Ο λαϊκισμός είναι ένα πολιτικό παράσιτο που ευδοκιμεί στις αστικές δημοκρατίες. Νομίζω ότι το βασικό χαρακτηριστικό του γνώρισμα είναι η φαινομενική μεγάλη έμφαση στη λαϊκή κυριαρχία. Η κριτική που ασκεί στη φιλελεύθερη δημοκρατία τονίζει την υποτιθέμενη νόθευση αυτής της αρχής που οφείλεται στην υφαρπαγή της εξουσίας. Επειδή καμιά φιλελεύθερη δημοκρατία δεν λειτουργεί σωστά και τέλεια, και επειδή μέρος της παθογένειάς της είναι και η δημιουργία ισχυρών ελίτ, οι λαϊκιστές εμφανίζονται εύστοχοι στις καταγγελίες τους, αν και σχεδόν πάντα διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα και διογκώνουν τα προβλήματα. Στις περισσότερες περιπτώσεις η λύση που προτείνουν είναι η επιστροφή της εξουσίας στα χέρια του λαού με διαμεσολαβητή τον ηγέτη. Ο οποίος κατά τεκμήριο, γνωρίζει την πραγματική βούληση του λαού, κατανοεί τις ανάγκες του, αφουγκράζεται την ψυχή του. Ο ηγέτης είναι ο Μεσσίας που επαναφέρει την πραγματική δημοκρατία, που θα οδηγήσει τον λαό στη γη της Επαγγελίας, που θα συντρίψει τους σφετεριστές της λαϊκής εξουσίας.
Ο λαϊκισμός ήταν πάντοτε επικίνδυνος, αλλά νομίζω πως ποτέ δεν ήταν τόσο επικίνδυνος όσο σήμερα. Διότι σήμερα υπάρχουν ευνοϊκότατες προϋποθέσεις για την εμφάνιση αλλά και τη διάδοσή του. Οι προϋποθέσεις έχουν να κάνουν με την παθογένεια της φιλελεύθερης δημοκρατίας αλλά και με το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης. Και να τονίσω ότι, η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι η καλύτερη διαθέσιμη μορφή πολιτικής οργάνωσης και θεσμικής συγκρότησης και τα θετικά αποτελέσματα της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας εντυπωσιακά. Όμως τα πάντα έχουν ένα κόστος. Μπορεί να είναι πολύ μικρότερο από το όφελος, αλλά παραμένει κόστος. Όταν μάλιστα η κατανομή του κόστους και του οφέλους είναι ανισομερής, οι αντιδράσεις είναι αναμενόμενες και τεράστιες.
Τα γενεσιουργά αίτια, λοιπόν, του σύγχρονου λαϊκισμού είναι τα παρακάτω: Δεν είναι όλοι το ίδιο κερδισμένοι από την παγκοσμιοποίηση. Ένα μεγάλο μέρος της μικροαστικής και της εργατικής τάξης των δυτικών δημοκρατιών δεν έχει κερδίσει ή αισθάνεται ότι έχει χάσει. Δεν έχει και τόση σημασία το κατά πόσο ισχύει κάτι τέτοιο. Το βέβαιο είναι ότι η οικονομική ανισότητα αυξήθηκε, κι αυτό αρκεί. Οι «χαμένοι» της παγκοσμιοποίησης θέλουν να τιμωρήσουν τις «ευνοημένες» ελίτ, όχι μόνο γιατί αισθάνονται αδικημένοι αλλά κυρίως γιατί αισθάνονται περιθωριοποιημένοι πολιτικά. Η αίσθηση της πολιτικής περιθωριοποίησης δεν έχει να κάνει μόνο με την πίεση που τους ασκεί το γεγονός ότι έμαθαν να εργάζονται σε μια οικονομία που όσο ανοικτή κι αν ήταν, μικρή σχέση έχει μ’ αυτήν στην οποία καλούνται να επιβιώσουν σήμερα, συχνά χωρίς να είναι καθόλου προετοιμασμένοι γι’ αυτό. Έχει να κάνει επίσης με τις νέες μορφές κοινωνικής συμβίωσης, την αλλαγή του κοινωνικού περιβάλλοντος, την αυξανόμενη πολυπλοκότητα των κοινωνικών σχέσεων και την κρίση ταυτότητας που είναι αποτέλεσμα κάθε μεταβατικής περιόδου. Ιδιαίτερα μιας μεταβατικής περιόδου που εξελίσσεται με ραγδαίους ρυθμούς λόγω της διαρκούς τεχνολογικής επανάστασης που πολλοί δεν μπορούν, και ίσως δεν επιθυμούν, να την παρακολουθήσουν.
Ακόμα και όταν οι ελίτ δεν έχουν την πρόθεση να περιθωριοποιήσουν τη λαϊκή κυριαρχία, αυτό γίνεται εκ των πραγμάτων. Όσο πιο σύνθετος γίνεται ο κόσμος μας, τόσο απαραίτητος είναι ο καταμερισμός των εργασιών. Ακολουθεί η απομόνωση των ειδικών, οι γνωστικές ανισότητες, το χάσμα στο ανθρώπινο κεφάλαιο. Η δημοκρατία βασίζεται σε κάποιες λογικές προϋποθέσεις που είναι απαραίτητες για τη θεμελίωση της αρχής της πολιτικής ισότητας, στην πραγματικότητα όμως είναι νομικά πλάσματα. Διότι οι άνθρωποι δεν είναι το ίδιο ορθολογικοί, δεν είναι το ίδιο ικανοί, δεν έχουν τις ίδιες γνώσεις για εξειδικευμένα ζητήματα πολιτικής και οικονομίας. Έτσι ενώ η δημοκρατία παραμένει το καλύτερο πολίτευμα, γίνεται όσο περνάει ο καιρός και περισσότερο ασταθές λόγω των μεγάλων και πραγματικών ανισοτήτων μεταξύ των πλασματικά «ίσων» πολιτών.
Το πρόβλημα επιδεινώνει η αυξανόμενη φιλελευθεροποίηση των δημοκρατιών. Η μεγαλύτερη προστασία των ατομικών δικαιωμάτων αποδυναμώνει την πλειοψηφία. Η ενδυνάμωση μειονοτήτων και περιθωριοποιημένων ομάδων εκλαμβάνεται από τη «σιωπηρή πλειοψηφία» ως μέρος ενός παιχνιδιού μηδενικού αθροίσματος που θα υπάρχουν οπωσδήποτε ηττημένοι. Ένα μεγάλο μέρος των πολιτών δεν βλέπει τον εαυτό του ως ωφελημένο από την αύξηση της ατομικής ελευθερίας αλλά ως κομμάτι μιας συλλογικότητας που χάνει τον ζωτικό της χώρο, δηλαδή τη δυνατότητα να διαμορφώνει το περιβάλλον της κυριαρχικά.
Για σκεφτείτε όμως όλα αυτά μαζί: καλύτερη και ευρύτερη προστασία των ατομικών δικαιωμάτων, των μειονοτήτων και των αδύναμων ομάδων, πολυπολιτισμικότητα, ανοιχτές αγορές, τεχνολογικές επαναστάσεις. Όλα είναι θετικά αλλά ο συνδυασμός τους δημιουργεί ίλιγγο ειδικά σε όσους δεν μετέχουν αλλά και σε όσους δεν μπορούν να αντιληφθούν γιατί το πρόσημο είναι συντριπτικά θετικό. Και τότε είναι έρμαια των λαϊκιστών, που η βασική τους υπόσχεση είναι ότι θα σταματήσουν τη Γη να γυρίζει, ότι θα την ξανακάνουν επίπεδη και σταθερή. Μπορεί το αποτέλεσμα να είναι προδιαγεγραμμένο. Ο λαϊκισμός όμως προσφέρει «ρεαλιστική» εναλλακτική. Μπορεί να κερδίσει εκλογές, μπορεί να πλήξει θεσμούς, μπορεί να διαδοθεί σαν μολυσματική ασθένεια, μπορεί να μεταλλάξει ακόμα και τους αντιπάλους του. Η αντιμετώπισή του αποτελεί τη μεγαλύτερη και δυσκολότερη πρόκληση για τη φιλελεύθερη δημοκρατία του 21ου αιώνα. Με τον Λαϊκισμό να καλπάζει πάμε λοιπόν σ’ αυτές τις εθνικές βουλευτικές εκλογές που θα γίνουν στις αρχές του 2023, όπως δείχνουν τα πράγματα, όποτε κι αν γίνουν τέλος πάντων, τον επόμενο χρόνο.