την πόρτα παιδιά γνωστών, και συγκεκριμένα τα παιδάκια του πάνω ορόφου. «Να τα πούμεεεε;». «Να τα πείτε, να τα πείτε...». Είχε πολύ πλάκα, γιατί τα μωρά (όταν λέμε «μωρά» εννοούμε παιδιά Β’ Δημοτικού) μπέρδευαν τα λόγια τους και όλοι μαζί, ο μπαμπάς Βαγγέλης που τα συνόδευε και μεις συμπληρώναμε τα χάσματα και την αμηχανία τους. Είναι τα μόνα παιδιά στα οποία ανοίξαμε και τα οποία ήρθαν κατόπιν βραδινής... συνεννοήσεως.
- Τι ώρα να έρθουμε, μη σας ξυπνήσουμε;
- Ε, ελάτε κατά τις 9...
Μετά τα παιδιά του Βαγγέλη πέρασαν από την πολυκατοικία κάτι άγνωστα άτομα που έλεγαν τα κάλαντα σχεδόν... επαγγελματικά, μέχρι και δύο ντερέκια με τουμπερλέκι και κλαρίνο πέρασαν, αλλά δεν ανοίξαμε. Μας έχουν πει ότι το τελευταίο διάστημα κυκλοφορούν περίεργες φάτσες στις πολυκατοικίες του κέντρου και πως καλά θα κάναμε να μην είμαστε τόσο αφελείς. Το κακό είναι ότι εμείς για Χριστούγεννα θυμόμαστε ακόμη εκείνα τα αθώα χρόνια που παίρναμε σβάρνα τις γειτονιές και σιγά μη ρωτούσαμε για να μπούμε στις αυλές των μονοκατοικιών. Εδώ επρόκειτο για το μεροκάματο που έπρεπε να βγει, άλλη ευκαιρία δεν είχες για ν’ αγοράσεις κανένα παιχνίδι. Έπαιζες με την πλάτη στον τοίχο.
Τελικά είναι δύσκολα τα Χριστούγεννα για τις σημερινές γενιές. Οι γιορτές έχουν καταντήσει μια συνεχής διαδικασία σύγκρισης, η οποία στο τέλος σού αφήνει αισθήματα κενού και μελαγχολίας. Τι ωραία που ήταν τότε, τι μονότονα που είναι τώρα, πόσο επίπεδη και φλατ έχει γίνει πια η ζωή κ.λπ., κ.λπ. Ένα συνεχές αυτομαστίγωμα. Οι σημερινοί έχουμε την ατυχία (μπορεί και τύχη) να έχουμε βιώσει μέσα σε πολύ συμπυκνωμένο χρόνο απίστευτες τεχνολογικές αλλαγές που διαμόρφωσαν άλλες πια κοινωνίες, όταν οι προηγούμενοι απολάμβαναν τη γαλήνη της ακινησίας, την ηρεμία της παράδοσης και των σταθερών εθίμων.
Τα παλιά Χριστούγεννα είχαν μια συγκεκριμένη σημειολογία. Είχαν τον δάσκαλο που σου διηγούταν προφορικά την ιστορία της Γέννησης και σου άφηνε έτσι το περιθώριο να ονειρευτείς και να σχηματίσεις εσύ, με την δική σου φαντασία, τον κόσμο των Χριστουγέννων που σήμερα σου επιβάλλουν οι διαφημίσεις των Τζάμπο ή της Κόκα Κόλα και οι οποίες σε «πυροβολούν» από παντού.
Ο δεύτερος μεγάλος πυλώνας ήταν η οικογένεια και το σπίτι, όπου οι γιορτές είχαν συγκεκριμένο τελετουργικό. Η ασυνήθιστη κινητικότητα, οι προετοιμασίες για τη γιορτή, σου άφηναν εν τέλει την αίσθηση πως κάτι διαφορετικό συμβαίνει. Τα Χριστούγεννα, το Πάσχα κι άλλες γιορτές γίνονταν έτσι μια διαδικασία χαράς και προσμονής, κι όχι μια διαρκής αγωνία και γκρίνια για έναν σωρό μικρές διαψεύσεις. Οι σημερινοί άνθρωποι, καθηλωμένοι στον καναπέ, με το κινητό στο χέρι, συνήθως μεμψιμοιρούν για τα λεφτά που δεν φτάνουν ποτέ, ψάχνουν αγχωμένοι να «κλείσουν τραπέζι», γκρινιάζουν για το ταξίδι στη Βιέννη που και φέτος δεν κατορθώσαμε να κάνουμε, για τους άλλους που βγαίνουν και διασκεδάζουν, ενώ εμείς... όλο μέσα.... Καμιά σχέση με κείνα τα περίφημα χαρούμενα οικογενειακά τραπέζια που ένωναν οικογένειες, που δημιουργούσαν αγαπημένα ξαδέρφια με δεσμούς ζωής. Θλίψη...
Το τρίτο σημαντικό κεφάλαιο ήταν η Εκκλησία. Όλοι αυτοί οι απλοϊκοί παπάδες των ενοριών κατάφερναν με τον λόγο τους να κρατάνε τους πιστούς μέσα σε ένα πλαίσιο κανόνων. Έτσι, οι άνθρωποι νήστευαν, κι αυτοί και τα παιδιά τους, για να κοινωνήσουν. Το σώμα προετοιμαζόταν και η αποχή από το φαγητό μεγιστοποιούσε την απόλαυση που σου έδινε η κοτόσουπα και η χοιρινή τηγανιά στο γιορτινό τραπέζι. Η γιορτή ήταν επενδυμένη με θρησκευτικούς ύμνους και τραγούδια που σου μάθαιναν τα Κατηχητικά σχολεία. Και ανήμερα της γιορτής οι οικογένειες ξυπνούσαν για να πάνε νωρίς – νωρίς στη Θεία Λειτουργία. «Κι όλοι πάν’ στην εκκλησία, τον Χριστό να προσκυνήσουν...».
Πόσο έντονα χαραγμένες μέσα μου οι εικόνες αυτού του πρωινού ξυπνήματος και της μετάβασης όλων των μελών της οικογένειας στην εκκλησία της γειτονιάς, μέσα σε συνθήκες παγωνιάς, που κατέληγε να είναι σωματικός πόνος! Οι σημερινοί, τουλάχιστον οι περισσότεροι, δεν χαλαλίζουν τον ύπνο τους, δεν ξυπνούν άγρια χαράματα για την εκκλησία, έτσι κι αλλιώς οι μισοί έχουν ξενυχτήσει στην τηλεόραση, χαζεύοντας με τα... λαμέ σόου του Κοκλώνη και της οψίμως επανεμφανισθείσας Ρούλα Κορομηλά. Άσε που όσοι πήγαμε προχθές στον Άγιο Αχίλλιο, ώρα 7 το πρωί, βλέπαμε πολλά μαγαζιά του Λόφου σε πλήρη... λειτουργία, με τα ντεσιμπέλ στο φουλ να συναγωνίζονται τους χτύπους της καμπάνας και τους θαμώνες στο τσακίρ κέφι. Κι όμως, η θρησκευτικότητα της γιορτής ήταν κατά βάση μια πνευματικότητα. Και η πνευματική χαρά είναι μεγάλο πράγμα, γεμίζει την ψυχή, σε κάνει ανώτερο άνθρωπο. Σήμερα που τα Χριστούγεννα αντιμετωπίζονται ως γιορτή εμπορική, ποια χαρά να σου δώσουν; Τι διαφορετικό κομίζουν από αυτό κάνουν οι άνθρωποι στην καθημερινότητά τους; Τη γιορτινή ευωχία που αναζητούν οι άνθρωποι στους «δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς», τη χριστουγεννιάτικη μαγεία που ψάχνουν απεγνωσμένα στην Αράχοβα ή τα Καλάβρυτα, την είχαν τότε σε αφθονία ακόμη και τα πιο ταπεινά μικροαστικά σπίτια.
Χριστούγεννα, λίγο πριν τη νέα χρονιά... Οι άνθρωποι παρόλα αυτά προσπαθούν να αντλήσουν χαρά, έχουν ανάγκη από χαρά, ειδικά μετά από τα δύσκολα χρόνια της πανδημίας. Τρέχουν στην αγορά και τα καφέ, την αναζητούν σε Μύλους Ξωτικών και στα παιδιά που πήραν άδεια και ήρθαν σπίτι για τα Χριστούγεννα... Έτσι κι αλλιώς μ’ ό,τι έχει κανείς πρέπει να πορεύεται... Οι αναμνήσεις καμιά φορά πονάνε, είναι αβάστακτες, αλλά οι πραγματικότητες που ζούμε διαμορφώνονται από την εποχή και είναι ανεξάρτητες από τη θέλησή μας.
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ alexiskalessis@yahoo.gr