένη, μονιασμένη, αδέρφια όλοι μας. Έφτυνε ο ένας κι έγλυφε ο άλλος, όπως λέμε. Και την είχαμε βαφτίσει μόνοι μας «Καλή Καρδιά», γιατί δεν γκρινιάζαμε ποτέ μας. Μια ζωή χαράς μέσα στην ταβέρνα σαν άρχιζαν τα τραγούδια μας. Φωνές λαγαρές, αυτοδίδακτοι μουσικοί οι περισσότεροι, συνθέταμε μια κομπανία απλήρωτη, για το σεβντά μας και για το μεράκι μας.
Τα καλαμπούρια μας, τα πειράγματά μας τα ανέκδοτά μας και οι φάρσες μας μαζί με τη γλεντζέδικη διάθεσή μας, είχαν φέρει τη φήμη της σε όλη την πόλη. Δίπλα μας ο πενηντάρης ιδιοκτήτης μερακλής και ανοιχτόκαρδος, με τα άσπρα μουστάκια του κιτρινισμένα από τον καπνό. Πάντα με το χαμόγελο, καλομίλητος, καταδεχτικός, απλός, φίλος με όλους, πρόθυμος να ακούσει στο ποτήρι που έπινε μαζί μας τις χαρές μας και τις στεναχώριες μας, να πει την καλή του την κουβέντα: «Εβίβα κι όξω απ’ άδικο», ευχόταν, να κεράσει, να τραγουδήσει μαζί μας, να πει τα καλαμπούρια του με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο, να μετράει τα χρόνια του στη δουλειά με τους λεκέδες στην ποδιά του, να γράφει και να σβήνει και τέλος να λέει την τελευταία «καληνύχτα» μέσα απ’ την καρδιά του.
Τα χρόνια -ποτάμι αγύριστο- πέρασαν. Και το όνειρο της κάθε βραδιάς που έπλαθε η «ταβέρνα» με τις εκδηλώσεις της, διαλύθηκε. Η παλιά ταβέρνα, που ήταν σχολείο και καταφύγιο, αλλά και αποθετήριο πόνου και χαράς, εδώ και χρόνια έχει εξαφανιστεί. Εξαφανίστηκε μαζί μ’ έναν ολόκληρο κόσμο που η καθημερινότητά του δεν είχε ευκολίες, αλλά ήρεμο ρυθμό.
Και τι να πούμε εμείς τώρα για μια ταβέρνα φορτωμένη με θρύλους και ιστορίες; Απλώς υποκλινόμαστε!
Από τον Γιάννη Γούδα