Από την άλλη, μου έβγαινε μια ματαιότητα ότι όσα κι αν πω δεν υπάρχει περίπτωση να καλύψω… τα πάντα (!), οπότε ας πιάσω να γράψω ό,τι βγει πάνω στη ροή των σκέψεων. Όλο αυτό είχε μια… αντίθεση, που ως αναφορά στον τίτλο της Κυριακάτικης στήλης του πιστεύω ότι θα την έβρισκε ταιριαστή στην περίσταση.
Μέχρι πέρυσι τέτοια μέρα, περάσαμε με τον πατέρα μου 35 χρόνια με ουσία, με σεβασμό, με έμπνευση ο ένας από τον άλλο, με μια διαρκή ανταλλαγή, από τα πιο διαδικαστικά πράγματα μέχρι τους βαθύτερους προβληματισμούς. Δεν θα ήταν υπερβολή να πω ότι μου σύστησε τον κόσμο ολόκληρο, μέσα από τη δική του αντίληψη γι’ αυτόν.
Γνώσεις και ιδέες που σήμερα θεωρώ δεδομένες και αδιαπραγμάτευτες σίγουρα δεν θα ήταν για μένα οι ίδιες, αν δεν είχα μεγαλώσει δίπλα στον συγκεκριμένο πατέρα και ακόμα πιο συγκεκριμένα στη φάση της ζωής του που τον πέτυχα.
Ήρεμος, κύριος, ακέραιος, σταθερός, αλλά παράλληλα και πειραχτήρι και ωραίος τύπος. Απέναντι σ’ εμένα δεν επέτρεψε στον εαυτό του καμία «έκπτωση» ποτέ. Ούτε σε χρόνο, ούτε σε συναισθήματα, ούτε σε χρήματα…
Σε ό,τι έκανε ήξερα ότι πρώτα είχε φροντίσει για εμένα και ένα (μεγάλο) σκαλί πιο πάνω.
Τα τελευταία 10-15 χρόνια, σταδιακά φαινόταν να μην τον διακατέχει η ίδια λαχτάρα για ζωή. Ήταν η ηλικία; Ήταν ένα βεβαρυμμένο οικογενειακό ιστορικό ψυχικής υγείας; Ήταν συσσωρευμένη κόπωση ενός μυαλού που βρισκόταν συνέχεια σε αναζήτηση; Πάντως ήταν ένας συνδυασμός που δεν λειτούργησε καλά γι’ αυτόν και ενώ δεν το είχε κάνει ποτέ σ’ εμένα, στον εαυτό του είχε επιτρέψει στην πορεία πολλές «εκπτώσεις».
Άφησε το γράψιμο, άφησε κατά πολύ την κοινωνική ζωή, άφησε ό,τι απαιτούσε λίγη ενέργεια παραπάνω. Η ρουτίνα της καθημερινότητας σταδιακά αντικατέστησε σχέδια για το μέλλον, η τηλεόραση σταδιακά αντικατέστησε σε μεγάλο βαθμό την εικόνα της πραγματικότητας, το κάπνισμα έμεινε σταθερά αναντικατάστατο.
Παρόλα αυτά, κατά βάθος έβλεπα ότι πολύ ειλικρινά πίστευε πως θα έχει χρόνο και δυνάμεις μπροστά του να επανέλθει σε πράγματα που είχε αφήσει. Σκεφτόταν να ξαναπιάσει το γράψιμο, ότι θα ξαναπάει κάποια στιγμή στην Καρίτσα να αλλάξει παραστάσεις, ακόμη και οι συναναστροφές του με ανθρώπους -που ήταν σαν να κάνει τα πάντα για να αποφύγει- του κέντριζαν ακόμη το ενδιαφέρον. Ωστόσο, ήταν σαν για οτιδήποτε ετοιμαζόταν να πατήσει λίγο «γκάζι» να είχε πάντα ένα πολύ ισχυρότερο «φρένο» που να τον κρατάει πριν καν ξεκινήσει.
Μ’ αυτήν τη σκέψη, και μιας και δεν πιστεύω σε επόμενη ζωή, νομίζω ότι έφυγε με μια -έστω και καλά κρυμμένη- αισιοδοξία, πιστός στις… αντιθέσεις. Ήταν σίγουρα ο τελευταίος άνθρωπος στον κόσμο που θα πίστευε ότι ζει τις τελευταίες του μέρες τέτοιον καιρό πέρυσι.
Δεν μέτρησε ούτε μια μέρα άρρωστος ή με πόνο, δεν παιδεύτηκε ποτέ, ούτε χρειάστηκε κάποιον να τον φροντίζει. Είχε την ανεξαρτησία του μέχρι το τελευταίο λεπτό. Δούλος ουδενός Θεού ή ανθρώπου.
Ακούω συχνά στην εποχή μας παρακινήσεις, όπως «ζήσε κάθε μέρα σαν να είναι η τελευταία» ή «πες στους δικούς σου ανθρώπους ότι τους αγαπάς όσο μπορείς».
Σήμερα έρχομαι να εκφράσω την… αιρετική, αντίθετη άποψη. Με τον πατέρα μου συμπορευτήκαμε θεωρώντας το θαύμα της ζωής ως δεδομένο. Δεν θυμάμαι στην ενήλικη ζωή μου να λέμε «καληνύχτα», «σ’ αγαπώ», «ευχαριστώ»… Δεν μας άρεσε να αναλωνόμαστε σε αυτονόητα.
Εκ των υστέρων αποδεικνύεται ότι όντως θα ήταν περιττά. Δεν μου περνάει απ’ το μυαλό να πω «αν είχα μια μέρα ακόμα με τον πατέρα μου, θα του έλεγα… θα κάναμε…» όχι. Είχαμε 35 χρόνια, μεστά, μου έδωσε ό,τι θα μπορούσε να δώσει ένας πατέρας σ’ έναν γιο, έφυγε έχοντας φροντίσει ο ρόλος του ως γονιού να έχει ολοκληρωθεί. Πιστεύω βαθιά ότι οι άνθρωποι και η ζωή εξελίσσονται όταν έχουμε αυτήν την «αλαζονεία» της ζωής. Όταν θεωρούμε κάποια πράγματα δεδομένα και μπορούμε να αφιερώσουμε το μυαλό μας στα υπόλοιπα.
Έγραφε, στο Εκτός, 20κάτι χρόνια πριν:
«Μετά, τι θα γίνει;» (το μεγάλο ερώτημα).
«Μετά από σένα έγιναν πολλά!» (η ανήκουστη απάντηση).
Είχε αδυναμία στα σύντομα αποφθέγματα. Το καλύτερό του ήταν να μπορεί να κωδικοποιήσει κάποιος σε λίγες λέξεις το νόημα και μετά ο αναγνώστης να πρέπει να κάνει τη δική του αποκωδικοποίηση. Σε ειρωνεία της κληρονομικότητας, εγώ δεν βγήκα και ο πιο δεινός αναγνώστης, οπότε επίσης εκτιμώ το συμπυκνωμένο σε λίγες λέξεις νόημα. Έτσι, θα κλείσω με έναν από τους αγαπημένους του αφορισμούς, του Ελίας Κανέττι: «Υπάρχουν μόνο τυχεροί άνθρωποι, οι ζωντανοί».
Ο ψηλός σήμερα δεν είναι με τους τυχερούς, αλλά υπήρξε τυχερός για 77 γεμάτα χρόνια, όπως πολύ τυχεροί υπήρξαμε όσοι ζήσαμε κοντά του. Ας είναι η έλλειψή του τεκμήριο της αξίας του, που δεν έφτασε ποτέ στο ορόσημο γήρατος να την απολέσει.
Στη μνήμη του πατέρα μου Κ.Ι. Χατζή (11-5-1944 - 25-12-2021)
Ι.Κ. Χατζής
johnxatzis@hotmail.com